Σφοδρή επίθεση εισαγγελέων για το νομοσχεδιο του Υπ. Δικαιοσυνης
Σφοδρή επίθεση εναντίον του υπουργείου Δικαιοσύνηςμε αφορμή την προώθηση προς ψήφιση του σχεδίου νόμου «Μεταρρυθμίσεις ποινικών διατάξεων, κατάργηση των καταστημάτων κράτησης Γ' τύπου κ.ά. διατάξεις» εξαπολύει ηΈνωση Εισαγγελέων Ελλάδος.
Σύμφωνα με τους εισαγγελικούς λειτουργούς ο υπερπληθυσμός των καταστημάτων "δεν μπορεί να επιλύεται με την αυθαίρετη νομοθετική μείωση του χρόνου πραγματικής έκτισης της ποινής και, συνακόλουθα, με τη γενικευμένη, χωρίς εξαιρέσεις ελευθέρωση καταδικασθέντων για εγκλήματα κάθε βαθμίδας και βαρύτητας, η οποία: 1) Ισοδυναμεί με ακύρωση των δικαστικών αποφάσεων που τις επέβαλαν in casu, επί τη βάσει συγκεκριμένων πραγματικών και νομικών δεδομένων, 2) αναιρεί το γενικό και ειδικό προληπτικό αποτέλεσμα της επιβληθείσας ποινής, 3) αποδομεί το σχήμα της επιβολής τιμωρίας δίκαιης και ανάλογης με το έγκλημα που τέλεσε ο δράστης, τον οποίο -εν τέλει- επιβραβεύει για λόγους που συναρτώνται με μόνη την παροιμιώδη αδυναμία της Πολιτείας να εξασφαλίσει τα στοιχειώδη μέσα και τις υποδομές αντιμετώπισης της εγκληματικότητας, 4) είναι δυνατόν να εγείρει ζητήματα διακινδύνευσης της δημόσιας τάξης, στο μέτρο που χωρίς εξαιρέσεις, συνδεόμενες με τη βαρύτητα του εγκλήματος (όπως π.χ. εκείνες που προβλεπόταν στο άρθρο 1 Ν 4043/2012 στο οποίο παρέπεμπε το άρθρο 8 § 5 Ν 4198/2013), προβλέπει γενική ελευθέρωση των κρατουμένων και 5) ενισχύει την εντύπωση μίας Πολιτείας που λειτουργεί με ασυνέχεια, αυτοαναιρούμενη και μη σεβόμενη τους νόμους που η ίδια θέσπισε, στο ευαίσθητο, μάλιστα, πεδίο του ποινικού φαινομένου».
Όπως σημειώνεται στην ανακοίνωση, «ο νομοθέτης οφείλει να αναλογιστεί, εν προκειμένω, εάν η αιτία της συμφόρησης των καταστημάτων κράτησης οφείλεται, σε αξιόλογο βαθμό, στην καταχρηστική πρόβλεψη ποινικών κυρώσεων και ειδικών ποινικών διαδικασιών εκ μέρους της εκτελεστικής εξουσίας, για την εξυπηρέτηση, συχνά, σκοπών άσχετων με την ποινική παράβαση καθαυτή, ώστε η όποια ρεαλιστική πολιτική αντιμετώπισής της, θα έπρεπε, προ παντός, να περιλάβει τη χρηστή, συνεπή, συστηματικά οργανωμένη και δογματικά ανθεκτική ποινική νομοθέτηση».
Ωστόσο, όπως αναφέρουν οι εισαγγελείς: «Παρά τον ανθρωπισμό που διαπνέει μείζον μέρος των προς ψήφιση διατάξεων, όσον αφορά στην απόλυση καταδίκων ασθενών (από ορισμένες νόσους) ή αναπήρων (ορισμένων ποσοστών), είναι αμφίβολο εάν ένας τέτοιος «à la carte» ανθρωπισμός μπορεί να αποτελέσει επιστημονικά αποδεκτό κριτήριο επιεικούς μεταχείρισης κατηγοριών καταδίκων, καθό μέρος: 1) Διασπά τη σύνδεση μεταξύ της πράξης τους και του σκοπού που τάχθηκε να υπηρετήσει η ποινή που τους επιβλήθηκε, 2) δεν αφήνει περιθώριο εξατομικευμένης εξέτασης της εκάστοτε περίπτωσης από τη δικαστική Αρχή και 3) παρίσταται -στο μέτρο που βασίζεται σε μονομερή, γενική πρόκριση ηλικιακών μεγεθών ή άλλων αξιολογήσεων (ασθενείας ή αναπηρίας) χωρίς καμία εξαίρεση συναρτώμενη με τη βαρύτητα της πράξης- ως μη ενταγμένος στο ποινικό δόγμα, που απαιτεί την επιβολή και έκτιση της κύρωσης σε ατομικό, εξατομικευμένο και μη διεπόμενο από γενικά χαρακτηριστικά πλαίσιο».
Σχετικά με τις διατάξεις του νομοσχεδίου που αναφέρονται στους όρους και τις προϋποθέσεις των ανηλίκων κρατουμένων, η Ένωση Εισαγγελέων υποστηρίζει ότι παρά το γεγονός ότι προωθούνται ρυθμίσεις σχετικά με τους ανήλικους παραβάτες, αποβλέπουσες στην άμβλυνση των συνεπειών της ποινικής μεταχείρισής τους και στην κοινωνική ενσωμάτωσή τους, ωστόσο «παραβλέπεται ο υπαρκτός κίνδυνος της εκμετάλλευσης αυτής ακριβώς της (αδικαιολόγητα επιεικούς, ιδίως για τα κακουργήματα που επισύρουν βαρείες ποινές πλην της ισόβιας κράτησης) μεταχείρισης, από έναν κύκλο ατόμων που έχει διαπιστωθεί ότι ενεργούν οργανωμένα, είτε χρησιμοποιώντας ανηλίκους, είτε εμφανιζόμενοι αυτοί ως ανήλικοι -όντες αλλοδαποί ενήλικοι- διαπράττοντες μείζονος κοινωνικής απαξίας αδικήματα».
Τέλος, η Ένωση Εισαγγελέων τονίζει πως «ορισμένες από τις προωθούμενες διατάξεις παρίστανται να διευκολύνουν μία τέτοια αμιγώς εγκληματική και σχεδιασμένη δράση» ενώ «οι γενικές ρυθμίσεις του σχεδίου νόμου παραπέμπουν, μάλλον, σε πρόθεση συλλήβδην "αμνήστευσης" και όχι εξατομικευμένης εξέτασης της παραβατικής συμπεριφοράς (διαπιστωμένων και μη) ανηλίκων».