Σύζυγος Γιώργου Καραϊβάζ: «Κάποιος από το οργανωμένο έγκλημα του έκλεισε το στόμα»

Η Στάθα Καραϊβαζ ξεκαθάρισε πως ο σύζυγός της δεν είχε ύποπτες συναναστροφές ή εμπλοκές και πως η καθημερινότητά του ήταν συγκεκριμένη και αφορούσε το σπίτι, την οικογένεια και τη δουλειά του

Με τη χήρα του δημοσιογράφου Γιώργου Καραϊβαζ, Στάθα, άνοιξε η «αυλαία» της δίκης για την άγρια δολοφονία του στις 9 Απριλίου 2021.

Η μάρτυρας απέδωσε το κίνητρο του εγκλήματος σε κάποιο από τα ρεπορτάζ του συζύγου της, λέγοντας στο δικαστήριο πως «σίγουρα κάποιος που ενοχλήθηκε από όσα έγραφε, κάποιος από το οργανωμένο έγκλημα. Αυτός που ήθελε να του κλείσει το στόμα, ο Καραϊβάζ είναι νεκρός λόγω της δημοσιογραφικής του ιδιότητας».

Η Στάθα Καραϊβαζ ξεκαθάρισε πως ο σύζυγός της δεν είχε ύποπτες συναναστροφές ή εμπλοκές και πως η καθημερινότητά του ήταν συγκεκριμένη και αφορούσε το σπίτι, την οικογένεια και τη δουλειά του. «Ο Γιώργος δεν μοιραζόταν τα θέματά του ούτε με μένα ούτε με συναδέλφους του, ήταν μοναχικός και ήταν κορυφαίος δημοσιογράφος. Ξυπνούσε 7-7μιση, έβαζε τα πρώτα θέματα της ημέρας στο ιστολόγιο. Το αργότερο 9:15 έφευγε, στις 10:00 ήταν στα στούντιο του ΣΤΑΡ στην Κηφισιά, εκεί συνέχιζε να γράφει, έμπαινε στη σύσκεψη και γύρω στις 13:45 έφευγε. Συχνά με έπαιρνε από την Κατεχάκη και εκεί έβλεπε και κάποιους αστυνομικούς και συνδικαλιστές. Συνήθως κατά τις 3 θα ήμασταν σπίτι. Αν πήγαινε κατευθείαν σπίτι θα έφτανε περίπου 14:15. Εκείνη τη μέρα 2 παρά δέκα με πήρε ήμουν σπίτι με τον γιο μας. Κανονικά θα πηγαίναμε στο Μαρούσι, γι' αυτό με ρώτησε «πού σας βρίσκω»» είπε η Στάθα Καραϊβαζ.

Ακολούθησαν δύσκολες στιγμές για τη μάρτυρα όταν κλήθηκε να περιγράψει πως αντίκρισε τον σύζυγό της νεκρό. «Κατά τις 2 και 20 με κάλεσε ο συνδικαλιστής αστυνομικός Γ. Καλλιακμάνης και με ρώτησε αν είμαστε καλά. Κατάλαβα ότι κάτι συμβαίνει. Είδα τον κόσμο, κατέβηκα κάτω. Ήταν άξιος άνθρωπος...» είπε και ξέσπασε σε λυγμούς.

Εισαγγελέας: Το bloko το διαβάζατε;
Μάρτυρας: Όχι μόνο εγώ, όλοι στη δουλειά το είχαν ανοιχτό.
Εισαγγελέας: Για τον Μάλαμα τι ξέρετε;
Μάρτυρας: Δεν ξέρω τίποτα.
Εισαγγελέας: Για την υπόθεση που κατέθεσε ως ύποπτος;
Μάρτυρας: Ότι τον έμπλεξαν σε μία ιστορία.
Δεν εκμυστηρευόταν το ρεπορτάζ του, δεν ξέρω αν όσα ήξερε τα αποτύπωνε στα ρεπορτάζ.

Κλείνοντας την κατάθεση της είπε πως συγκινημένη πως «ο Γιώργος σαν άνθρωπος έδινε πάντα δεύτερες ευκαιρίες στους ανθρώπους, γι’ αυτό στον επικήδειο ο γιος μου είπε «αν ζούσε ο μπαμπάς μου θα συγχωρούσε τους δολοφόνους του».

«Να τιμωρηθούν όπως τους αξίζει»

Τη σκυτάλη πήρε η μητέρα του δημοσιογράφου Παναγιώτα Καραϊβαζ. «Εμένα μου έλεγε πάντα, είμαι καλά μαμά. Δεν ήξερα να τον πολύ απασχολούσε κάτι» είπε στο δικαστήριο και συμπλήρωσε φορτισμένη: «Όπως αφαίρεσαν του παιδιού μου τη ζωή, έτσι να τιμωρηθούν όπως τους αξίζει». Περιγράφοντας το παιδί της, έκανε λόγο για ένα «ήσυχο και καλό παιδί που βοηθούσε από μικρός στις αγροτικές δουλειές».

Ως μάρτυρας κατέθεσε και η αδελφή του θύματος, Ανατολή Καραϊβάζ, η οποία ξεκαθάρισε πως δεν συζητούσαν ποτέ για της δουλειά του, αλλά της έλεγε πάντα αν είναι όλα καλά στη ζωή του. «Δεν μου είχε πει ποτέ τίποτα. Το τελευταίο διάστημα επειδή είχα μαγαζί στη Γερμανία και δεν τον έβλεπα συχνά από κοντά».

Την άποψη πως ο σωματότυπος του εκτελεστή μοιάζει με αυτόν του ενός κατηγορουμένου διατύπωσε αστυνομικός που κατέθεσε στο δικαστήριο. «Δεν λέω ότι ήταν αυτός, αλλά ότι μοιάζει, φαινόταν γυμνασμένος», κατέθεσε στο δικαστήριο ο αστυνομικός που μετείχαν στις έρευνες για την εξιχνίαση της δολοφονίας.

«Ήταν έμπειροι εκτελεστές. Φάνηκε ότι δεν πήγαν να απειλήσουν, ήξεραν τι έκαναν» είπε ο μάρτυρας και αναφερόμενος στον δεύτερο κατηγορούμενο σημείωσε ότι «δεν ταιριάζει σωματοτυπικά με τον οδηγό».

Ο αυτόπτης μάρτυρας

«Άκουσα κάτι σαν εξάτμιση και μετά κάτι σαν «ααααα». Βλέπω κάτι τύπους από πάνω να βαράνε αβέρτα. Είδα δύο άνδρες, ο μπροστινός είχε το όπλο. Φορούσαν κράνη και full face κουκούλα. Ανεβήκαν στο μηχανάκι και φύγανε πολύ ήρεμοι και ψύχραιμοι», κατέθεσε στο δικαστήριο κηπουρός του Δήμου Αλίμου που βρέθηκε στο σημείο τη στιγμή της δολοφονίας. Μάλιστα, όπως είπε χαρακτηριστικά, «οι δράστες μας είδαν ότι ήμασταν στο σημείο, αλλά ήταν άνετοι, σαν να έπαιρναν τα εργαλεία να πάνε να κλαδέψουν».

Ο μάρτυρας εξήγησε πως όταν πήραν την αστυνομία τους ζητήθηκε να δουν έχει σφυγμό ο μάρτυρας, εκείνος απάντησε πως δεν μπορεί να προσεγγίσει στο σημείο γιατί έχει πολύ αίμα.

Με την έναρξη της διαδικασίας η εισαγγελέας του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου ανέγνωσε το κατηγορητήριο σε βάρος των δύο αδελφών 49 και 41 ετών, που έχουν οδηγηθεί στο εδώλιο του κατηγορουμένου ως φυσικοί αυτουργοί. Εκείνη τη στιγμή ο 41χρονος, ο οποίος φέρεται ως ο εκτελεστής, ζήτησε το λόγο και είπε στους δικαστές: «Θα ήθελα όλοι όσοι είναι στην αίθουσα να δουν τις φωτό με τους δολοφόνους και να δουν κι εμάς. Τα υπόλοιπα θα τα δούμε στη συνέχεια».

Οι συνήγοροι υποστήριξης της κατηγορίας σημείωσαν ότι το παραπεμπτικό βούλευμα παραλείπει να αναφερθεί στο κίνητρο. «Η άποψη της υποστήριξης της κατηγορίας είναι ότι η δολοφονία προσχεδιάστηκε λόγω της δημοσιογραφικής του ιδιότητας», σημείωσαν οι δικηγόροι και ζήτησαν από το δικαστήριο να ερευνήσει αυτεπαγγέλτως τις πληροφορίες που έχουν δει το φως της δημοσιότητας ότι έχουν εντοπιστεί χρήματα σε λογαριασμούς των κατηγορουμένων που δεν δικαιολογούνται.