Δολοφονία Κουκάκι: Τι είπε στο απολογητικό του υπόμνημα ο 55χρονος

Όσα υποστήριξε στο απολογητικό του υπομνημα ο 55χρονος που δολοφόνησε τη σύζυγό του στο Κουκάκι 
Όσα είπε στο απολογητικό του υπόμνημα ο 55χρονος
INTIME

Ζητώντας συγγνώμη για το κακό που προξένησε ξεκίνησε την απολογία του ο 55χρονος που δολοφόνησε την εν διαστάσει σύζυγο του στο Κουκάκι και κρίθηκε προφυλακιστέος.

«Είμαι συντετριμμένος, καταρρακωμένος ψυχολογικά και συναισθηματικά που αφαίρεσα τη ζωή της μοναδικής γυναίκας που αγάπησα και μακάρι να μπορούσα να γυρίσω το χρόνο πίσω. Με τη σύζυγό μου ήμασταν 28 χρόνια παντρεμένοι και αποκτήσαμε δύο τέκνα.

Από τα πρώτα χρόνια της έγγαμης συμβίωσης μας είχαμε προβλήματα και μαλώναμε συχνά. Ποτέ όμως δεν είχα βιαιοπραγήσει σε βάρος της πολλώ μάλλον σε βάρος των τέκνων μας. Όπως καταθέτω και στην προανακριτική μου απολογία μόνο μια φορά, λειτουργώντας κάτω από έντονη συναισθηματική φόρτιση, της έδωσε ένα χαστούκι γιατί την είχα δει τυχαία να φιλιέται με μία προηγούμενη σχέση της ενώ ετοιμαζόμασταν να παντρευτούμε και κυοφορούσε το παιδί μας» ανέφερε στο απολογητικό του υπόμνημα, ενώ ζήτησε να εξεταστεί από ψυχίατρο προκειμένου να διαπιστωθεί η ψυχική του κατάσταση.

Ο ίδιος περιέγραψε πως το θύμα συναπτά συνεχώς εξωσυζυγικές σχέσεις, αποδίδοντας σε αυτές τις συχνές εντάσεις ανάμεσα τους.

«Όσο περνούσαν τα χρόνια με τη σύζυγό μου είχαμε συχνά λεκτικές και μόνο διενέξεις γιατί κατά καιρούς σύνηπτε εξωσυζυγικές σχέσεις. Μάλιστα το έτος 2005 είχε συνάψει σχέση με έναν άντρα ονόματι Παναγιώτη, αυτοκινητιστής το επάγγελμα, από τον οποίο έμεινε έγκυος και έκανε έκτρωση» σημείωσε και πρόσθεσε: «Ωστόσο πάντα την συγχωρούσα γιατί πραγματικά την αγαπούσα και το μόνο που έκανα ήταν εργάζομαι σκληρά προκειμένου να προσφέρω όσο περισσότερα μπορούσα στην οικογένειά μου και να μη λείψει τίποτα τόσο σε αυτήν όσο και στα παιδιά μας».

Η ρήξη στο ζευγάρι ήρθε το 2011, όταν η σύζυγος του του ζήτησε να μείνουν για λίγο χωριστά. Ωστόσο, όπως ο ίδιος περιγράφει, έπειτα από ένα χρόνο γύρισε και πάλι στο σπίτι τους, με τα επόμενα χρόνια να κυλούν με κάποιους καυγάδες και τσακωμούς.

«Το έτος 2019 είχαμε με τη σύζυγό μου έντονη λεκτική διένεξη που είχε σαν αποτέλεσμα να φύγω από την οικία μας και να μετακομίσω σε ακίνητο ιδιοκτησίας μου στο Κουκάκι στην οδό Δημητρακοπούλου. Συγκεκριμένα είχα δει κάποια μηνύματα στο κινητό της και είχα καταλάβει ότι σχεδιάζει να ταξιδέψει με έναν άγνωστο σε εμέ άντρα. Την παρακάλεσα να μην το κάνει αυτό στο γάμο μας, ότι την αγαπούσα και δεν ήθελα να ταξιδέψει. Αυτή ωστόσο παρά τις εκκλήσεις μου πραγματοποίησε το ταξίδι και όταν επέστρεψε διαπληκτιστήκαμε λεκτικά και έφυγα από την οικία μας, ως ανώτερο ανέφερα» εξήγησε ο κατηγορούμενος.

Το διάστημα μέχρι το έγκλημα, ο κατηγορούμενος υποστήριξε ότι επιχείρησε να τα ξαναβρεί με τη σύζυγο του. «Αυτή όμως δεν ήθελε να τα ξαναβρούμε και όταν την ρωτούσα γιατί μου απαντούσε να μη με ενδιαφέρει τι κάνει στη ζωή της και ότι δεν ήθελε να επιστρέψει στην οικία μας. Το μήνα Μάιο του τρέχοντος έτους η σύζυγος μου με ενημέρωσε ότι θέλει διαζύγιο για να φτιάξει τη ζωή της. Αμέσως έπλασα στο μυαλό μου την εικόνα πως μέσα στο σπίτι μου, που με τόσο κόπο και μόχθο μια ζωής έχτισα, διαμένουν τα τέκνα μου και η σύζυγος μου με ένα νέο σύζυγό και εγώ να είμαι απομονωμένος» είπε και συμπλήρωσε πως πήρε την πρωτοβουλία να επιστρέψει στο σπίτι με το έτσι θέλω.

«Δυστυχώς ήταν λάθος να πιστέψω ότι με την επιστροφή μου θα άλλαζα γνώμη στην σύζυγό μου, θα τα ξαναβρίσκαμε και θα διαμέναμε όλοι μαζί σαν οικογένεια αγαπημένοι κάτω από την ίδια στέγη. Η συμπεριφορά τόσο της συζύγου μου όσο και των παιδιών μου ήταν επιθετική προς εμέ. Τα τέκνα μου καταφανώς επηρεασμένα από τη σύζυγό μου δε με ήθελαν κοντά τους πολλώ μάλλον αφού και αυτά ήθελα να κάνουν τη ζωή τους χωρίς τον πατρικό έλεγχο» ανέφερε.

Μια εβδομάδα πριν δολοφονήσει την εν διαστάσει σύζυγο του, υποστήριξε πως την παρακάλεσε να τα ξαναβρούν. «Την αγαπούσα και δεν μπορούσα να ζήσω χωρίς αυτήν, αυτή όμως ήταν ανένδοτη και φώναζε να την αφήσω ήσυχη και να φύγω αμέσως από το σπίτι. Ουδόλως την απείλησα ούτε την χτύπησα. Πριν δύο μέρες πρόσεξα πως η θυγατέρα μας είχε ετοιμάσει τις βαλίτσες της για να πάει ταξίδι. Το ίδιο είχε κάνει και η σύζυγος μου και αμέσως την ρώτησα που θα πήγαινε. Εκείνη μου αποκρίθηκε ειρωνικά ότι δε μου πέφτει λόγος για το τι θα κάνει, ότι θα πήγαινε όπου ήθελε και πως δε χρειαζόταν την άδεια μου. Εγώ της απάντησα με ιδιαίτερη στεναχώρια για τον τρόπο που μου φερόταν πως αυτό δεν είναι σωστό και πως είμαστε παντρεμένοι και δεν μπορεί να φεύγει χωρίς να μου λέει που πάει και με ποιον».

Η ημέρα του εγκλήματος

Περιγράφοντας τον εαυτό του ως ένα ψυχολογικό ράκος από τις συγκρούσεις, εξιστόρησε λεπτό προς λεπτό όσα συνέβησαν και οδήγησαν στο αποτρόπαιο έγκλημα. «Πήγα στην κουζίνα που καθόταν η σύζυγός μου και την ρώτησα γιατί φεύγει και που θα πάει και πως γίνεται να μη με σκέφτεται καθόλου που θέλω να τα ξαναβρούμε. Αυτή άρχισε να μου φωνάζει ότι είμαι ηλίθιος που δεν έχω καταλάβει ότι όλα έχουν τελειώσει μεταξύ μας και να εξαφανιστώ από τη ζωή της. Τότε της αποκρίθηκα πως αφού αισθάνεται έτσι γιατί δε φεύγει από το σπίτι και αυτή μου απάντησε ειρωνικά πως όταν θα έρθει η ώρα θα φύγει και δεν θα της πω εγώ τι θα κάνει και να σηκωθώ εγώ να φύγω από το σπίτι. Πήγα να την πλησιάσω και εξαίφνης μου έριξε μια δυνατή κλωτσιά κοντά στα γεννητικά όργανα και έφυγε προς το σαλόνι και κάθισε στον καναπέ».

Τότε, ο κατηγορούμενος άρπαξε το μαχαίρι, το οποίο -κατά δήλωση του- είχε στραμμένο προς το στήθος του. Εκείνη, σύμφωνα με όσα περιγράφει τον απέτρεψε από το να κάνει κακό στον εαυτό του, κι εκείνος της ζήτησε να τα ξαναβρούν. «Τότε η σύζυγός μου άρχισε να γελάει χαιρέκακα και εν συνέχεια να μου φωνάζει πως είμαι γελοίος, ότι με σιχαίνεται και της προκαλώ αηδία, πως δεν είμαι άντρας και ότι στη ζωή της ήθελε έναν άντρα και όχι κάποιον να τρέχει από πίσω της σαν το σκυλάκι. (…) Μου έριξε μια δυνατή κλωτσιά στο πόδι μου και τότε θόλωσε το μυαλό μου. Δε σκέφτομαι λογικά, άρχισα να τρελαίνομαι, της έριξε μια μπουνιά στο μπράτσο και αυτή άρχισε να φωνάζει βοήθεια. Αρχίσαμε να τσακωνόμαστε και με έβριζε με σκαιές εκφράσεις και τότε άρπαξα το μαχαίρι από το τραπεζάκι και την χτύπησα μια φορά, νομίζω στην αριστερή μεριά του σώματος στα πλευρά της αλλά δε θυμάμαι ακριβώς. Έπεσε κάτω και είδα αίμα να τρέχει από την πληγή, πανικοβλημένος τράβηξα το σεντόνι που ήταν στον καναπέ και προσπάθησα να σταματήσω με αυτό την αιμορραγία».

Σχετικά με το σεντόνι που βρέθηκε τυλιγμένο γύρω της εξήγησε: «Ξαφνικά σταμάτησε να κουνιέται και κατάλαβα ότι είχε πεθάνει. Σηκώθηκα, με το σεντόνι να έχει καλύψει το πρόσωπο της, προφανώς κατά την προσπάθεια μου να σταματήσω την αιμορραγία και όχι δεμένο γύρω από το λαιμό της. Όντας σε κατάσταση σοκ αντιλαμβανόμενος το κακό που είχα προξενήσει και λειτουργώντας μηχανικά έβγαλε τα ρούχα που φορούσα, σκουπίστηκα με μία πετσέτα και έφυγα από την οικία παίρνοντας το κινητό μου και τα κλειδιά του αυτοκινήτου. Κάλεσα τον άντρα της αδερφής της συζύγου μου και του είπα ότι δεν άντεξα άλλο σκότωσα την Κατερίνα και πάω να αυτοκτονήσω και να προσέχει τα παιδιά μου και στη συνέχεια κάλεσα τον υιό μου και του είπα ότι έφυγα από το σπίτι, έγινε μακελειό και να καλέσει την αστυνομία. Οδήγησα προς την παραλιακή ψάχνοντας κάποιο άνοιγμα στο δρόμο προκειμένου να πέσω με το αυτοκίνητο μου και να σκοτωθώ. Κάποια στιγμή ζαλίστηκα και έχασα τον έλεγχο του αυτοκινήτου μου με αποτέλεσμα αυτό να πέσει σε ένα χαντάκι και να τραυματιστώ. Σαστισμένος και έχοντας συνείδηση του γεγονότος πως είχα αφαιρέσει τη ζωή της γυναίκας μου που αγαπούσα και δεν είχε κανένα νόημα η δική μου ζωή, πήρα ένα μαχαίρι που είχα στο ντουλαπάκι του αυτοκινήτου μου και προσπάθησα να κόψω τις φλέβες μου ενώ κατάφερα και χτυπήματα στην κοιλιακή μου χώρα αλλά πάλι δεν κατάφερα να αυτοκτονήσω. Δεν ήθελα πλέον να ζω μετά από αυτό που έκανα».