Από το Μάτι στη Λούτσα βρέθηκε πνιγμένη η μητέρα της Παναγιώτας Μαλαίνου, που με λυγμούς είπε στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο πως αν και γνώριζαν οι Αρχές τον θάνατό της από τις πρώτες ώρες, της το είπαν μέρες μετά.
«Αν μου το έλεγαν τότε, θα την αναγνώριζα εκείνη τη στιγμή, όχι ένα ανθρωπάκι της Μισελέν που μου έδειξαν μετά. Την είδα έπειτα από μέρες και απαρνήθηκα την ίδια τη μητέρα μου! Δεν την αναγνώριζα» είπε και ξέσπασε σε κλάματα.
«Όταν είδαν τον καπνό ξεκίνησαν να φύγουν. Η μαμά μου πήρε την Ειρήνη την ανιψιά μου σε μια φιλική οικογένεια που είχε αυτοκίνητο. Όταν έφτασαν εκεί τα αμάξια ήταν εγκλωβισμένα. Αναγκάστηκαν όλοι να πάνε στην Αργυρά ακτή. Άρχισαν να έρχονται καιόμενα κλαδιά και καύτρες και μπήκαν στη θάλασσα. Η ακτή αυτή είναι σαν σκούπα. Είχε τεράστιο θερμικό φορτίο. Μπήκαν στη θάλασσα. Η οικογένεια Παπαθέου και η ανίψια μου διασώθηκαν από ένα ψαράδικο. Η θάλασσα τη μητέρα μου παρέσυρε στη Λούτσα τη συνέλεξε κι εκείνη το ψαροκάικο, αλλά ήταν νεκρή» είπε η μάρτυρας.
«Γιατί κλείσαν οι δρόμοι; Τα αυτοκίνητα ήταν μάζες λιωμένες. Είπα είμαι στη Βηρυττό; Δεν περίμενα να δω τέτοιες εικόνες. Τα πάντα σβηστά και λιωμένα. Ένιωσα τον τρόμο που βίωσε αυτό το παιδάκι, που έχασε τη γιαγιά της. Η οικογένεια μας ζει με αυτή τη σκιά αυτά τα 4 χρόνια. Η Ειρήνη μου τα δυο πρώτα χρόνια άφησε το σχολείο κι έκανε εκπαίδευση κατ’ οίκον» ανέφερε η μάρτυρας και περιέγραψε την περιπέτεια της αναζήτησης της μητέρας της και της αναγνώρισης της σορού της.
«Πήγα στο λιμεναρχείο να ρωτήσω για τη μητέρα μου και την ανιψιά μου. Έλεγα τα ονόματα. Την ανιψιά μου τη βρήκαν αμέσως, μου είπαν ότι την έχουν βρει. Όταν έλεγα το όνομα της μητέρας μου πηγαινοέφερναν ένα χαρτί και μου έλεγαν δεν ξέρουμε ψάξτε. Τότε όταν ήμουν στο Λιμεναρχείο δεν μπορούσα να φανταστώ ότι θα έχει παρασυρθεί τόσο στη θάλασσα. Είχε φτάσει στη Λούτσα. Πήγα στη Ραφήνα στο αστυνομικό τμήμα, ξαναγύρισα στο Λιμεναρχείο κατά τις 9 μου είπαν ότι ήταν νεκρή» ανέφερε η μάρτυρας.
Πολιτική αγωγή: Είχατε την αίσθηση ότι υπήρχε δεύτερη λίστα με όσους είχαν χαθεί;
Μάρτυρας: Ναι. Αν μου το έλεγαν τότε, θα την αναγνώριζα εκείνη τη στιγμή, όχι ένα ανθρωπάκι της Μισελέν που μου έδειξαν μετά. Την είδα έπειτα από μέρες και απαρνήθηκα την ίδια τη μητέρα μου! Δεν την αναγνώριζα.
«Είδα τον πρώτο νεκρό στις 17:30-18.00, ήταν κάρβουνο»
Ήσυχος πως η φωτιά θα ελεγχθεί, ο Ευάγγελος Κωστόπουλος είπε στον πατέρα του να μην ανησυχεί. «Κάποια στιγμή χτυπάει το τηλέφωνο και με πήρε η αδελφή μου. «Τρέχα γρήγορα οι γονείς μας καίγονται!». Άνοιξα την τηλεόραση κι έπαθα σοκ. Πήρα το μηχανάκι και προσπάθησα να φτάσω. Πέρασα και την κορδέλα στη διασταύρωση της Ραφήνας. Θεώρησα ότι ίσως από εκεί θα μπορούσα να περάσω. Οι γονείς μου είχαν ειδικές ανάγκες. Η μητέρα μου ήταν με οξυγόνο, είχε ΧΑΠ. Προσπάθησα να μπω από την πρώτη είσοδο, αλλά σταμάτησα από τις φλόγες. Μετά από πέντε λεπτά γύρω στις 17.30-18.00 η φωτιά είχε φτάσει στη θάλασσα».
Όπως περιέγραψε ο μάρτυρας που κατάφερε να «τρυπώσει» στο Μάτι, «στην κατηφόρα προς το κόκκινο λιμανάκι είδα τον πρώτο νεκρό. Κάρβουνο. Ένας άλλος με μηχανακι είχε κοκκαλωσει και κοίταζε. Έφτασα κοντά στο σπίτι. Το τοπίο ήταν τρομακτικό. Δεν καταλάβαινες αν το σπίτι σου υπάρχει ή οχι. Κοίταζα τα διπλανό σπιτι και είχε μια φλόγα 20 μέτρα. Δυο αμάξια καιγόντουσαν έξω από το σπίτι μας. Έτρεχαν όλα αλουμίνια ζάντες. Βρήκα τη μητέρα μου πεσμένη πίσω από το σπίτι. Κάηκε από το θερμικό κύμα. Η φλόγα ήταν 5 μέτρα από εκείνη. Προσπάθησα να πλησιάσω κι έπεσα κάτω. Έμεινα να δέκα λεπτά. Ο αρχηγός της πυροσβεστικής μου είπε ότι βίωσα 300 βαθμούς τουλάχιστον».
Έχοντας βρει νεκρή τη μητέρα του, άρχισε να αναζητά τον πατέρα του. Τον εντόπισε στο πάτωμα του σπιτιού, μέρος του οποίου καιγόταν. «Απομακρύνθηκα και φώναζα στον πατέρα μου. Εκείνος φώναζε αλλά ήταν κάτω, καιγόταν η κουζινα. Και ο πατέρας μου με ΧΑΠ. Ήταν καμένος στα χέρια και τα πόδια. Μπήκα ερποντας, τον τράβηξα. Το μόνο αμάξι που είχε καεί ήταν το δικό μας. Ευτυχώς είχε τα κλειδιά στην τσέπη του. Ξεκινήσαμε πάλι από τον ίδιο δρόμο. Πήγαμε προς Ραφήνα, ήταν σε πολύ άσχημη κατάσταση. Πήγαμε στο Σωτηρία δεν μας δέχτηκαν και μετά στον Ευαγγελισμό. Τον διασωλήνωσαν αμέσως. Είναι σε πολύ δύσκολη κατάσταση. Θα ήθελε να έχει φύγει. Προσπαθούμε να συνέλθουμε».
«Ο γιος μου εγκλωβίστηκε στο δρόμο του θανάτου»
Σοκαριστική ήταν η κατάθεση του Ευάγγελου Χαμηλοθώρη, που έχασε το γιο του στη φωτιά και στη συνέχεια τη σύζυγο του, που δεν άντεξε την απώλεια του παιδιού της. «Ήμουν στο σπίτι με την αείμνηστη σύζυγο μου όταν μάθαμε για τη φωτιά. Ο γιος μου εργαζόταν και σχόλασε στις 6. Μιλήσαμε και του είπαμε να προσέχει γιατί έχει φωτιά. Γύρω στις 18.30 είχαμε μια επικοινωνία. «Μπαμπά μας έμπλεξαν με τη φωτιά». Εκείνη την ώρα ακούστηκε ένα μπαμ και κόπηκε η επικοινωνία. Θεωρήσαμε ότι έπεσαν οι γραμμές λόγω της φωτιάς. Έπειτα από μια ώρα πήγαμε στη αστυνομικό τμήμα της Ραφηνας να ρωτήσουμε αν υπάρχει εικόνα για τραυματίες ή νεκρούς. Αρχίσαμε την αναζήτηση του σε όλα τα νοσοκομεία. Συνεχίσαμε να ψάχνουμε και η κόρη μου έδωσε dna. Έδωσα κι εγώ και μου ανακοίνωσαν ότι ταυτοποιήθηκε η σορός. Ο γιος μου επέστρεφε από την εργασία του στο σπίτι μας στο Μαραθωνα. Εγκλωβίστηκε στο δρόμο του θανάτου, όπως τον λέμε πια».
Ο μάρτυρας περιέγραψε ότι ο ιατροδικαστής του είπε πως το παιδί του δεν ταλαιπωρήθηκε γιατί είχε προηγουμένως λιποθυμήσει από τον καπνό. «Αυτό υποτίθεται είναι μια παρηγοριά. Η συζυγος μου δεν είχε κανένα πρόβλημα υγείας. Από εκείνη την ημέρα κλείστηκε στον εαυτό της. Ύστερα από λίγο καιρό έπαθε καρδιακή προσβολή την ώρα του ύπνου. Γι’ αυτό δεν είναι εδώ. Μια ευχή μόνο, να μη ξαναγίνει τέτοιο πράγμα».