Δίκη Siemens: Σήμερα η απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου
Οι 22 κατηγορούμενοι αντιμετωπίζουν την κατηγορία ότι ζημίωσαν το ελληνικό Δημόσιο μέσα από τη σύμβαση για την ψηφιοποίηση του ΟΤΕ και εδώ και περίπου ένα χρόνο δικάζονται σε δεύτερο βαθμό. Ήδη από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο είχε τεθεί ζήτημα παραγραφής για ένα μεγάλο μέρος των κατηγοριών, ενώ από τους αρχικά 64 κατηγορούμενους, τελικά το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων απεφάνθη για 54, καθώς οι υπόλοιποι δέκα είχαν φύγει ήδη από τη ζωή.
Σε πρώτο βαθμό καταδικάστηκαν 22 κατηγορούμενοι μεταξύ των οποίων τα πρώην στελέχη της Siemens Hellas, Μιχάλης Χριστοφοράκος, Χρήστος Καραβέλας, Πρόδρομος Μαυρίδης και τα πρώην στελέχη της Siemens Γερμανίας, Χάϊνριχ Φον Πίρερ, Μίκαελ Κουτσενρόιτερ, Ράιχαντ Σίκατζεκ για το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα κατ’ επάγγελμα. Υπενθυμίζεται, ότι πολλοί από τους κεντρικούς πρωταγωνιστές της υπόθεσης φυγοδικούν.
Οι δικαστές του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου χρειάστηκαν 3.997 σελίδες για να περιγράψουν την υπόθεση των «δώρων» του γερμανικού κολοσσού προς τα στελέχη του ΟΤΕ και Έλληνες αξιωματούχους, αλλά και τη δαιδαλώδη διαδρομή του χρήματος και τους τρόπους μέσω των οποίων έφταναν στο κατάλληλο πρόσωπο τα χρήματα για να επιτευχθεί η σύμβαση ψηφιοποιήσης 8002 του ΟΤΕ.
Στο σκεπτικό των δικαστών του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου γινόταν λόγος για μια «πρωτόγνωρη υπόθεση ευρέως γνωστή -και όχι μόνο στην Ελλάδα- ως σκάνδαλο Siemens». Μέσα στις χιλιάδες σελίδες που συνέταξαν οι δικαστές περιγράφονται οι τακτικές των βασικών κατηγορουμένων της υπόθεσης, με αρκετούς από αυτούς να είναι εξαφανισμένοι, μετατρέποντας την ακροματική διαδικασία σε δίκη «φαντασμάτων».
«Στο εσωτερικό της εταιρείας, της μητρικής αλλά και των θυγατρικών εταιρειών της που λειτουργούν ανά τον κόσμο, είχε συγκροτηθεί και λειτουργούσε μία ομάδα με ιδιαίτερα οργανωσιακά και λειτουργικά χαρακτηριστικά. Ο χρόνος συγκρότησης της ομάδας αυτής και τα μέλη που την είχαν συγκροτήσει χάνονται στην αχλή του χρόνου και για το λόγο αυτό δεν είναι δυνατόν να προκύψουν, είναι πάντως βέβαιο ότι ομάδα αυτή λειτουργούσε τουλάχιστον από τη δεκαετία του 1980, αν όχι και από πολύ παλαιότερα ακόμη. (…) Σκοπός της ομάδας αυτής ήταν η προώθηση των εργασιών της εταιρείας με οποιοδήποτε τρόπο, από τους οποίους όχι μόνο δεν αποκλειόταν, αλλά κατά κύριο λόγο εντάσσονταν σε αυτούς παράνομες πληρωμές, δηλαδή δωροδοκίες κρατικών αξιωματούχων, υπηρεσιακών παραγόντων υπουργείων και Δημοσίων υπηρεσιών και υπαλλήλων δημοσίων υπηρεσιών και υπαλλήλων των αντισυμβαλλόμενων με την εταιρεία εταιρειών του ευρύτερου δημόσιου τομέα, σε ολόκληρο το φάσμα των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων της ανά την υφήλιο» αναφέρουν οι δικαστές.
Οι μέθοδοι που χρησιμοποιούσε η ομάδα ήταν πολύπλοκες και βασικός παράγοντας για την εφαρμογή τους ήταν το επίπεδο διαφθοράς κάθε χώρας. «Οι παράνομες αυτές πληρωμές, οι οποίες στην εταιρεία αποκαλούνταν, στο πλαίσιο ενός ευφημιστικού νεολογισμού, ωφέλιμες ή διακριτικές δαπάνες, δεν προορίζονταν μόνο για το χρηματισμό των προαναφερόμενων προσώπων, αλλά και για τη χρηματοδότηση πολιτικών κομμάτων, ιδίως των κομμάτων εξουσίας (κυβερνώντων κομμάτων ή εν αναμονή κυβερνώντων κομμάτων) και πολιτικών προσώπων που προέρχονταν από σημαίνουσες πολιτικές οικογένειες, ώστε να εξασφαλίζεται ένα πλαίσιο σταθερής ανάπτυξης της επιχειρηματικής δραστηριότητας της εταιρείας σε κάθε μία χώρα, χωρίς απρόβλεπτους και ανεπιθύμητους κλυδωνισμούς σε περίπτωση κυβερνητικής μεταβολής» αναφέρεται στο σκεπτικό της απόφασης». Αν και η ομάδα αλλά και οι κινήσεις της είχαν περιοριεσμένη θεατότητα, η ύπαρξη και η λειτουργία της «προκύπτει από το γεγονός ότι το σκάνδαλο Siemens εντοπίζεται και σε άλλες χώρες του εξωτερικού περισσότερες από 100 αλλά και από το γεγονός ότι όταν οι πληρωμές προμηθειών σε αλλοδαπούς αξιωματούχους ποινικοποιήθηκαν στη Γερμανία το σύστημα δεν έπαψε να ισχύει αλλά βρήκε άλλες μεθόδους».
Την ίδια δομή και οργάνωση είδαν οι δικαστές και στον ΟΤΕ τουλάχιστον από τη δεκαετία του 1990. «Σ’ αυτή την ομάδα μετείχε άγνωστος αριθμός υπαλλήλων του οργανισμού, οι οποίοι εκμεταλλευόμενοι την στρατηγική επιλογή του οργανισμού για την ολοκλήρωση της ψηφιοποίησης του δικτύου του, απαίτησαν από τα στελέχη της Siemens και έλαβαν στο πλαίσιο λειτουργίας μιας άρτια δομημένης ομάδας χρηματικά ποσά, τα οποία συνιστούσαν το μεν δικό τους προσωπικό όφελος, το δε άμεση ζημιά του οργανισμού» εξηγεί η απόφαση.
Στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων, της σύναψης και υλοποίησης της προγραμματικής συμφωνίας 8002, διακινήθηκαν από τη Siemens μέσω διαφόρων διαύλων χρηματικά ποσά που αθροιστικά προσεγγίζουν τα 70 εκατομμύρια ευρώ, τα οποία αποτελούσαν μέρος κεφαλαίων που διέθετε η Siemens σε ολόκληρο τον κόσμο για την πραγματοποίηση δωροδοκιών με σκοπό την κατάρτιση συμβάσεων προμήθειας υλικού και υπηρεσιών για την επίτευξη του μέγιστου δυνατού κέρδος για αυτήν, αλλά και για την διαμόρφωση ενός ευνοϊκού πολιτικού κλίματος. «Τα ποσά αυτά διακινήθηκαν μέσω στελεχών κατά το χρόνο εκείνο της μητρικής εταιρείας και της θυγατρικής στην Ελλάδα, Μιχάλη Χριστοφοράκου, Χρήστου Καραβέλα, Ηλία Γεωργίου, Προδρόμου Μαυρίδη κλπ, με σκοπό να χρησιμοποιηθούν – και χρησιμοποιήθηκαν – για τη δωροδοκία του τότε υπουργού μεταφορών και επικοινωνιών Αναστάσιου Μαντέλη, και 13 ακόμη κατηγορουμένων (υπάλληλοι ΟΤΕ)».