Έγκλημα στο Σούνιο: Η δολοφονία του εργοστασιάρχη με τη ρακέτα
Η ανατριχιαστική φωτογραφία ενός νεαρού άνδρα που δολοφονήθηκε με κατσαβίδι, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι «στο αυτοκίνητο του βρέθηκε ένα περιοδικό με φωτογραφίες ομοφυλοφιλικών ερώτων», έκανε το έγκλημα πρωτοσέλιδο της εποχής.
Επρόκειτο για τον 25χρονο Μανώλη, εργοστασιάρχη με σημαντική οικονομική άνεση, που σίχαμα σε χαρτοπαικτικές λέσχες του Κολωνακίου, έμενε μόνος του σε μια γκαρσονιέρα στα Ιλίσια, ενώ η οικογένεια του διατηρούσε σπίτι σε μια από τις πιο αριστοκρατικές συνοικίες της Αθήνας.
Ο νεαρός άνδρας βρέθηκε νεκρός στις 11 το πρωί, στο 36ο χιλιόμετρο της παραλιακής λεωφόρου Αθηνών – Σουνίου, 50 μόλις μέτρα μακριά από την «τρύπα του Καραμανλή». Το πτώμα του βρέθηκε μέσα στο αυτοκίνητο του μάρκας BMW, στο κάθισμα του οδηγού. Έφερε 16 χτυπήματα περίπου από σιδερένιο όργανο, ενώ τα αίματα είχαν πλημμυρίσει το αυτοκίνητο. Τα χτυπήματα στο παρμπρίζ του αυτοκινήτου και τα πλήγματα στο κεφάλι του νεαρού βιομήχανο φανέρωναν ότι είχε προηγηθεί πάλι μεταξύ δράστη ή δραστών και θύματος.
Τα κλειδιά του αυτοκινήτου δε βρέθηκαν ούτε στο αυτοκίνητο, ούτε στις τσέπες του θύματος. Βρέθηκαν μόνο μία πένσα και πέντε κατσαβίδια, με τα τελευταία να θεωρούνται ύποπτα ως όργανα τα οποία χρησιμοποίησε ο δράστης για να δολοφονήσει. Μάλιστα, ο ιατροδικαστής θεώρησε ότι ένα από τα 16 τραύματα προκλήθηκε με κατσαβίδι που μπήκε από το δεξί μάτι και βγήκε από το μέτωπο.
Το άγριο έγκλημα χρειάστηκε δυόμισι χρόνια, για να διαλευκανθεί, όταν ο δράστης πιάστηκε για την κλοπή ενός φαρμακείου. Η δακτυλοσκόπηση που έγινε στον 21χρονο έφερε ξανά στο προσκήνιο την δολοφονία του βιομηχάνου, καθώς τα δακτυλικά του αποτυπώματα ταυτοποιήθηκαν με αυτά που είχαν εντοπιστεί στο αυτοκίνητο του θύματος. Ο δράστης ομολόγησε και περιέγραψε κάθε λεπτομέρεια του εγκλήματος. Ισχυρίστηκε δε ότι σκότωσε το βιομήχανο γιατί του έκανε άσεμνες προτάσεις και χειρονομίες που του έθιξε τον ανδρισμό.
Όταν όμως το απόγευμα μετά την ομολογία του στον εισαγγελέα, έγινε η αναπαράσταση του εγκλήματος, αν και φαινόταν διατεθειμένος να αναπαραστήσει με κάθε λεπτομέρεια την φρικιαστική δολοφονία του, ξαφνικά άλλαξε γνώμη και δεν απαντούσε στις ερωτήσεις του εισαγγελέα και του ιατροδικαστή. «Δεν θυμάμαι τίποτα. Δεν έχω να απαντήσω τίποτα. Δεν έκανα εγώ το έγκλημα. Είμαι ψυχοπαθές άτομο. Πάσχω από ψυχασθένεια. Δεν σκότωσα εγώ το βιομήχανο» φώναζε.
Η σύλληψη του νεαρού άνδρα ενίσχυσε το σενάριο του σεξουαλικού εγκλήματος αφού μάρτυρες κατέθεσαν πως υπήρξε συνοδός ανδρών έναντι αμοιβής, ενώ υπήρξε και ένας τοξικομανής που είχε ρόλο μεσάζοντα στα ραντεβού του νεαρού και κανόνισε τη μοιραία συνάντηση ανάμεσα στους δύο άνδρες. Σε μία καφετέρια της περιοχής του προφήτη Ηλία στο Παγκράτι, ο δράστης γνωρίστηκε με έναν τοξικομανή με τον οποίο συνδεόταν και ο εργοστασιάρχης. Από τα στοιχεία της έρευνας προέκυψε ότι ο τοξικομανής προμήθευε το τελευταίο με νεαρής ηλικίας αγόρια με τα οποία διασκέδαζε και φυσικά έπαιρνε χρήματα για τις «προμήθειες» του αυτές.
Ο τοξικομανής γνώρισε τον δράστη στον εργοστασιάρχη σε μία καφετέρια. Κάθισαν και οι τρεις στο τραπέζι και συζήτησαν διάφορα θέματα. Το δεύτερο ραντεβού μεταξύ δράστη και βιομήχανου κανονίστηκε σε καφετέρια στο Κολωνάκι, όπου ο δεύτερος του πρότεινε να έχουν σεξουαλική επαφή και ο ίδιος απέρριψε την πρόταση, λέγοντάς του να πάνε μια βόλτα στην παραλιακή για να ξεσκάσουν.
Σύμφωνα με όσα κατέθεσε ο δράστης, μόλις πέρασαν την τοποθεσία «τούνελ του Καραμανλή», ο επιχειρηματίας σταμάτησε το πολυτελές αυτοκίνητο του. Έσβησε τη μηχανή, άνοιξε το ραδιόφωνο και άρχισε να λέει στον 21χρονο άντρα ότι θα τον τακτοποιούσε σε δουλειά δική του. Επάνω στη συζήτηση έκλεισε την ασφάλεια της δεξιάς πόρτας και τον αγκάλιασε. «Εκείνη τη στιγμή είδα ότι είχε βγάλει έξω τα γεννητικά του όργανα. Έπιασε το αριστερό μου χέρι και το τράβηξε για να το βάλει επάνω του ενώ με το άλλο χέρι προσπαθούσε να με αγκαλιάσει και να με φιλήσει. Εγώ του είπα να περιμένει ένα λεπτό για να βγω έξω από το αυτοκίνητο για να ουρήσω. Πετάχτηκα έξω από το αυτοκίνητο έβγαλα το περίστροφο που είχα στην τσέπη μου και πυροβόλησα δύο φορές το κεφάλι του. Εκείνος σπαρταρούσε και τα αίματα πετάγονταν. Αντιλήφθηκα ένα ρόγχο και το σώμα του πήρε μια κλίση προς τα εμπρός. Πανικοβλήθηκα και φοβήθηκα ότι μπορούσα να σηκωθεί και να με πιάσει» είπε ο δράστης του αποτρόπαιου εγκλήματος.
Έπειτα περιέγραψε ότι από τον πανικό του άνοιξε το πορτμπαγκάζ, έπιασε μία ρακέτα που βρισκόταν μέσα σε αυτό και χτύπησε τον επιχειρηματία που ξεψυχούσε στο κεφάλι. Στη συνέχεια πέταξε τη ρακέτα προς τη θάλασσα, πήρε το τσαντάκι του θύματος που περιείχε 6000 δραχμές, γιατί το είχε πιάσει και είχε αφήσει αποτυπώματα, πήρε τα κλειδιά του αυτοκινήτου του προκειμένου να σβήσουν τα φώτα και να μη φαίνονται οι τρύπες που είχαν γίνει στο παρμπρίζ και ξεκίνησε πεζός για την Αθήνα. Ο νεαρός υποστήριξε πως πέταξε το όπλο σε ερημική τοποθεσία και έκανε οτοστόπ σε ένα ζευγάρι, το οποίο τον πήρε με το αυτοκίνητο του μέχρι την περιοχή του Φιξ.
«Όταν κατέβηκα από το αυτοκίνητο συνειδητοποίησα ότι η καμπαρντίνα που φορούσα ήταν γεμάτη αίματα και τότε αποφάσισα να τη σκίσω και να την εξαφανίσω, όπως και το πορτοφόλι του θύματος. Στη διαδρομή μέχρι το σπίτι μου στο Παγκράτι πετούσα κομμάτια της καμπαρντίνας μου σε υπονόμους και κάδους σκουπιδιών. Όταν έφτασα στο σπίτι μου ενημέρωσα τον άνθρωπο που μας είχε φέρει αρχικά σε επαφή και από εκείνο το σημείο και έπειτα εκείνος μου αποσπούσε χρήματα εκβιάζοντας με ότι θα με καταδώσει την αστυνομία».
«Κάλυπτα το δράστη γιατί φοβόμουν»
Στα χέρια των αστυνομικών αρχών έπεσε και ο τοξικομανής που προμήθευε με αγόρια το νεαρό εργοστασιάρχη. Όταν εξετάστηκε από την ασφάλεια παραδέχτηκε ότι αυτός είχε γνωρίσει τους δύο άντρες μεταξύ τους, ενώ υποστήριξε ότι ο δράστης του εγκλήματος τον είχε προειδοποιήσει ότι θα σκοτώσει τον εργοστασιάρχη προκειμένου να τον ληστέψει.
«Ο δράστης ήταν σκληρός. Έφερε πάντοτε μαζί του περίστροφο. Μετά τη δολοφονία δε μιλούσα γιατί φοβόμουν ότι θα με σκότωνε. Γι’ αυτό αποπροσανατόλισα την ανάκριση για την υπόθεση και έλεγα ότι την τελευταία μέρα ο εργοστασιάρχης είχε ραντεβού με κάποιο Πέτρο και απέκρυπτα το πραγματικό όνομα του δράστη και τα πλήρη στοιχεία του» είπε στον εισαγγελέα χωρίς να τον πείσει. Σε βάρος του ασκήθηκε δίωξη για παρασιώπηση εγκλήματος, ψευδορκία και παραπλάνηση των αρχών.
Στις 15 Μαρτίου 1981 ο δράστης της δολοφονίας του εργοστασιάρχη θα βρεθεί απαγχονισμένος μέσα στο κελί του στις φυλακές Κορυδαλλού. «Το παιδί μου είναι ψυχικά άρρωστο. Εδώ και χρόνια τον παρακολουθούν ψυχίατροι. Φανταστείτε ότι την ημέρα της σύλληψής του δεν ήταν σε θέση να αναγνωρίσει ούτε εμένα» είπε ο πατέρας του καταγγέλλοντας τις Αρχές για τη μεταχείριση του παιδιού του. Ο αντεισαγγελέας του Πειραιά Νικόλαος Πατέρας άσκησε ποινική δίωξη κατά του προϊσταμένου της ιατροδικαστικής υπηρεσίας Αθηνών, κατά του διευθυντή των φυλακών Κορυδαλλού και δύο ψυχιάτρων για το θάνατο του νεαρού κρατουμένου.