Έγκλημα στο χοιροστάσιο: Η συζυγοκτονία που συγκλόνισε όλη την Ελλάδα
Ένα κόκκαλο, που έμοιαζε με μέρος ανθρώπινου μηρού, ήταν αρκετό για να αρχίσει να ξετυλίγεται το νήμα μίας από τις πιο άγριες συζυγοκτονίες στα ελληνικά χρονικά. Μια ιστορία ενδοοικογενειακής βίας, που άφησε άφωνη την κοινωνία της εποχής, όχι εξαιτίας του φονικού, αλλά κυρίως του τρόπου που η 26χρονη δράστιδα «ξεφορτώθηκε» το πτώμα, υιοθετώντας εν αγνοία της μια πρακτική της σικελικής μαφίας.
Το ημερολόγιο έδειχνε 24 Απριλίου 1979, όταν γύρω και μέσα σε ένα χοιροστάσιο στην Παλλήνη, είχε ασυνήθιστη κίνηση. Ο ιδιοκτήτης, αρκετοί κάτοικοι της περιοχής και ένας σεβαστός αριθμός αστυνομικών έμοιαζαν να αναζητούν με επιμονή κάτι σημαντικό γύρω και μέσα στα του χοιροστασίου, την ώρα που ένα συνεργείο εκκένωσης βόθρων είχε αρχίσει τη συλλογή του περιεχομένου τους. Ο λόγος της αναστάτωσης ήταν η αναζήτηση ενός άνδρα, του οποίου τα ίχνη είχαν χαθεί για περίπου ένα μήνα. Επρόκειτο για τον 37χρονο Χρήστο Κοντό, σύζυγο της 26χρονης Κατερίνας και πατέρα τριών παιδιών, δύο αγοριών 7 και 4 ετών και μίας κόρης 6 ετών.
Ένα μήνα νωρίτερα η Κατερίνα είχε πάει στο τμήμα της χωροφυλακής στην Παλλήνη και έχει καταγγέλλει την εξαφάνιση του συζύγου της Χριστού. Τότε είπε στους αστυνομικούς ότι ο άντρας της έφυγε από το σπίτι το απόγευμα της 25 Μαρτίου και ότι δεν είχε δώσει σημεία ζωής. Εμφανίστηκε φοβερά στεναχωρημένη και λυπημένη για την εξαφάνιση του συζύγου της. Μετά την καταγγελία της εξαφάνισης οι αστυνομικές αρχές ξεκίνησαν τις έρευνες και από τις ανακρίσεις προέκυψε ότι ο Χρήστος είχε εξαφανιστεί κατά το παρελθόν αρκετές φορές, εγκαταλείποντας την γυναίκα και τα παιδιά του, χωρίς να δώσει τότε σημεία ζωής.
Μάλιστα, μια φορά έφυγε χωρίς να πει τίποτα στην γυναίκα του και πήγε στη Γερμανία. Εκεί έμεινε έξι μήνες και ύστερα επέστρεψε. Άλλη φορά ευχή για τη Λιβύη και επέστρεψε μετά από τρεις μήνες, ενώ μία τρίτη φορά έφυγε για την Τζέντα της Σαουδικής Αραβίας και επέστρεψε τελικά πάλι στην οικογένεια του. Ο 35χρονος αποδείχθηκε ότι συχνά έφευγε από το σπίτι του για κάποιες εβδομάδες και εμφανιζόταν μετά στη γυναίκα του σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. Οι αρχές έστειλαν αμέσως σήμα σε όλους τους μεθοριακούς σταθμούς για να διαπιστώσουν αν ο Κοντός είχε φύγει στο εξωτερικό, μα η απάντηση ήταν αρνητική. Βρισκόταν κάπου στην Ελλάδα.
Ωστόσο, κάτι έμοιαζε να μην πηγαίνει καλά στην υπόθεση. Διαπιστώθηκε ότι το ζευγάρι δεν τα πήγαινε καλά. Οι καβγάδες ήταν η καθημερινότητα τους, αφού ο 35χρονος ήταν... ευερέθιστος και μέθυσος. H Κατερίνα, δύο χρόνια μετά το γάμο τους που έγινε με συνοικέσιο, είχε αποπειραθεί να σκοτώσει το σύζυγό της με ένα τσεκούρι σε ένα χωριό στα Τρίκαλα, όπου έμεναν τότε. Παραπέμφθηκε σε δίκη, αλλά αθωώθηκε λόγω πλήρους συγχύσεως.
Η ντροπή για εκείνη την υπόθεση, οδήγησε το ζευγάρι στο να φύγει από το χωριό και να νοικιάσει ένα σπιτάκι στην περιοχή του Νέου Κόσμου. Και οι δύο εργάστηκαν σε διάφορες δουλειές. Όμως από το Σεπτέμβρη εκείνης της χρονιάς εγκαταστάθηκαν σε ένα σπίτι στο χοιροτροφείο Τρουγκάκου στην Παλλήνη. Εκεί εργαζόταν μέχρι της 25 Μαρτίου. Το μεσημέρι της εθνικής γιορτής πήγαν σε μια ταβερνούλα του «κυρ Βασίλη», που βρισκόταν στην περιοχή. Εκεί γευμάτισαν με τα παιδιά τους και ήπιαν αρκετό κρασί. Δεν κατάφεραν βέβαια να αποφύγουν την κακή τους συνήθεια. Έστησαν καυγά στο ταβερνάκι γιατί η Κατερίνα δεν ήθελε να πάρει ένα κιλό κρασί στο σπίτι τους και ο Χρήστος της έλεγε να πάει στο υπόγειο να «πιάσει» ένα κιλό και να το πάρουν.
Επιστρέφοντας στο σπίτι τους έκαναν ένα ακόμη καβγά και ο Χρήστος απείλησε πως θα την σκοτώσει με ένα μαχαίρι. Τελικά αποφάσισε να φύγει από το σπίτι και να επιστρέψει στην ταβέρνα. Την ώρα που κατέβαινα τα σκαλοπάτια του σπιτιού, η Κατερίνα τον πήρα από πίσω. Στα σκαλοπάτια το σταμάτησα εκείνο το σιδερένιο λοστό που κρατούσε το καταφέρω αλλά παλιά χτυπήματα στο κεφάλι. Ο Χρήστος έπεσε αιμόφυρτος. Του έδωσε κι άλλα χτυπήματα ώσπου τον αποτελείωσε. Έπειτα προσπάθησε να σηκώσει πτώμα και να το μεταφέρει πίσω από την αποθήκη. Δεν τα κατάφερε γιατί ήταν βαρύς. Τον έδεσε με ένα σκοινί και τον έσυρε σε απόσταση τριάντα μέτρων περίπου, πίσω από την αποθήκη, βάζοντάς τον στο χώρο που καίνε τα σκουπίδια. Εκεί τον ράντισε με βενζίνη που είχε για το μοτοποδήλατο του ο Χρήστος.
Του έβαλε φωτιά αλλά το πτώμα δεν μπορούσε να καεί ολόκληρο. Γι’ αυτό το λόγο χρησιμοποίησε καυσόξυλα. Έριξε πάνω στο μισοκαμένο πτώμα ένα μπουκάλι λάδι και λίγη ρακή. Ξανά έβαλε φωτιά και πέτυχε τελικά το σκοπό της. Τα υπολείμματα, δηλαδή μερικά κόκκαλα και την τέφρα τα πέταξε σε έναν από τους βοηθούς του χοιροστάσιο. Στον ίδιο βόθρο έριξα και δύο παντελόνια του Χριστού με τα οποία είχε σκουπίσει τα αίματα στα σκαλοπάτια.
Όλα αυτά βρέθηκαν το πρωινό της 24ης Απριλίου από τους αστυνομικούς στο βόθρο που άνοιξαν με ειδικό συνεργείο. Το προηγούμενο βράδυ Κατερίνα ανακρινόταν από την ασφάλεια και επέμενε ότι ο άντρας της είχε εξαφανιστεί με δύο φίλους του, τον Παντελή και το Θέμη, τους οποίους χαρακτήρισε «αγριανθρώπους και θεριακλήδες». Από τις έρευνες όμως που ακολούθησαν όλη τη νύχτα, διαπιστώθηκε τα πρόσωπα αυτά ήταν ανύπαρκτα και την Κατερίνα μπλόφαρε και ήθελε να παραπλανήσει τους αστυνομικούς. Αυτό που βοήθησε στην εξιχνίαση το φρικιαστικού εγκλήματος είναι η επιμονή του αδελφού του θύματος, ο οποίος παρουσιάστηκε στον ταγματάρχη Κωνσταντίνο Μαραγιάννη και του είπε ότι «αυτή η παλιοσκύλα σκότωσε τον αδερφό μου».
Ο ρόλος του εργοδότη στην εξιχνίαση
Η Κατερίνα την επόμενη μέρα μετά τον φόνο είχε πει στον ιδιοκτήτη του χοιροστασίου ότι ο Χρήστος την εγκατέλειψε και πως θα έφευγε με τα παιδιά της, όποτε θα έπρεπε να βρει άλλους υπαλλήλους. Όμως ο ιδιοκτήτης ένιωσε πως κάτι δεν πήγαινε καλά και έθεσε σε λειτουργία τον τηλεφωνητή που είχε στο σπίτι που είχε παραχωρήσει την οικογένεια. Όλες οι κλήσεις της Κατερίνας καταγράφηκαν και τις μαγνητοταινίες παρέδωσε ο ιδιοκτήτης στην αστυνομία.
Από εκεί αποδείχθηκε ότι η Κατερίνα είχε αρχίσει να ζητά βοήθεια από φίλους και συγγενείς για την διαβίωση της οικογένειας της από εδώ και πέρα. Κίνηση που φάνηκε ύποπτη στους αστυνομικούς, αφού επρόκειτο για ένα έναν άνδρα που έφευγε συχνά από το σπίτι του και η αντίδραση της Κατερίνας την επόμενη κιόλας ημέρα, έμοιαζε κάπως βεβιασμένη. Μιλούσε μόνο για οικονομική αποκατάσταση χωρίς να αναφερθεί σε ενέργειες για ανεύρεση του εξαφανισμένου συζύγου. Εκτός από τα ύποπτα τηλεφωνήματα, η αστυνομία είχε εντοπίσει αίμα στα σκαλιά του σπιτιού, αλλά δεν μπορούσε να αποδειχτεί αν ανήκε στον Χρήστο Κοντό ή σε κάποιο σφαγμένο γουρούνι.
Ο εργοδότης του ζευγαριού, θα καταθέσει στην αστυνομία, πως είχαν ομηρικούς καβγάδες μεταξύ τους και πως ο Χρήστος Κοντός έπινε συνεχώς, «έφευγε από τη δουλειά και έδερνε αλύπητα τη γυναίκα του», αν και όπως ο ίδιος είχε διαπιστώσει, την αγαπούσε και τη ζήλευε. Τον ίδιο βίαιο χαρακτήρα περιέγραψε και ο κτηνίατρος του χοιροστασίου, υποστηρίζοντας πως μια φορά ο Χρήστος είχε μαστιγώσει την Κατερίνα. «Με αυτό το μαστίγιο θα μπορούσε να τη σκοτώσει», είπε χαρακτηριστικά.
Η ομολογία και η αναπαράσταση
Μέχρι και την εύρεση των οστών του Χρήστου Κοντού, η Κατερίνα επέμενε στην εξαφάνιση του. Μετά την αποκάλυψη ότι στον δεύτερο βόθρο του χοιροστασίου και μέσα σε μια σακούλα βρέθηκαν ματωμένα ρούχα που ανήκαν στον Χρήστο, η Κατερίνα «έσπασε» και ομολόγησε πως είχε δολοφονήσει τον άντρα της στις 25 Μαρτίου και ακολούθως τον είχε κάψει με βενζίνη και τα απομεινάρια τα είχε ρίξει στον βόθρο για να τα εξαφανίσει.
«Στάχτη έπρεπε να γίνει, στάχτη τον έκανα», είπε στους αστυνομικούς.
Την επόμενη μέρα, μεταφέρθηκε στο χοιροστάσιο για την αναπαράσταση του εγκλήματος. «Δύναμη από δεκάδες χωροφύλακες συγκρατούσε τα αδέλφια και άλλους συγγενείς και φίλους του θύματος, που όρμησαν δύο φορές να την λιντσάρουν με φωνές: “Σκοτώστε την πόρνη”. Για μια στιγμή ένας από τους αδελφούς του νεκρού όρμησε να σηκώσει και να ανατρέψει το Ι.Χ. επιβατικό αυτοκίνητο μέσα στο οποίο βρισκόταν, ανάμεσα σε χωροφυλακίνες και χωροφύλακες, η συζυγοκτόνος» έγραφε η Ελευθεροτυπία.
Η στυγερή δολοφονία προκάλεσε δεκάδες πρωτοσέλιδα, με την εφημερίδα «Απογευματινή» να φιλοξενεί αφήγηση της 6χρονης κόρης του ζευγαριού, στην οποία περιέγραφε πως η μητέρα της, μέσα στην κουζίνα του σπιτιού, χτύπησε τον πατέρα της στο κεφάλι και στη συνέχεια τον έσυρε έξω από το σπίτι και τον έκαψε, βάζοντας επάνω του ξύλα. «Μας είπε ότι έκαιγε λάστιχα όταν την ρωτήσαμε για την φωτιά. Εμείς δεν μιλήσαμε γιατί φοβηθήκαμε ότι θα πάει στη φυλακή».
Η δίκη
Τον Φεβρουάριο του 1980 η Κατερίνα θα καθίσει στο εδώλιο του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου. Μαζί της είχε και το 3 μηνών μωρών της, με την οικογένεια του θύματος να αμφισβητεί την πατρότητά του παιδιού. «Τον σκότωσε για να έχει την ελευθερία της, για να ξεπορτίζει με όλους τους αγαπητικούς της. Έχει έναν εγκληματικό και ατίθασο χαρακτήρα», κατέθεσε στο δικαστήριο ο αδελφός του θύματος. Στον αντίποδα των καταθέσεων των συγγενών του Χρήστου, βρέθηκαν οι μαρτυρίες που έκαναν λόγο για το βίαιο χαρακτήρα του θύματος. «Έπινε πολύ, ήταν μέθυσος! Ένα βράδυ προσπάθησε να με μαχαιρώσει» είπε ο ιδιοκτήτης της ταβέρνας που σύχναζε το θύμα.
«Τεμπέλη και βάρβαρο» περιέγραψε τον άνδρα της η Κατερίνα, υποστηρίζοντας ότι την έβριζε και την χτυπούσε αλύπητα. «Το πιοτό ήταν το πάθος του. Όλο φασαρίες έκανε και με απειλούσε με μαχαίρι. Ήταν αλκοολικός, δεν μπορούσε να ζήσει χωρίς το πιοτό. Έπινε πρωί, μεσημέρι, βράδυ. Εγώ δούλευα μέρα-νύχτα για να μην πεθάνουμε από την πείνα. Αντί να με ευχαριστήσει, με σακάτευε στο ξύλο. Για να μην με κτυπάει, αναγκάστηκα να του πως είμαι έγκυος και τότε εκείνος με απείλησε ότι θα με σφάξει» είπε στην απολογία της.
Περιγράφοντας όσα έγιναν το μοιραίο βράδυ, η Κατερίνα έδωσε μια ένα εκδοχή για την υπόθεση: «Ήταν από το πρωί ως το βράδυ μεθυσμένος. Ζήτησε ένα μπουκάλι κονιάκ που το είχα κρυμμένο, αλλά αρνήθηκα να του το δώσω. Μου φώναξε αγριεμένος πως θα με σφάξει. Αναγκάστηκα να του το δώσω. Έπειτα πήγαμε στον γείτονά μας, τον μπάρμπα-Βασίλη, όπου ήπιε μπόλικο κρασί. Γυρίσαμε σπίτι και τότε ξαναρίχτηκε πάνω μου και με αυτόν τον βούρδουλα με σακάτεψε στο ξύλο» μπροστά στη μεγάλη μας κόρη. Έβαλα τα παιδιά να κοιμηθούν κάτω από το κρεβάτι και εκείνος κρατώντας μαχαίρι, φώναζε: "Πού είσαι βρε π…; Πού έχεις βάλει τα παιδιά; «. Ζαλισμένη από τα κτυπήματα, ούτε ήξερα τι έκανα. Άρπαξα μια σωλήνα και ενώ εκείνος ανέβαινε τη σκάλα, τον κτύπησα». Η συνέχεια ήταν γνωστή, αν και εξήγησε με λεπτομέρειες πως «ξεφορτώθηκε» το πτώμα, ζητώντας από το δικαστήριο να λυπηθεί τα παιδιά της και όχι εκείνη.
Το επόμενο πρωί, το δικαστήριο με οριακή πλειοψηφία (4-3) έκρινε ένοχη την κατηγορούμενη για ανθρωποκτονία από πρόθεση, ιδιαζόντως απεχθή και την καταδίκασε σε ισόβια κάθειρξη.
Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Newsbomb.gr.