Γιάννης Σκαφτούρος: Το μοιραίο λάθος του «θείου Τζο» - Η εκτέλεση και οι «γκάφες» των εκτελεστών
Εντυπωσιακά ήταν τα μέτρα ασφαλείας που έπαιρνε ο Γιάννης Σκαφτούρος. Άνθρωποι του περιβάλλοντός του αναφέρουν πως φορούσε μονίμως αλεξίσφαιρο γιλέκο, κυκλοφορούσε με θωρακισμένο τζιπ και τη συνοδεία 4 με 5 ένοπλων φρουρών, με υπεύθυνο πρώην διοικητή αστυνομικού τμήματος της Αθήνας.
Όπως αποκάλυψε ο αστυνομικός συντάκτης, Βασίλης Λαμπρόπουλος τις ώρες της επίθεσης, ο Γιάννης Σκαφτούρος είχε αποχωριστεί το αλεξίσφαιρο γιλέκο του και είχε δώσει και άδεια μέχρι και τη Δευτέρα του Πάσχα, στον μικρό «στρατό» του, που τον φύλαγε.
Οι δράστες πιθανότατα συνεκτίμησαν πως το θύμα δεν φορούσε το γιλέκο στο σπίτι της μητέρας του, λόγω ασφάλειας που θα ένιωθε.
Τι ερευνούν οι Αρχές
Την ίδια ώρα, από την έρευνα της ΕΛ.ΑΣ. προέκυψε ότι η μία από τις δύο μοτοσικλέτες των δραστών, αυτή που βρέθηκε εγκαταλελειμμένη σε απόσταση 500 μέτρων από το σπίτι του Σκαφτούρου, είχε κλαπεί τον Οκτώβριο του 2019 από την περιοχή του Ασπροπύργου.
Σύμφωνα με πληροφορίες, οι δράστες αναγκάστηκαν να την αφήσουν στο σημείο λόγω προβλήματος που παρουσίασε. Στη συνέχεια, σταμάτησαν διερχόμενο αγρότη και προσπάθησαν να του κλέψουν το φορτηγάκι. Πάνω στον πανικό τους, ωστόσο, και στην προσπάθεια να κάνουν αναστροφή και να φύγουν, έριξαν το φορτηγάκι σε χαντάκι με αποτέλεσμα να αναγκαστούν να εγκαταλείψουν την προσπάθεια. Αστυνομικές πηγές αναφέρουν ότι σύμφωνα με μαρτυρίες στη συνέχεια έφυγαν τρέχοντας προς δασώδη περιοχή.
Έτσι, στο μικροσκόπιο της ΕΛ.ΑΣ. έχει μπει και το φορτηγάκι του αγρότη, στο οποίο επιβιβάστηκαν για λίγο οι δράστες, σε μία προσπάθεια εντοπισμού δακτυλικών αποτυπωμάτων και γενετικού υλικού. Οι έρευνες της Αστυνομίας συνεχίζονται ακόμα και σε αγροτικούς δρόμους της Βοιωτίας, καθώς κανείς δεν είναι βέβαιος για το εάν και πως έφυγαν από την περιοχή οι δράστες. Παράλληλα, υπάρχουν μαρτυρίες σύμφωνα με τις οποίες οι δράστες μιλούσαν ελληνικά.
Ο Γιάννης Σκαφτούρος διέθετε φρουρά που αποτελούνταν από οπλισμένους και έμπειρους άντρες που τον συνόδευαν πάντα στις μετακινήσεις του. Τη Δευτέρα του Πάσχα, ωστόσο, οι σωματοφύλακές του φαίνεται ότι δεν ήταν στο πλευρό του. Την πληροφορία αυτή τη γνώριζαν οι εκτελεστές. Το ερώτημα είναι πως τη γνώριζαν. Είτε είχαν με κάποιο τρόπο καλή πληροφόρηση για τις κινήσεις του Γιάννη Σκαφτούρου είτε μέσω της φυσικής παρακολούθησης του στόχου τους διαπίστωσαν την απουσία τους.
Καλά πληροφορημένες πηγές αναφέρουν ότι εάν ο 55χρονος είχε στο πλευρό του τις «σκιές» του, τότε οι δράστες θα ήταν αδύνατο να «χτυπήσουν» και να διαφύγουν αλώβητοι, όπως τελικά έγινε. Αυτός είναι και ο λόγος που επέλεξαν να επιτεθούν χθες στη Βοιωτία και όχι στην Αθήνα.
Οι αστυνομικοί της Ασφάλειας εξετάζουν σοβαρά το ενδεχόμενο οι εκτελεστές να ήταν «μισθωμένοι» κακοποιοί που έχουν κάνει και στο παρελθόν ανάλογες επιθέσεις. Η έρευνα της ΕΛ.ΑΣ. εστιάζεται στο δρομολόγιο διαφυγής των δραστών. Οι αστυνομικοί προσπαθούν να καταλάβουν το δρομολόγιο των δύο αντρών που βγήκαν «εκτός σχεδίου», στην προσπάθειά τους να βρουν όσο το δυνατόν περισσότερα στοιχεία για την ταυτότητά τους.
«Παρά το πρόβλημα που προέκυψε κατάφεραν να εξαφανιστούν. Αυτό δείχνει ότι είναι έμπειροι. Έγινε μεγάλη προσπάθεια για τον εντοπισμό τους, σηκώθηκε ακόμα και ελικόπτερο, χωρίς όμως αποτέλεσμα», λέει αστυνομική πηγή.
Στο σημείο της δολοφονίας, στην αυλή του εξοχικού, βρέθηκαν 15 κάλυκες από Καλάσνικοφ. Ο Γιάννης Σκαφτούρος γνώριζε ότι είναι στόχος και γι’ αυτό μετά την αποφυλάκισή του λάμβανε ιδιαιτέρως αυστηρά μέτρα αυτοπροστασίας. Μετά την αποφυλάκισή του είχε στραφεί σε νόμιμες δραστηριότητες, ωστόσο, οι αστυνομικοί αναζητούν τις εκκρεμότητες του παρελθόντος του για να βρουν αυτούς που είχαν κίνητρο να του επιτεθούν.
Οι δράστες γνώριζαν για το ρεπό των σωματοφυλάκων του Σκαφτούρου
Οι δράστες φαίνεται πως είχαν την απόλυτη πληροφόρηση για την ζωή του «θείου Τζο» όπως ήταν γνωστός στους ανθρώπους της νύχτας. Ελάχιστοι ήταν εκείνοι που γνώριζαν, ότι ο Γιάννης Σκαφτούρος, είχε δώσει ρεπό στους σωματοφύλακές του, ως τις 16:00 το απόγευμα.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο ίδιος κυκλοφορούσε πάντα στις «σκιές», υπό απόλυτη προστασία, σε θωρακισμένο όχημα, υπό το άγρυπνο βλέμμα ενόπλων. Εκτός από το μεσημέρι της Δευτέρας του Πάσχα.
Οι δολοφόνοι τον γάζωσαν, πυροβολώντας με καλάσνικοφ αδιακρίτως, χωρίς να υπολογίσουν τυχόν… παράπλευρες απώλειες.
Ο τραυματισμός της κόρης του Σκαφτούρου και ενός ακόμα συγγενή το αποδεικνύει. Ο στόχος ήταν ένας και έπρεπε να πεθάνει.
«Άλλος ένας νεκρός του συνδικάτου του εγκλήματος, μία ακόμα εκτέλεση από τις πολλές που έχουν συμβεί τα τελευταία χρόνια», ανέφερε ο συνδικαλιστής της ΕΛ.ΑΣ. Σταύρος Μπαλάσκας.
Η εκτέλεση του «συμβολαίου θανάτου»
Μια συγγενής και γειτόνισσα του Γιάννη Σκαφτούρου, μίλησε στην τηλεόραση του MEGA σχετικά με τα όσα άκουσαν το μεσημέρι της Δευτέρας.
«Έχουμε στενοχωρηθεί, ακούσαμε πυροβολισμούς πολλούς κι ύστερα κλάματα», τόνισε.
Οι επαγγελματίες δολοφόνοι ήταν τέσσερις και έφτασαν στο χωράφι δίπλα από εκείνο του Σκαφτούρου με δύο μηχανές. Έβγαλαν τα καλάσνικοφ και χωρίς να γίνουν αντιληπτοί, μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα πλησίασαν το θύμα τους σε απόσταση αναπνοής και άρχισαν να τον πυροβολούν.
Πληροφορίες αναφέρουν ότι ο 55χρονος πριν πέσει νεκρός, πρόλαβε να ανταποδώσει τα πυρά. Το ίδιο κι ένας συγγενής του, που τράβηξε όπλο και φαίνεται πως επιχείρησε να τους κυνηγήσει, χωρίς αποτέλεσμα. Ένα δεύτερο σενάριο θέλει τους δράστες να πλησίασαν από την κάτω πλευρά και να ανέβηκαν έναν φράχτη πριν πυροβολήσουν.
Ποιος είναι ο Σκαφτούρος
Το όνομα του Γ.Σ. είχε τοποθετηθεί από τους αστυνομικούς στην ηγετική ομάδα του εγχώριου οργανωμένου εγκλήματος.
Είχε κατηγορηθεί για υποθέσεις απαγωγών, εκβιασμών, εκρήξεων και ένοπλων επιθέσεων. Η πιο γνωστή από αυτές αφορούσε στην απαγωγή του Περικλή Παναγόπουλου, υπόθεση για την οποία καταδικάστηκε πρωτόδικα και αθωώθηκε σε δεύτερο βαθμό.
Τον Ιούνιο του 2018 είχε γίνει απόπειρα δολοφονίας σε βάρος του μέσα στις φυλακές Κορυδαλλού όπου κρατούνταν. Δράστες ήταν μέλη της μαφίας των φυλακών που ήθελαν να τον σκοτώσουν, χωρίς όμως να τα καταφέρουν.
Ο Γ.Σ. αποφυλακίστηκε πριν από περίπου δύο χρόνια. Η τελευταία «συνάντησή» του με αστυνομικούς έγινε το Φεβρουάριο του 2020 στη Γλυφάδα. Εκεί σε τυχαίο έλεγχο που του έκαναν αστυνομικοί της ομάδας ΔΙ.ΑΣ. διαπιστώθηκε ότι είχε πάνω του ένα πιστόλι που το κατείχε παράνομα, όπως και έναν ασύρματο συντονισμένο σε συχνότητα της Αστυνομίας.
Ο έλεγχός του αποκάλυψε ότι ο Γ.Σ. κυκλοφορούσε οπλισμένος, ενώ είχε πάνω του και ένα μαχαίρι.