Ο μονόφθλαμος γόης: Σκότωσε τον σύζυγο της ερωμένης του, όταν τους συνέλαβαν για μοιχεία
Δεκαπέντε χρόνια γάμου συμπλήρωναν το 1965 ο 40χρονος Γιώργος και η 35χρονη Μαρία. Ένας γάμος που από τα πρώτα χρόνια δεν πήγαινε καλά, αφού -όπως θα πουν οι συγγενείς του αργότερα- η Μαρία ήταν άπιστη. Όμως η τελευταία σχέση της ήταν μοιραία για τη ζωή του πατέρα των τριών παιδιών της.
Εκείνη τη χρονιά, η Μαρία αποφάσισε να εγκαταλείψει τον Γιώργο και τα τρία τους παιδιά για να ακολουθήσει τον «γνωστό νταή και γυναικοκατακτητή», όπως έγραψαν οι εφημερίδες, Σπύρο Β. Ο Γιώργος ήταν αδύνατο να φροντίσει τα τρία παιδιά τους και προσπάθησε να την μεταπείσει να επιστρέψει στο σπίτι. Εκείνη προς στιγμή φάνηκε διατεθειμένη να εγκαταλείψει τον εραστή της, όμως ο τελευταίος κατάφερε να την πείσει να ματαιώσει την επιστροφή της στην οικογενειακή εστία.
Μάλιστα, φέρεται να έστειλε μήνυμα στο σύζυγό της Μαρίας ότι εάν επιχειρήσει ξανά να την πείσει να επιστρέψει στο σπίτι θα τον «έβγαζε από τη μέση για να βρουν την ησυχία τους». Ο Γιώργος τότε κατέφυγε στο Αστυνομικό Τμήμα και ανέφερε όσα συνέβησαν, προσθέτοντας ότι απειλείται η ζωή του από αυτόν τον κακοποιό ο οποίος δεν θα διστάσει να πραγματοποιήσει τις απειλές του. Τότε ο αστυνομικός κάλεσε τον 29χρονο Σπύρο στο Αστυνομικό Τμήμα και του ζήτησε να απομακρυνθεί από την σύζυγό του Γιώργου. Εκείνος τότε διαμαρτυρήθηκε, χαρακτήρισε συκοφαντία τα περί σχέσης του με την Μαρία και πρόσθεσε ότι ακριβώς αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο έστειλε μήνυμα στον «αντίζηλο» ότι θα τον σκοτώσει.
«Και θα τον ξεβγάλω, το ξαναλέω σε εσάς, αν δεν το βουλώσει. Αν δεν σταματήσει να λέει πως τα έχω με τη γυναίκα του. Να ανοίξει τα μάτια του καλύτερα, να δει τι γίνεται. Εγώ δεν έχω καμία σχέση» είπε στον αστυνομικό. Όμως ο 40χρονος επέμεινε ότι όσα γνώριζε είναι ακριβή και πως η σύζυγος του έμενε στο σπίτι του 29χρονου γόη, αλλά δεν είχε καταφέρει να τους πιάσει στα πράσα για να βγάλει διαζύγιο και να λήξει οικογενειακή αυτή η περιπέτεια που τόσο είχε πληγώσει τα παιδιά του.
Για κάποιους μήνες ο Γιώργος προσπαθούσε να συμβιβάσει τα πράγματα και να πείσει την Μαρία να επιστρέψει στο σπίτι. Όταν είδε ότι οι προσπάθειες του δεν έχουν αποτέλεσμα, μοναδικός του στόχος έγινε το να καταφέρει να πιάσει τη σύζυγό του επ’ αυτοφώρω με τον εραστή της. Το διάστημα που ακολούθησε ο Γιώργος έλεγε σε φίλους και γνωστούς ότι «θα τους τσουβάλιαζε για να γλιτώσει μια και καλή», αλλά με αυτή την τακτική παραλίγο να βρεθεί κατηγορούμενος για συκοφαντική δυσφήμηση.
Μάλιστα, λίγο καιρό αργότερα όταν έπινε τον καφέ του στο καφενείο «Ποσειδών» στο Παγκράτι με δυο φίλους του, λίγο έλειψε να γίνει μακαρίτης. Όπως χαρακτηριστικά περιγράφει η εφημερίδα Μακεδονία: «Μια ημέρα ενώ έπινε τον καφέ του στο καφενείο Ποσειδών του παγκρατίου με δυο φίλους του, πέρασε από εκεί ο 29 χρόνος οδηγώντας την τρίκυκλη μοτοσικλέτα του. Κατευθύνθηκε με τη μοτοσικλέτα στο πεζοδρόμιο, μόλις αντιλήφθηκε το σύζυγό της φίλης του, ακολουθώντας τις μεθόδους της δολοφονίας «Λαμπράκη». Σκοπός του ήταν να τον βγάλει από τη μέση. Δεν το πέτυχε όμως γιατί εκείνος αντιλήφθηκε εγκαίρως τις προθέσεις του απομακρύνθηκε και κατέφυγε στο εσωτερικό του καφενείου».
Τότε, ο Σπύρος συνελήφθη και παραπέμφθηκε στην εισαγγελία για απόπειρα ανθρωποκτονίας. Μετά την απολογία του προφυλακίστηκε, αλλά λίγο καιρό αργότερα αφέθηκε ελεύθερος με καταβολή εγγύησης. Οι απειλές όμως συνεχίστηκαν παρά τις συστάσεις της αστυνομίας, αλλά και ο 40χρονος δεν έπαψε να καταφέρεται εναντίον του γόη οπωροπώλη που διέλυσε την οικογένεια του.
Σε αυτό το σημείο βρισκόταν τα πράγματα, όταν ο Γιώργος έμαθε εκείνη τη νύχτα ότι η γυναίκα του βρισκόταν στο σπίτι του Σπύρου. Πήρε δυο φίλους του, μπήκε σε ταξί και κατευθύνθηκε προς το Αστυνομικό Τμήμα του Βύρωνα. Ανέφερε στον αξιωματικό υπηρεσίας τι συνέβαινε και του ζήτησε την βοήθεια του. «Εμείς θα πάμε οπωσδήποτε απόψε να τους πιάσουμε. Τόσο καιρό ζητάμε αυτή την ευκαιρία. Σας το λέμε για να είστε σε γνώση, μήπως γίνει κάποια φασαρία» είπε στον αστυνομικό.
Εκείνος με τη σειρά του ζήτησε να περιμένουν για δύο λεπτά για να τους δώσει ένα περιπολικό για συνοδεία. Πράγματι, τα δύο αυτοκίνητα, δηλαδή το περιπολικό και το ταξί, ξεκίνησαν στις 03.40 για το σπίτι του Σπύρου, που βρισκόταν στην οδό Ζωοδόχου Πηγής. Φτάνοντας έξω από το σπίτι ο Γιώργος κάλεσε το Σπύρο να ανοίξει την πόρτα. «Φύγε για να μη σε σκοτώσω» ήταν η απάντηση του νεαρού άνδρα. «Άσε τα νταηλίκια και άνοιξε! Θα μπούμε οπωσδήποτε! Θα περιμένουμε να ξημερώσει και θα σπάσουμε την πόρτα» φώναξε ο Γιώργος.
«Φέρτε χαρτί του εισαγγελέα. Διαφορετικά δεν ανοίγω σε κανένα. Δεν θα μπει κανείς και όποιος θέλει ας δοκιμάσει» είπε και όπλισε την κυνηγετική του καραμπίνα. Ο ήχος του όπλου τάραξε τον αστυνομικό που έσπευσε στο περιπολικό για να καλέσει ενισχύσεις. Στο μεταξύ όμως ο Γιώργος πλησίασε προς το παράθυρο και προσπάθησε να δει μέσα από της γρίλιες τη σύζυγό του. Επειδή αυτό δεν ήταν εφικτό έπιασε ένα καδρόνι και χτύπησε το παράθυρο σπάζοντας τρεις γρίλιες. Επιχείρησε από το άνοιγμα να ρίξει μια ματιά στο εσωτερικό του δωματίου.
Δεν πρόλαβε. Από το άνοιγμα του σπασμένου παραθύρου πρόβαλε η κάννη του όπλου του 29χρονου οπωροπώλη. Τράβηξε τη σκανδάλη και ένα δευτερόλεπτο αργότερα ο Γιώργος κείτονταν νεκρός στο πεζοδρόμιο. Ο Σπύρος πέταξε το όπλο στο δάπεδο του δωματίου, άνοιξε το παράθυρο, πήδησε στο δρόμο και επιχείρησε να φύγει. Ήρθε όμως αντιμέτωπος με το περίστροφο του αστυνομικού και αναγκάστηκε να παραδοθεί. Λίγα λεπτά αργότερα συνελήφθη και η Μαρία, η οποία κρυβόταν στην τουαλέτα του σπιτιού, φορώντας μόνο μια ρόμπα. Οδηγήθηκαν και οι δύο στο Αστυνομικό Τμήμα όπου ομολόγησαν ότι συζούσαν. «Δε με νοιάζει για τον άντρα μου. Για τον Σπύρο στεναχωριέμαι» είπε η Μαρία σοκάροντας τους αστυνομικούς.
Το επόμενο πρωί, οι εφημερίδες θα γράψουν με πηχυαίους τίτλους για τον «μονόφθαλμο δολοφόνο» που σκότωσε τον οικογενειάρχη. Ο 29χρονος Σπύρος είχε χάσει το μάτι του σε καβγά στο Γύθειο κάποια χρόνια νωρίτερα, ενώ οι εφημερίδες της εποχής τον περιέγραφαν ως «τύπο νταή λαϊκής συνοικίας, ο οποίος εμφανιζόταν εις τας κατωτέρας διανοητικώς λαϊκές τάξεις ως ακαταμάχητος αγαπητικός».
Η δίκη, η άστατη νύφη και οι βεντούζες
Το παράνομο ζευγάρι θα οδηγηθεί στις 17 Σεπτεμβρίου της επόμενης χρονιάς στο εδώλιο του Κακουργιοδικείου, εκείνος για ανθρωποκτονία από πρόθεση κι εκείνη για μοιχεία.
«Η νύφη μας ήταν άστατη. Δε φρόντιζε το σπίτι αλλά προτιμούσε τα γλέντια άλλοτε με τον έναν και άλλοτε με τον άλλον. Ο αδερφός μου για χάρη των παιδιών του έκανε υπομονή και προσπαθούσε να την συγκρατήσει από τον κατήφορο που είχε πάρει. Την είχε συγχωρέσει μια φορά κι ήταν διατεθειμένος να κάνει το ίδιο και για μια φορά ακόμη, αλλά τα πράγματα είχαν πάρει πολύ άσχημο δρόμο. Ο κατηγορούμενος τον έβριζε, τον απειλούσε, του πετούσε κατάμουτρα την πιο μεγάλη προσβολή, ότι χαιρόταν τη γυναίκα του και πως γλεντούσε μαζί της κάθε βράδυ. «Έλα όποτε θέλεις το σπίτι μου και θα την βρεις μαζί μου» του έλεγε» κατέθεσε ο αδελφός του θύματος.
Κατά την απολογία του ο Σπύρος υποστήριξε ότι δεν είχε καμία σχέση με την Μαρία, και ότι την κάλεσε στο σπίτι του για να του ρίξει βεντούζες. Μάλιστα, ισχυρίστηκε ότι βρισκόταν σε άμυνα και πως όταν έσπασε το θύμα το παράθυρο του, εκείνος νόμιζε ότι έριξαν εναντίον του χειροβομβίδα και πυροβόλησε από το φόβο του. Οι ισχυρισμοί του δεν έγιναν δεκτοί από τον εισαγγελέα, ο οποίος ζήτησε την ενοχή του χωρίς κανένα ελαφρυντικό για ανθρωποκτονία από πρόθεση, ενώ ζήτησε και την καταδίκη της Μαρίας για μοιχεία.
Το δικαστήριο καταδίκασε σε κάθειρξη 17 ετών και έξι μηνών τον 29χρονο αναγνωρίζοντας ως ελαφρυντικό την ανάρμοστη συμπεριφορά του θύματος, ενώ με φυλάκιση 4 μηνών με αναστολή έκριναν ότι πρέπει να τιμωρηθεί η Μαρία για το αδίκημα της μοιχείας.
Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Newsbomb.gr.