Κούγιας: Όνειδος η υπόθεση Πισπιρίγκου - Στο «στόχαστρο» Τσιάρας, Ευαγγελάτος, Στεφανίδου
Για μια υπόθεση όνειδος για την ελληνική Δικαιοσύνη και με επίθεση στον πρώην υπουργό Δικαιοσύνης Κώστα Τσιάρα ξεκίνησε την αγόρευσή του ο συνήγορος της Ρούλας Πισπιρίγκου, Αλέξης Κούγιας.
«Η υπόθεση αυτή είναι όνειδος για την ελληνική δικαιοσύνη. Η κατηγορούμενη βρίσκεται εδώ εξαιτίας του κ. Τσιάρα, ενός γιατρού, ενός ανεκδιήγητου που άκουγε τις εκπομπές κι ενός ασυνείδητου εισαγγελέα. Στην Ελλάδα δεν είμαστε Ουγκάντα! Στην υπόθεση Λιγνάδη συνελήφθη με ένταλμα ενώ ήταν στην αστυνομία χωρίς να δώσει εξηγήσεις! Το ίδιο έγινε κι εδώ!» είπε ο Αλέξης Κούγιας.
Ο ποινικολόγος επανέλαβε αρκετές φορές ότι η 35χρονη από την Πάτρα βρέθηκε στο εδώλιο εξαιτίας των τηλεοπτικών εκπομπών, ενώ έκανε λόγο για μια «μοναδική στα παγκόσμια χρονικά δίκη» αφού κατηγορείται ότι σκότωσε τα παιδιά της. «Έχω αγωνία για το αν έχετε συνειδητοποιήσει την κατηγορία. Για να πείτε αν είναι ένοχη θα πρέπει να είστε απόλυτα βέβαιοι ότι αυτά που λέει το κατηγορητήριο τα έχει κάνει» είπε και συμπλήρωσε ότι «αυτές οι εκπομπές του συρμού με τους ανήθικους παρουσιαστές δεν ενημέρωσαν ποτέ τον ελληνικό λαό για την κατηγορία που αντιμετωπίζει».
Ο ποινικολόγος έκανε λόγο για «όργιο παρανομίας από ανακρίτρια και εισαγγελέα» και απευθυνόμενος στους ενόρκους είπε: «Μην έχετε καμία εμπιστοσύνη σε κανένα εισαγγελέα. Μιλάμε για προκατάληψη, για ακραία προκατάληψη. Στην περίπτωση της καταργήθηκε το κράτος δικαίου στην Ελλάδα. Πού είναι η κεταμίνη στο Καραμανδάνειο;
Η μοναδική φορά στο πάνθεον των δικών των ελληνικών δικαστηρίων που άλλαξε η ποινική δίωξη είναι εδώ! Κατά πρωτοφανή τρόπο άλλαξε και καμία από τις εκπομπές που δηλητηρίασαν τον κόσμο δεν είπε κάτι. Η ποινική δίωξη ήταν ότι ένα υγιέστατο κοριτσάκι το πήγε με το ζόρι στο νοσοκομείο, το έβαλε να υποκρίνεται ότι είναι άρρωστο κι έχει πυρετό, το έβαλε να έχει σφίξεις χαμηλές και όλα αυτά δεν είναι τίποτα γιατί ήταν υγιέστατο. Αποφάσισε λέει να του αφαιρέσει τη ζωή με κεταμίνη. Ανακάλυψαν ξαφνικά αφού η κατηγορούμενη ήταν φυλακή για ανθρωποκτονία, ότι αποπειράθηκε να σκοτώσει τον Απρίλιο του 2021!».
Όπως υποστήριξε ο κ. Κούγιας, το κατηγορητήριο λέει ότι νοσηλευόταν χωρίς συμπτώματα ενώ έπαθε μπροστά στους γιατρούς σπασμούς. «Η δικαιοσύνη 7 μήνες μετά το θάνατο της Τζωρτζίνας λέει για απόπειρα με μη επακριβωθέντα τρόπο! Γιατί; Γιατί οι γιατροί έλεγαν ότι το παιδί ήταν υγιές! Η υπόθεση ήρθε στην δημοσιότητα από αγράμματους και ανήθικους παρουσιαστές!» είπε ο κ. Κούγιας και συμπλήρωσε: «Ο εισαγγελέας Νούλης είναι το όνειδος της Εισαγγελίας και θα έπρεπε κανονικά να τον μηνύσει. Αλλά δεν έχει άλλη αντοχή, ούτε το γραφείο μου που τα έχει παρατήσει όλα για την υπόθεση αυτή».
Μάλιστα, κατά τον κ. Κούγια η απόπειρα «φορτώθηκε» στην κατηγορούμενη υπό το φόβο ότι θα λήξει το 18μηνο προσωρινής κράτησης που της είχε επιβληθεί, επειδή η δεύτερη υπόθεση καθυστερούσε στην ανάκριση. Σε σημείο της αγόρευσης του ο κ. Κούγιας, που έστρεφε συχνά τα πυρά του σε εκπομπές και δημοσιογράφους, ξέσπασε:
«Με το νομοσχέδιο Φλωρίδη πρόεδρος εφετών αναλαμβάνει ο Ευαγγελάτος, προέδρος πρωτοδικών η Στεφανίδου και η κ. Κουτσελίνη αναλαμβάνει ειδικός σύμβουλος του υπουργού!».
Σε σημείο της αγόρευσης του επιχείρησε ακόμη να αντικρούσει το κίνητρο που αποδίδεται στην κατηγορούμενη,δηλαδή την εμμονή της με το πρώην σύζυγο της Μάνο Δασκαλάκη. «Οι γονείς της Τζωρτζίνας ήταν αγαπημένοι μέχρι το θάνατο της κόρης τους και πάλευαν ενωμένοι για να πέσει φως στις συνθήκες θανάτου των άλλων δύο κοριτσιών τους» ανέφερε μεταξύ άλλων ο κ. Κούγιας συμπληρώνοντας πως η συμπεριφορά της κατηγορούμενης προς το παιδί της θεωρήθηκε τυπική, «ενώ το γεγονός ότι μια φορά ο Μάνος Δασκαλάκης ήρθε και βάλε λίγο λαδάκι στο μέτωπο της Τζωρτζίνα στο νοσοκομείο του Ρίου, θεωρήθηκε… υπέρτατη και ασυναγώνιστη απόδειξη γονεϊκής αγάπης!».
Κατά τον κ. Κούγια, αν κάποιος απορρίψει ως στοιχείο την έκθεση Ράικου, την οποία η πλευρά της κατηγορουμένης αμφισβητεί, «δεν υπάρχει κανένα άλλο στοιχείο που να υποδεικνύει εγκληματική ενέργεια και αυτό δεν μπορεί να υποκατασταθεί ούτε να αντικατασταθεί με κουτσομπολιά και μηνύματα στο Viber, με τα σχόλια των τηλεδικαστών στις πρωινές, μεσημεριανές και απογευματινές τηλεοπτικές εκπομπές και τις αυθαίρετες και ανεύθυνες τοποθετήσεις των αυτόκλητων τηλε -ιατροδικαστών, των ανθρώπων δηλαδή που πάνω σε ένα ανθρώπινο δράμα εδώ και δύο χρόνια χτίζουν καριέρες και φτιάχνουν περιουσίες».
Όπως σημείωσε, δεν υπάρχει αυτόπτης μάρτυρας που να βεβαιώνει ότι η κατηγορούμενη προμηθεύτηκε, κατείχε και χορήγησε κεταμίνη και μιδαζολάμη στην Τζωρτζίνα, αλλά και κανένας μάρτυρας ιατρό ή νοσηλευτή που να καταθέτει ότι οι ουσίες αυτές χορηγήθηκαν κατά την διασωλήνωση της ασθενούς. «Δεν υπάρχει σ’ αυτή την υπόθεση ιχνηλάτηση της κεταμίνης από την πηγή μέχρι την κατάληξη της. Έχετε όμως ένα συγκεκριμένο αντικειμενικό και αδιάψευστο στοιχείο : Ότι το βαλιτσάκι της ανάνηψης (ή σάκος ανάνηψης) που έφερε η ομάδα Τζουβάρα στο θάλαμο της ασθενούς, περιείχε κεταμίνη και μιδαζολάμη! Ουδέποτε στα χρονικά έχει χρησιμοποιηθεί αυτό το σχήμα για την τέλεση δολοφονίας…. Σε οποιαδήποτε άλλη υπόθεση, αν αντικαθιστούσαμε την κεταμίνη και την μιδαζολάμη με ένα πιστόλι ή ένα μαχαίρι και είχαμε θάνατο από πυροβολισμό ή μαχαίρωμα, η απόφαση του δικαστηρίου θα ήταν εύκολα υπέρ της καταδίκης αυτών που έφεραν το όπλο του εγκλήματος στο δωμάτιο του θύματος. Κανένα δικαστήριο δεν θα δεχόταν ότι αυτός που έφερε το όπλο του εγκλήματος στον τόπο του εγκλήματος δεν το χρησιμοποίησε, διότι κάποιος άλλος κατά σύμπτωση έφερε ένα ίδιο όπλο στον ίδιο τόπο και χρόνο και το χρησιμοποίησε λίγο πριν, αλλά δεν βρέθηκε».
Ήταν τέτοια χειραγώγηση των εισαγγελικών και ανακριτικών αρχών από τον λαϊκό, ώστε να πιστέψουν όχι μόνο ότι δήθεν βρέθηκε ο δολοφόνος , χωρίς να υπάρχει καν δολοφονία, αλλά και ότι η κατηγορούμενη ήταν δήθεν επικίνδυνη φυγής, Ενώ στην πραγματικότητα είχε γνωστοί διαμονή στην Πάτρα, η ότι είχε σχεδιάσει την τέλεση νέων αδικημάτων, μολονότι δεν συναναστρεφόταν μικρά παιδιά, αφού δεν άκουσε κάποιος συναφές επάγγελμα, ούτε υπήρχαν παιδιά στο σπίτι της. Η όλη ποινική διαδικασία κινήθηκε θεωρώντας εξαρχής την έκθεση του Ράικου ως «θέσφατο», σαν ένα κομμάτι της δικής που δήθεν δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, ούτε να ανατραπεί, ούτε να ερευνηθεί, ωσάν να επρόκειτο για κάποιο απαραβίαστο ιερό κείμενο. Σκοπός του Ράικου ήταν να αναδειχθεί επιστημονικά μέσα από αυτή την υπόθεση, να γίνει ο «βασιλιάς των τοξικολόγων» με το να καταχωρηθεί στα παγκόσμια τοξικολογικά χρονικά ως ο τοξικολόγος που κατόρθωσε να εντοπίσει τον πρώτο στην ιστορία θάνατο παιδιού από κεταμίνη μέσα σε νοσοκομείο από πράξη γονέα και όχι από ιατρικό σφάλμα.
Πυρά κατά της εισαγγελέως
Η συνεδρίαση ξεκίνησε με μια δήλωση σχετικά με την εισαγγελική πρόταση, την οποία ο Αλέξης Κούγιας είχε ζητήσει γραπτώς πριν την αγόρευση του.«Η εισαγγελέας αγόρευσε προφορικά, δεν παρέδωσε κανένα πόνημα, όπως συνηθίζεται σε τόσο μεγάλης διαρκείας δίκες. Η εισαγγελέας είχε πει ότι θα παραδώσει την πρόταση της και δεν την έχει παραδώσει, λέγοντας πως θα την δώσει όταν συνταχθούν τα πρακτικά. Δηλώνουμε ρητώς ότι αν δεχτεί η κυρία γραμματέας να παραλάβει τέτοιο έγγραφο θα συνιστά πλαστογραφία πρακτικών και φυσικός αυτουργός θα είναι η κυρία γραμματέας. Το μόνο που θα γράφουν τα πρακτικά είναι ότι πρότεινε την ενοχή της».
Ο ίδιος χαρακτήρισε την πρόταση της μια «κουραστική επίκληση συναισθήματος» που θολώνει την ευθυκρισία του δικαστηρίου. «Η κυρία εισαγγελέας, αντί να αντιμετωπίσει το κατηγορητήριο σαν ένα μεγάλο ερώτημα, το αποδέχτηκε εκ των προτέρων σαν την απάντηση και έτσι ακολούθησε αντίστροφη πορεία σκέψης από την ορθόδοξη. Αντί αφετερία της να είναι η αντικειμενική διερεύνηση της κατηγορίας και των αποδεικτικών στοιχείων, αφετερία της έγινε η προκατάληψη, η εκ προοιμίου παραδοχή της ενοχής και η «ιερή αγανάκτηση» που μετέτρεψε την πρόταση της σε κουραστική επίκληση του συναισθήματος των μελών του δικαστηρίου και της ιδιότητα σας ως γονέων, για να θολώσει την αντικειμενική σας κρίση και την διαύγεια την σκέψη σας» ανέφερε.
Για «θεοποίηση» του τοξικολόγου Νίκου Ράικου έκανε λίγο αργότερα, υποστηρίζοντας ότι «η άποψη της κυρίας εισαγγελέα περί δήθεν ενοχής είχε προφανώς διαμορφωθεί ήδη από τα τέλη Μαρτίου 2022, όταν παρακολουθούσε ως πολίτης από τις τηλεοράσεις την υπόθεση».
Η αγόρευση συνεχίζεται στις 21 Φεβρουαρίου.