Η δολοφονία της Κωνσταντινιάς: Από τη γνωριμία, στον διπλό αρραβώνα και το ραντεβού με τον θάνατο
Ο Νίκος, ο Περικλής και ο Γιώργος είχαν δώσει ραντεβού για κυνήγι σκαντζόχοιρου ανήμερα την Κυριακή του Πάσχα του 1960. Το ραντεβού δόθηκε στις 07.30 το πρωί και οι τρεις νεαροί μαζί με το κυνηγόσκυλο τους μπήκαν στο αλσύλλιο του Σέιχ Σου. Άρχισαν να περπατούν, όταν εντελώς ξαφνικά το σκυλί άρχισε να γαβγίζει έντονα και να πηγαινοέρχεται μεταξύ αυτών και μιας χαράδρας που βρισκόταν λίγο πιο κάτω.
Ακολούθησαν το σκυλί και βρέθηκαν αντιμέτωποι με ένα αποτρόπαιο θέαμα. Μια νέα γυναίκα περίπου 20 ετών βρισκόταν ημίγυμνη και ξαπλωμένη στην δεξιά πλευρά του εδάφους, μισοσκεπασμένη με μερικά σχίνα και κλαδιά από πεύκα. Πλησίασαν ακόμη περισσότερο και τότε διαπίστωσαν με φρίκη ότι η γυναίκα ήταν νεκρή. Είχε ένα τραύμα στο λαιμό της, το οποίο ήταν σκεπασμένο με το εσώρουχο της, σαν κάποιος να προσπάθησε να σταματήσει την αιμορραγία.
Έντρομοι κάλεσαν αμέσως την αστυνομία. Μέσα σε μισή ώρα το σημείο είχε γεμίσει αστυνομικούς, ενώ ο ιατροδικαστής από την εξέταση κατέληξε ότι η γυναίκα βρισκόταν εκεί τουλάχιστον τρεις ημέρες. Η έρευνα σε μεγάλη ακτίνα γύρω από το πτώμα οδήγησε του αστυνομικούς στα ρούχα, τα παπούτσια και την τσάντα του θύματος, που ήταν διασκορπισμένα σε διάφορα σημεία και καλυμμένα με πέτρες και χόρτα.
Το σημαντικότερο όμως στοιχείο ήταν ένα μικρό κομματάκι από ένα γράμμα που βρέθηκε δίπλα στο άψυχο κορμί του θύματος. Οι αστυνομικοί άρχισαν να ερευνούν τις πλαγιές για να βρουν τα υπόλοιπα κομμάτια, αφού αυτό έμοιαζε να το κλειδί για την εύρεση του δολοφόνου. «Αρχικά προσήχθησαν τέσσερα άτομα και για έναν εξ’ αυτών πιστέψαμε από την αρχή ότι ήταν ο δολοφόνος. Δεν πέρασε όμως πολύ ώρα για να αποδειχθεί ότι αδίκως τον κρατήσαμε. Ο μόνος δεο, ο πραγματικός ένοχος είχε ένα ισχυρό άλλοθι. Ήταν αξιωματικός υπηρεσίας στο λόχο του κατά την ημέρα του εγκλήματος και οι πάντες και τα πάντα βεβαίωναν ότι δεν είχε απομακρυνθεί επουδενί από εκεί. Μετά την συναρμολόγηση όμως της τεμαχισμένης επιστολής προέκυψαν σοβαρές ενδείξεις...» είπε στους δημοσιογράφους ο αστυνομικός διευθυντής κ. Μήτσου.
Το θύμα, όπως διαπιστώθηκε, ήταν η 19χρονη Κωνσταντινιά και οι μαρτυρίες των δικών της ανθρώπων «έδειξαν» ως ύποπτο τον 22χρονο αρραβωνιαστικό της ο οποίος ήταν φαντάρος. Η αποκάλυψη ότι, πριν από μερικούς μήνες, είχε αρραβωνιαστεί και με μία άλλη κοπέλα είχε οδηγήσει στα άκρα τη σχέση τους. Αυτό που οδήγησε τις αρχές σε εκείνον ήταν το σκισμένο γράμμα που κατάφεραν να «συναρμολογήσουν»: «Αρραβωνιάστηκα διότι σε μισούσα και σε μισώ, γιατί είσαι πόρνη γυναίκα».
Ο 22χρονος Στάθης συνελήφθη στην μονάδα όπου υπηρετούσε στην Θεσσαλονίκη και δεν άργησε να ομολογήσει πως ήταν εκείνος που είχε κόψει το νήμα της ζωής της νεαρής κοπέλας. Ωστόσο, ισχυρίστηκε πως δεν ήθελε να της κάνει κακό. «Δεν ήθελα να την σκοτώσω. Πάνω στην συζήτηση δεν κατάλαβα και εγώ τι έκανα. Ήθελα μόνο να της δώσω να καταλάβει πως δεν μπορούσα να την παντρευτώ, ένεκα της διαγωγής της. Ήταν μια κοινή γυναίκα και δεν μπορούσα να την κάνω γυναίκα μου. Πάνω όμως στη συζήτηση έγινα έξω φρενών με τις απειλές της και δεν ήξερα τι έκανα» είπε στους αστυνομικούς.
Η σχέση του ζευγαριού ξεκίνησε δύο χρόνια νωρίτερα, το 1958, όταν η Κωνσταντινιά ήταν μόλις 17 ετών. Γνωρίστηκαν ανήμερα του Δεκαπενταύγουστου σ’ ένα πανηγύρι μέσω ενός συγγενή της κοπέλας που ήταν φίλος του Στάθη. «Αποτέλεσμα του δεσμού αυτού ήταν να την διαφθείρει με την υπόσχεση γάμου. Έκτοτε και για ικανό διάστημα συνεχίστηκαν οι σχέσεις τους αυτές, μέχρι την στιγμή που κλήθηκε εκείνος να πάει φαντάρος» αναφέρουν εφημερίδες της εποχής.
Η Κωνσταντινιά ήταν τόσο ερωτευμένη, που όταν γύρισε στην πόλη, άρχισε να εργάζεται σκληρά μαζεύοντας χρήματα για την προίκα της, όπως είπαν οι συγγενείς της. Έπειτα από πιέσεις των συγγενών της Κωνσταντινιάς τελέστηκαν οι αρραβώνες και η νεαρή κοπέλα έσπευσε να αγοράσει μόνη της και τις βέρες του γάμου τους. Ο Στάθης φερόταν να έχει συνεχώς απαιτήσεις. Όταν πήγε στο στρατό, η αρραβωνιαστικιά του του έστελνε συνεχώς δέματα με «καλούδια», αλλά και το απαραίτητο χαρτζιλίκι.
Της ζήτησε να έρθει στην Θεσσαλονίκη κι εκείνη πήγε αμέσως σε σπίτι συγγενών της προκειμένου να είναι κοντά του. «Όταν την «τρύγησε» κυριολεκτικά, αποφάσισε ότι πρέπει να βάλει τέλος στο δεσμό τους. Με γράμμα της ανακοίνωσε ότι πρέπει να του δοθούν ως προίκα 30.000 δραχμές κατά απαίτηση του πατέρα του, που δεν επιθυμεί τον γάμο του γιου του με μια πτωχή κοπέλα» καταθέτουν οι συγγενείς της άτυχης 19χρονης.
Λίγο καιρό αργότερα αρραβωνιάστηκε μια άλλη γυναίκα που του έδινε προίκα τις 30.000 δραχμές. Η Κωνσταντινιά δεν μπορούσε να δεχθεί το χωρισμό τους και επιχείρησε να επανασυνδεθεί μαζί του και να τον υποχρεώσει να την παντρευτεί. Ο Στάθης όμως ήταν αμετάπειστος και σε ένα από τα γράμματα που της έστειλε της έγραφε: «Δεν θα σε κάνω ποτέ γυναίκα μου, γιατί είσαι μια πόρνη. Μη με απειλείς ότι θα μου ρίξεις βιτριόλι γιατί θα σε σκοτώσω, αν δεν σταματήσεις».
Ραντεβού με το θάνατο
Η ερωτευμένη εργάτρια δεν μπορούσε να δεχτεί το χωρισμό και την Μεγάλη Τρίτη ταξίδεψε πίσω στην Θεσσαλονίκη. Θα έβλεπε τον Στάθη το πρωί της Μεγάλης Πέμπτης. Οι δύο νέοι ξεκίνησαν να περπατούν και ο δρόμος τους έβγαλε στο δάσος του Σέιχ Σου. Κάθισαν εκεί και συνέχισαν την συνομιλία τους κατά τη διάρκεια της οποίας η Κωνσταντινιά έβγαλε την φούστα της για να μην την λερώσει. Το ζευγάρι ήρθε πολύ κοντά, αλλά σταδιακά τα χάδια και οι τρυφερότητες κόπηκαν, όταν η νεαρή ξεκίνησε την συζήτηση αποκατάστασης της.
Ο Στάθης επέμεινε ότι δεν σκοπεύει να την παντρευτεί γιατί είναι γυναίκα «ελεύθερων ηθών». Εκείνη του απάντησε: «Είμαι δεν είμαι θα με πάρεις. Θα με πάρεις είτε το θέλεις είτε δεν το θέλεις. Το βλέπεις αυτό το γράμμα; Είναι δικό σου! Εδώ μέσα τα λες όλα για τη σχέση σου μαζί μου, λες ότι εσύ με κατέστρεψες. Θα το καταθέσω στην ΕΣΑ ή στην εισαγγελία και ύστερα σαν θέλεις μη με παίρνεις!» είπε η Κωνσταντινιά.
Η εκτόξευση αυτής της απειλής έβγαλε εκτός εαυτού τον Στάθη που προσπάθησε να πάρει από τα χέρια της την επιστολή. Με μια γροθιά στο μάτι, κατάφερε να την αποσπάσει, αλλά η πάλη συνεχίστηκε κι εκείνος με ένα σουγιά της κατάφερε χτύπημα στο λαιμό. «Άρπαξα την κιλότα που ήταν δίπλα και της έφραξα την πληγή για να σταματήσω την αιμορραγία. Και αμέσως έτρεξα στο ρέμα να φέρω να της βρέξω το πρόσωπο για να συνέλθει. Ώσπου να γυρίσω όμως ήταν ήδη νεκρή» θα πει στους αστυνομικούς ο Στάθης.
Η δίκη
Το Μάιο του 1960 ο Στάθης κάθισε στο εδώλιο του στρατοδικείου. Από το βήμα του μάρτυρα πέρασαν συγγενείς, φίλοι και γνωστοί του ζευγαριού και μίλησαν για τη θυελλώδη σχέση τους. Κατά την απολογία του ζήτησε συγγνώμη και περιέγραψε από την δική του πλευρά τη σχέση τους, λέγοντας πως ήταν εκείνη που τον πολιόρκησε. Ο βασιλικός επίτροπος ζήτησε την ενοχή του κατηγορουμένου υποστηρίζοντας πως επρόκειτο για προμελετημένο έγκλημα.
«Δε μίλησε στην ψυχή του κατηγορούμενου ποτέ ο οίκτος», είπε και ζήτησε την καταδίκη του Στάθη. Το στρατοδικείο ήταν αμείλικτο και τον καταδίκασε σε θάνατο για το στυγερό έγκλημά του. Ο Στάθης άκουσε την απόφαση ψύχραιμος, αλλά λίγα λεπτά αργότερα έπεσε με λυγμούς στην αγκαλιά του αδελφού του.
Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Newsbomb.gr.