Μαρτυρία-Μάτι: «Ένας να μας είχε ειδοποιήσει, τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά»
«Υπήρχε κατάσταση πανικού από το πουθενά και ξαφνικά. Υπήρχε μποτιλιάρισμα. Αφήσαμε το αυτοκίνητο και πήγαμε στη θάλασσα με την φωτιά να μας ακολουθεί. Δεν είχαμε άλλη επιλογή...Αν είχαμε καθυστερήσει να φύγουμε δύο τρία λεπτά η φωτιά θα μας είχε προλάβει και θα είχαμε καεί μέσα στο αυτοκίνητο. Δεν υπήρχε κάποιος να μας ειδοποιήσει. Να χτυπήσει μια καμπάνα. Ένας να είχε ειδοποιήσει κάποιον θα είχαμε φύγει και τα πράγματα θα ήταν τελείως διαφορετικά...» είπε με λυγμούς.
Όπως εξήγησε, στη θάλασσα μπήκαν 4 και βγήκαν 2. «Τα κουκουνάρια που καίγονταν έπεφταν πάνω μας. Και για να μην καούμε τρέχοντας μπήκαμε στο νερό. Μετά από αρκετή ώρα, η φίλη μας, η Αιμιλία πέθανε. Η μητέρα μου θεώρησε σωστό να την κρατήσει δίπλα της γιατί πιστεύαμε ότι κάποιος θα έρθει να μας μαζέψει. Ήθελε να την πάει στα παιδιά της» είπε χαρακτηριστικά.
Λίγη ώρα αργότερα, ο αδελφός της Βίκτωρας άρχισε να παραπονείται για κράμπες στα πόδια. «Μόλις αντιλήφθηκε ότι η Αιμιλία δεν ήταν στη ζωή πανικοβλήθηκε. Μετά από δύο κύματα ο Βίκτωρας έφυγε. Ήταν γυρισμένος ανάποδα. Η μαμά μου δεν ξέρω πως άντεξε και το αντιμετώπισε. Τον γύρισε είδε το πρόσωπο του και ήταν μαύρος. Δεν το πίστευα ότι είχε φύγει. Μου έλεγε ο Βίκτωρας δεν είναι, πλέον, στη ζωή. Περίμενα κάποιον να έρθει. Τον κρατούσα. Μου είπε αν συνεχίσεις να τον κρατάς θα φύγεις και εσύ ,θα φύγω και εγώ....» είπε με δάκρυα στα μάτια.
Οι δυο γυναίκες, που λίγα λεπτά νωρίτερα είχαν χάσει τους δικούς τους ανθρώπους, έδεσαν τους καρπούς τους με ένα ρούχο για να μη χωριστούν. «Είχαμε μόνο η μία τη άλλη και κοιτούσαμε τον ουρανό περιμένοντας κάποιος να μας πετάξει ένα σωσίβιο. Τρέμαμε από το κρύο και την κούραση. Γυρνάω και λέω στη μαμά μου. «Θα πεθάνουμε και εμείς;» Δεν μου απαντούσε. Το πρόσωπο της ήταν μαύρο. Ήξερα πως αν έφευγε η μάνα μου θα έφευγα και εγώ. Δεν θα τα κατάφερνα» είπε η μάρτυρας. Τελικά, περίπου στις 11 το βράδυ τις περισυνέλεξε ένα καΐκι. «Μας πέταξαν σωσίβια. Εκείνη την ώρα έκλαιγα. Δεν ήξερα τι έπρεπε να αισθανθώ. Είχα αφήσει πίσω μου τον αδερφό μου. Λες και με είχαν κόψει στα δύο! Φτάσαμε στη Ραφήνα και βρεθήκαμε στο έλεος του Θεού. Λες και αποβιβαστήκαμε από το πλοίο που ερχόμαστε από τις διακοπές μας».
Απαιτήθηκαν οκτώ ημέρες για να εντοπιστεί η σωρός του Βίκτωρα και με δάκρυα στα μάτια είπε στους δικαστές:«Σε ποιον άνθρωπο αξίζει κάτι τέτοιο, μαρτύριο. Τον αποχαιρετήσαμε μέσα σε ένα κλειστό φέρετρο. Στα πρώτα γενέθλια του αδερφού μου τη μητέρα μου την έπιασε κρίση πανικού γιατί δεν μπορούσε να το αντέξει».
Συγκλονιστική ήταν και η περιγραφή της μητέρας του Βικτωρα, Αθηνάς Μουτάφη, που κλήθηκε να περιγράψει το πως αποφάσισε να αφήσει τον νεκρό γιο της στη θάλασσα για να σώσει την κόρη της.
«Μέχρι να μπούμε στη θάλασσα λες και ανοίξαμε μια πόρτα και βρεθήκαμε στην κόλαση.’Κάποια στιγμή ο Βίκτωρας μου έλεγε δεν αισθάνεται καλά και πως θα πεθάνει. Μου λέγε δεν θα αντέξω. Προσπαθούσα να τον ηρεμήσω. Εκείνη την ώρα δεν βλέπαμε ούτε στεριά ούτε τίποτα. Μας κουκούλωναν τα κύματα. Λες και μας είχες ρίξει στην άβυσσο. Η έγνοια μου ήταν να μην χαθούμε».
Δυο ώρες αργότερα, η φίλη της η Αιμιλία της έκανε ένα νεύμα… «πες στα παιδιά μου ότι τα αγαπάω πολύ». Αυτό επιβάρυνε περισσότερο την κατάσταση του γιου της, που από ώρα δεν αισθανόταν καλά.
«Κάποια στιγμή η Αιμιλία εγκατέλειψε. Ήμουν σε κατάσταση πανικού. Ήθελα να τη βγάλω έξω να τη δουν τα παιδιά της γιατί ήμουν σίγουρη ότι κάποιος θα έρθει να μας μαζέψει. Γι αυτό και δεν την άφηνα».
Ομως λίγη ώρα αργότερα, η κατάσταση έγινε ακόμη σκληρότερη. «Είδα τον Βίκτωρα μπρούμυτα να επιπλέει. Τον γύρισα ανάσκελα και του μιλούσα και δεν απαντούσε. Ήταν μαύρος παντού. Ο χειρότερος εφιάλτης που φαντάζεστε εσείς οι γονείς, εγώ τον έβλεπα μπροστά μου. Ή θα πήγαινα μαζί του ή θα άφηνα τον Βίκτωρα να σώσω τη Βάσια. Δεν ξέρω πώς το έκανα μη με ρωτάτε. Λειτούργησε το μητρικό ένστικτο. Αποφάσισα να πάρω τη Βάσια και να φύγουμε. Δεν έχω λόγια να σας περιγράψω εκείνες τις στιγμές. Δεν υπάρχουν λέξεις στο ελληνικό λεξικό. Τελικά συνεχίσαμε. Τον άφησα και έφυγα. Ήθελα να ουρλιαξω... Ήθελα να βουτήξω στη θάλασσα να πάω να τον φέρω πίσω. Δεν το πίστευα αλλά της έλεγα θα τα καταφέρουμε. Έβγαλα το εσώρουχο μου και δέσαμε τους καρπούς μας για να μη χαθούμε. Μας πήγαιναν τα κύματα όπου ήθελαν. Στις τρεις ώρες μέσα στη θάλασσα έφυγε το παιδί μου».
Η γυναίκα εξήγησε πως ενώ βρίσκονταν στη θάλασσα ένας κύριος έδιωξε από δίπλα τους το πτώμα μιας γυναίκας για να μην φοβηθούν . «Δεν ήξερε ότι εγώ είχα αφήσει δύο αγαπημένα μου πρόσωπα στη θάλασσα και είχα θάψει τη ψυχή μου εκεί. Μου ήταν εντελώς αδιάφορο ότι θα με έσωζαν. Οταν ήρθε το ψαροκάικο είχα το αίσθημα ασφάλειας για το παιδί μου αλλά εγώ δεν είχα κανένα συναίσθημα χαράς» είπε και κατέληξε λέγοντας:
«Αυτή είναι η ιστορία μου. Άκουγα, μετά τι είχε γίνει όσο ήμουν στη θάλασσα και έμαθα για την εκκένωση στην Κινέττα. Και μετά άρχισαν τα «γιατί» να γεμίζουν το μυαλό μου. Όλοι αυτοί οι υπεύθυνοι που έπρεπε να κάνουν το καθήκον τους δεν έκαναν τίποτα, ούτε καν προσπάθησαν. Ακούστηκαν αφύσικα πράγματα από τους αρχηγούς αστυνομίας, πυροσβεστικής, λιμεναρχείου οι οποίοι εκείνη τη μέρα φάνηκαν κατώτεροι των περιστάσεων Θέλω να σας πω να μη φανείτε και εσείς κατώτεροι των περιστάσεων».