Στο ΣτΕ η «συμφωνία συμβιβασμού» μεταξύ του ελληνικού δημοσίου και της Siemens
Τη συνταγματικότητα και νομιμότητα της «συμφωνίας συμβιβασμού» μεταξύ του ελληνικού δημοσίου και της Siemens, με αφορμή το σκάνδαλο των μιζών που διαχύθηκαν στη χώρα μας με «πρωταγωνιστή» τον Μιχάλη Χριστοφοράκο, καλείται να κρίνει το Συμβούλιο της Επικρατείας.
Η υπόθεση έφτασε στο ΣτΕ έπειτα από προσφυγή του μη κερδοσκοπικού Σωματείου «Έλληνες Φορολογούμενοι», πέντε Ελλήνων φορολογουμένων, κ.λπ.
Με την επίμαχη «συμφωνία συμβιβασμού» επιλύθηκαν συνολικά όλες οι διαφορές και οι εκκρεμότητες από κάθε είδους αξιώσεις, κ.λπ. που συνδέονται με τη δραστηριότητα διαφθοράς, πληρωμές ή υποσχέσεις πληρωμών προς τρίτους ή άλλες παράνομες δραστηριότητες από την πλευρά της Siemens, συμπεριλαμβανομένων των υποθέσεων που διερευνήθηκαν από τις αρχές της Ελλάδος, της Γερμανίας και των ΗΠΑ, κ.λπ. Στο πλαίσιο αυτό, η Siemens ανέλαβε την υποχρέωση να παρέχει στο ελληνικό δημόσιο άμεσα 80 εκατ. ευρώ, σε βάθος χρόνου, να παρέχει ακόμη 90 εκατ. ευρώ, επένδυση 100 εκατ. ευρώ, να χρηματοδοτήσει πανεπιστημιακά προγράμματα εκπαίδευσης που στοχεύουν στην καταπολέμηση της διαφθοράς, στο ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, πρόγραμμα υποτροφιών για μεταπτυχιακές σπουδές, κ.λ.π.
Ωστόσο, το Σωματείο υποστηρίζει ότι η «συμφωνία συμβιβασμού» είναι αντίθετη σε σειρά συνταγματικών διατάξεων. Παράλληλα όμως είναι αντίθετη στο Δημόσιο και εθνικό συμφέρον, καθώς από την παράνομη δραστηριότητα της Siemens στην Ελλάδα (μίζες, κ.λπ.) προκλήθηκε ζημία στο Ελληνικό Δημόσιο ύψους άνω των δύο δισεκατομμυρίων ευρώ, χωρίς στο ποσό αυτό να περιλαμβάνεται η αποθετική ζημία και η ηθική βλάβη. Έτσι, υποστηρίζει το εν λόγω Σωματείο, η επίμαχη συμφωνία απάλλαξε παντελώς την γερμανικών συμφερόντων εταιρεία από την υποχρέωση καταβολής του ποσού αυτού, ενώ το Δημόσιο παραιτήθηκε των αξιώσεών του και συμβιβάστηκε με την καταβολή μόνο των επίμαχων ποσών (80 και 90 εκ. ευρώ) και άλλων δευτερευούσης σημασίας όρων. Η απαλλαγή αυτή της Siemens έγινε από την Ελληνική πλευρά, χωρίς να υπάρχει κάποιο δημόσιο συμφέρον. Κατά συνέπεια, πλέον των άλλων, προσθέτει το Σωματείο, η «συμφωνία συμβιβασμού» είναι απόλυτα άκυρη, ως αισχροκερδής και καταπλεονεκτική σε βάρος της Ελληνικής Δημοκρατίας.
Παράλληλα, σημειώνεται ότι παραβιάζονται οι συνταγματικές αρχές της νομιμότητας, του κράτους δικαίου, της καλής πίστης, της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του ιδιώτη απέναντι στο κράτος, της ισότητας και οι διατάξεις του άρθρου 106 του Συντάγματος που ορίζει ότι «η ιδιωτική οικονομική πρωτοβουλία δεν επιτρέπεται να αναπτύσσεται σε βάρος της ελευθερίας και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας ή προς βλάβη της εθνικής οικονομίας».
Ακόμη, το Σωματείο επισημαίνει ότι «η απαλλαγή της εταιρείας Siemens από την οποιαδήποτε αστική και διοικητική ευθύνη, ακόμη και για ξέπλυμα βρώμικου χρήματος και για παράβαση της νομοθεσίας περί ανταγωνισμού, δεν συνάδει με το κοινό περί δικαίου αίσθημα, αλλά και την συνταγματική αρχή ότι το κράτος αποτελεί εγγυητή της νομιμότητας και του δικαίου». Η συμφωνία συμβιβασμού -συνεχίζει το Σωματείο- είναι σε εμφανέστατη δυσαρμονία με το πόρισμα της Βουλής, στο οποίο γίνεται λόγος για άσκηση αγωγών σε βάρος της Siemens και για επιβολή διοικητικών κυρώσεων, ενώ υπάρχει αντιστοιχία του πορίσματος με τη συμφωνία συμβιβασμού, προκαλώντας έτσι διατάραξη στις σχέσεις εμπιστοσύνης κράτους-πολίτη.
Σύμφωνα με πληροφορίες ο εισηγητής της υπόθεσης, κ. Μαρκόπουλος θα ζητήσει να εξεταστεί η συμβατότητα της «συμφωνίας συμβιβασμού» με το Σύνταγμα και το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά και η ύπαρξη ή όχι έννομου συμφέροντος εκ μέρους του σωματείου για την άσκηση της προσφυγής.