Μάτι: Εφιαλτικές καταθέσεις μαρτύρων για την φονική πυρκαγιά
Τη σημερινή συνεδρίαση για τη δίκη ολοκλήρωσαν οι καταθέσεις τριών μελών της οικογένειας Τσάμπρου, που έχασαν τον πατέρα τους αλλά και η κατάθεση της Μαργαρίτας Φύτρου, αδελφή του Γρηγόρη Φυτρου, που έχασε τη ζωή του μαζί με τα δυο παιδιά του το μοιραίο απόγευμα του Ιουλίου του 2018.
«Έχασα τον αδελφό μου μαζί με τα ανήλικα τέκνα του. Επικοινώνησα μαζί του το απόγευμα. Τον μόνο προβληματισμό που εξέφρασα ήταν καιρικές συνθήκες. Τη φωτιά την παρακολούθησα από ΜΜΕ. Έκανα αλλεπάλληλες προσπάθειες επικοινωνίας αμέσως με ζώσανε μαύρες σκέψεις επειδή ήξερα την περιοχή. Στη συνέχεια ακολούθησαν τηλέφωνα σε γνωστούς και φίλους» είπε η Μαργαρίτα Φύτρου και αναφέρθηκε στη συγκλονιστική στιγμή που έμαθε για το θάνατο της ανιψιάς της.
«Στις 3 τα ξημερώματα πήρα τηλέφωνο από τη σύζυγο του αδελφού μου. Μου είπε ότι η Εβίτα βρέθηκε νεκρή, πως έπεσε από κάποιο βράχο» κατέθεσε και συνέχισε: «Πήγα στο Μάτι, συνάντησα τη γειτόνισσα μας που σώθηκε φεύγοντας προς Ραφήνα. Πρώτη έφυγε αυτή, πίσω ήταν αδελφός μου. Η διαδρομή του αδελφού μου προς τη διάσωση ήταν θανάσιμη. Κάποιοι έμειναν στα σπίτια και κάηκαν, άλλοι έμειναν και σώθηκαν. Ο καθένας έκανε ότι καταλάβαινε».
Όπως εξήγησε η μάρτυρας, την επόμενη ημέρα το πρωί, βρέθηκαν εντός του οικοπέδου της οικογένειας Φράγκου, ο μικρός Ανδρέας και αδελφός της. «Διακρινόταν για τη στοργικότητα του ως πατέρας και εάν είχε λάβει στοιχειώδη ενημέρωση θα είχε φύγει νωρίτερα. Το αυτοκίνητο του βρέθηκε ανέπαφο κατά τραγική ειρωνεία στη λεωφόρο Ποσειδώνος. Στις κρίσιμες ώρες που ο αδελφός μου βίωνε αυτό η πολιτεία ήταν παντελώς ανύπαρκτη. Εάν είχε ενεργοποιηθεί 112 θα είχαν σωθεί όπως γίνεται σήμερα. Καμία προετοιμασία, κανένας σχεδιασμός. Όλοι έπρατταν κατά δική τους κρίση. Εάν είχε δεχθεί βοήθεια θα ζούσαν. Έτσι έγινε η εκατόμβη των θυμάτων. Μετά από εννέα μήνες, έφυγε και ο πατέρας με αυτόν τον καημό. Είναι λελογισμένο και επιβεβλημένο όλοι αυτοί που δεν έσπευσαν, για λάθη και παραλείψεις πολιτείας, να οδηγηθούν ενώπιον της δικαιοσύνης και να τιμωρηθούν. Να δώσει το δικαστήριο μία δίκαιη τιμωρία για υπαίτιους».
Η οικογένεια Τσάμπρου
Τις δραματικές στιγμές που έζησε αναζητώντας τον πατέρα της, τον οποίο τελικά εντόπισε απανθρακωμένο στο αμάξι του, περιέγραψε στο δικαστήριο μια ακόμη μάρτυρας που κατέθεσε στη σημερινή συνεδρίαση της δίκης για τη φονική πυρκαγιά στο Μάτι Αττικής τον Ιούλιο του 2018. Ακολούθησε η κατάθεση του αδελφού της που βίωσε τον πύρινο εφιάλτη εκείνου του απογεύματος, αλλά και της μητέρας τους που έχασε τον άνθρωπο της μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα.
«Όσοι σώθηκαν, σώθηκαν από θαύμα, ήμασταν μόνοι μας…» ανέφερε η γυναίκα που από την τηλεόραση κατάλαβε ότι υπάρχει φωτιά στο Νέο Βουτζά. «Αμέσως κάλεσα το πατέρα μου, μου είπε ήταν όλοι καλά στο σπίτι. Μίλησα με τον πατέρα μου στις 17:41. Μου είπε ότι θα ξεκινήσουν να μαζεύουν τα πράγματά τους για να φύγουν, έπρεπε να βάλουν στο αμάξι τον παππού και το σκύλο μας. Έφυγαν με δυο αυτοκίνητα. Στο ένα ήταν ο πατέρας μου με το σκύλο μας. Στο άλλο ο αδελφός μου, η μητέρα μου και ο παππούς μου. Περίπου 100 μέτρα από το σπίτι μας ξαφνικά τους περικύκλωσε ένα μαύρο πέπλο καπνού, ο αδελφός μου έκανε αναστροφή και προσπάθησαν να φύγουν από άλλη κατεύθυνση. Εκείνες τη στιγμές προσπαθούσα να τους καλέσω. Το τηλέφωνο του πατέρα μου απάντησε και έκλεισε κατευθείαν. Χάθηκε κάθε επικοινωνία. Με τον αδελφό μου που μίλησα μου είπε ότι είχαν φτάσει σε ένα ξέφωτο στο Ν. Βουτζά» είπε η Παρασκευή Τσάμπρου.
Όταν η ίδια έφτασε στην περιοχή, ξεκίνησε μαζί με τον αδελφό της που κατάφερε να ξεφύγει με το δεύτερο αυτοκίνητο, να αναζητούν τον πατέρα τους. «Ο αδελφός μου και εγώ αρχίσαμε να ψάχνουμε. Πήγαμε στο κέντρο Υγείας Ραφήνας στις 2: 30 το βράδυ. Μας είπαν ότι το είχαν εκκενώσει. Μας προέτρεψαν να πάμε στο Λιμάνι της Ραφήνας που βγάζανε ανθρώπους με βάρκες. Δε βρίσκαμε τίποτα. Στο λιμεναρχείο μας είπαν να δηλώσουμε τον πατέρα μου αγνοούμενο».
Όπως εξήγησε, βρήκε κάποιο εθελοντή και επιχείρησε να πάει προς το σπίτι για να αναζητήσει τον πατέρα της. «Μπήκαμε στο σπίτι και ενώ ψάχναμε και συνειδητοποιήσαμε ότι το σπίτι καίγονταν. Φωνάξαμε ένα Πυροσβεστικό αλλά χωρίς ανταπόκριση. Ο εθελοντής και ένας ακόμη μπήκαν στο σπίτι μας με κίνδυνο της ζωής τους, δεν είχαν τίποτα για προστασία. Κατάφεραν να περιορίσουν τη φωτιά διαπίστωσαν ότι ο πατέρας μου δεν ήταν μέσα» είπε η μάρτυρας που στη συνέχεια περιέγραψε λεπτό προς λεπτό τη συγκλονιστική στιγμή που βρήκε τον πατέρα της απανθρακωμένο.
«Όταν έφτασα στο αυτοκίνητο και αφού έσκυψα και κοίταξα δεν είδα τίποτα και πήγα να φύγω. Και κάποιος τότε μου φώναξε – δε ξέρω ποιός – "κοίταξε καλύτερα". Είδα τον πατέρα μου πεσμένο στη θέση του συνοδηγού με τα χέρια του να κρατάει το κεφάλι. Μου είπαν ότι δεν μπορώ να είμαι σίγουρη ότι είναι ο μπαμπάς μου αυτός. Τους ζήτησα να ανοίξουν το πορτ μπαγκάζ, γιατί ήξερα ότι είχε βάλει το σκύλο μέσα για να μην φοβηθεί. Δε το κάνανε. Το έκανα εγώ. Πήρα το κινητό μου και έριξα φως στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου και είδα τον σκύλο μέσα. Τους είπα ότι σε αυτό το αμάξι βρίσκεται πλήρως απανθρακωμένος ο πατέρας μου. Το αυτοκίνητο είχε λιώσει αλλά η πινακίδα μπορούσε να αναγνωριστεί» είπε με λυγμούς προς το δικαστήριο.
Ωστόσο, η μάρτυρας περιέγραψε το χαος που ακολούθησε και τις επόμενες ημέρες. «Έφυγα δεν μπορούσα να κάνω κάτι άλλο. Τον πατέρα μου πήγαν να τον παραλάβουν επτά το πρωί. Κανείς δε με ενημέρωσε για τα επόμενα στάδια. Μόνη μου έψαξα για να βρω τηλέφωνα και τις υπηρεσίες που θα έπρεπε να πάω. Μου είπαν αρχικά για Γουδί και μετά μου είπαν "κακώς σας είπαν να πάτε στο Γουδί έπρεπε να πάτε στο Σχιστό". Μετά μας έστειλαν πάλι στο Γουδί, όλη την ημέρα αυτή η ιστορία, πέρα δώθε».
Κλείνοντας την κατάθεση της έκανε λόγο για «θαύμα» αναφερόμενη στο γεγονός ότι ο αδελφός της με την υπόλοιπη οικογένεια κατάφερε να ξεφύγει και να ζήσει. «Δεν υπήρχε κανείς να ενημερώσει τους κατοίκους ότι έπρεπε να φύγουν, να εκκενώσουν. Απλά τους άφησαν έτσι στο έλος. Ο παππούς μου, η μητέρα μου και ο αδελφός μου σώθηκαν από θαύμα» ξέσπασε και συμπλήρωσε ότι δυο μήνες νωρίτερα είχε συμβεί το ίδιο στην περιοχή, χωρίς να υπάρξουν θύματα.
«Είχε γίνει μια πολύ ωραία άσκηση ετοιμότητας. Η ειρωνεία είναι ότι υπήρχαν τα ίδια δεδομένα, ίδιοι άνεμοι, οι ίδιες συνθήκες. Αλλά εκεί λειτούργησαν όλα άψογα, γιατί κατάφεραν να συντονιστούν όλοι, εναέρια μέσα ΕΚΑΒ, Αστυνομία, Drones. Αλλά 2,5 μήνες μετά δεν λειτουργούσε τίποτα. Ίδια περιοχή, ίδιες συνθήκες. Σε παλαιότερες πυρκαγιές μας είχε κάνει εντύπωση ότι είχε περάσει αεροπλάνο και είχε ρίξει υγρό ειδικό. Σε άλλες πυρκαγιές πέρναγε περιπολικό με μεγάφωνα και έλεγε «εκκενώστε». Αυτή τη φορά τίποτα. Από τότε προσπαθούμε να καταλάβουμε τι πήγε λάθος. Όλα πήγαν λάθος, ήταν μόνοι τους και όσοι σώθηκαν, σώθηκαν από θαύμα. Αεροπλάνα είδα την επόμενη ημέρα αφού είχε σβήσει η φωτιά. Ήταν όλες οι δυνάμεις στη Κινέττα» είπε χαρακτηριστικά.
«Δεν πρόλαβε να κάνει αναστροφή και απανθρακώθηκε»
Ακολούθησε η κατάθεση του αδελφού της, Νικόλαου Τσάμπρου, ο οποίος έζησε τις δραματικές στιγμές της φωτιάς και κατάλαβα ότι ο πατέρας του, που οδηγούσε άλλο αυτοκίνητο χάθηκε στις φλόγες.
«Εγώ σχόλασα στις 17.15. Υπήρχε καπνός. Εκείνη την ώρα κατάλαβα ότι θα γίνει κακό.
Είδα σκούρο μαύρο καπνό και φλόγες από την ταράτσα. Γύρω στις 17.50 φύγαμε από το σπίτι μας. Όλοι εκείνη την ώρα έφευγαν. Αν περνούσα να φύγω για τη δεύτερη είσοδο, ήταν αδύνατο να περάσω βασικά. Έκανα αναστροφή. Ο πατέρας μου ήταν ένα αυτοκίνητο πιο πίσω από μένα. Κάνω αναστροφή να φύγω από την πρώτη είσοδο. Ένας γείτονας που φωνάζει να τον ακολουθήσω για να φύγω από άλλο δρόμο κάνω δεύτερη αναστροφή. Ήταν τελευταία φορά που είδα τον πατέρα μου» είπε ο μάρτυρας.
Ο ίδιος περιέγραψε ένα σκηνικό τρόμου μέσα στο αυτοκίνητο, με «πύρινες μπάλες» να πέφτουν αριστερά και δεξιά και «εκρήξεις πολέμου» να ακούγονται παντού. «Είχα κλείσει παράθυρα. Έπεφταν πύρινες μπάλες δεξιά και αριστερά. Ακουγόντουσαν εκρήξεις, επικρατούσε μια κατάσταση σα να είμαστε σε πόλεμο. Θεωρούσα ότι ο πατέρας μου ακολουθούσε από πίσω. Οδηγηθήκαμε πολύ γρήγορα στην πρώτη είσοδο του Βουτζά. Περιμέναμε με τη μητέρα μου μέσα στο αυτοκίνητο τον πατέρα μου αλλά δεν ερχόταν. Είδαμε τη φωτιά να περνάει τη Μαραθώνος. Έπαιρνα τηλέφωνο τον πατέρα μου και δεν τον έβρισκα. Περιμέναμε, περιμέναμε και δεν υπήρχε ανταπόκριση. Σταμάτησε να χτυπάει το κινητό του. Ο πατέρας μου πρέπει να απανθρακώθηκε γύρω στις 18.00.
Το λέω αυτό γιατί το αυτοκίνητο το βρήκα αργότερα στο σημείο, που σημαίνει ότι πήγε να κάνει αναστροφή και δεν τα κατάφερε».
«Από θαύμα ζήσαμε! Μπροστά και πίσω κάηκαν όλοι»
«Πάμε να φύγουμε από τη δεύτερη είσοδο κι έρχεται ένα μαύρο κύμα. Είχε φωτιές παντού, δεξιά κι αριστερά. Κάναμε αναστροφή με το αυτοκίνητο να φύγουμε από την πρώτη είσοδο και μας φώναξε ένας γείτονας να φύγουμε από αλλού. Κανείς δεν είχε καταλάβει τίποτα! Κανείς! Κανείς! Ούτε σειρήνες είχε, ούτε τίποτα!» ξέσπασε η Μαρία Τσάμπρου μητέρα των δυο προηγούμενων μαρτύρων που έχασε το σύζυγο της στη φωτιά.
«Μαρτύρησε ο σύζυγος μου. Από θαύμα ζήσαμε, όλοι οι άλλοι μπροστά και πίσω μας καμένοι. Δεν ξέρω πως ζήσαμε. Έξι άτομα στη γειτονιά μας» είπε και συμπλήρωσε: «Που ήταν το κράτος να μας ειδοποιήσει; Δεν ξέραμε για φωτιά! Ζούμε μέσα στην Αθήνα. Μέσα στο κέντρο της Αθήνας είναι δυνατό; Ένα πυροσβεστικό δεν άκουσα! Μια σειρήνα δεν άκουσα! Τόσος κόσμος! Τόσα παιδιά, τόσες οικογένειες!».
Εισαγγελέας: Ζητήσατε κάποια εξήγηση;
Μάρτυρας: Τι να την κάνω την εξήγηση; Δε μπορούσα να σταθώ στα πόδια μου. Έχασα τον άντρα μου. Να μου πουν τι; Γιατί δεν μπόρεσαν;
Ακολουθήστε το Newsbomb και στο κανάλι μας στο YouTube.