Δικαίωση 187 γιατρών που είχαν απολυθεί με το νόμο Γεωργιάδη
Υπενθυμίζεται ότι με το νόμο 4238/2014 του Άδωνη Γεωργιάδη τους απολύθηκαν 3.000 γιατροί του ΕΟΠΥΥ διαφόρων ειδικοτήτων και εξ αυτών οι 1.500 προσέφυγαν στα δικαστήρια.
Όπως είναι γνωστό, οι γιατροί του ΕΟΠΥΥ (είναι εκτός ΕΣΥ) είχαν διαχρονικά χαμηλές αποδοχές και ως αντάλλαγμα τούς είχε δοθεί η δυνατότητα να έχουν παράλληλα και ιδιωτικά ιατρεία.
Ήρθε όμως ο νόμος 4238/2014 και έθεσε νέους κανόνες για τους εν λόγω γιατρούς, οι οποίοι ανατράπηκαν στα δικαστήρια.
Το Πρωτοδικείο Αθηνών έκανε δεκτή την αγωγή των 187 γιατρών, κρίνοντας ότι ο νόμος 4238/2014 είναι αντισυνταγματικός και αντίθετος στο Πρώτο Πρόσθετο Πρωτόκολλο της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.).
Ειδικότερα, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι ο νόμος 4238/2014 είναι αντισυνταγματικός, καθώς παραβιάζει τις αρχές της αναλογικότητας και της προστατευόμενης εμπιστοσύνης, και αντίθετος στην Ε.Σ.Δ.Α., γιατί παραβιάζει το δικαίωμα στην ιδιοκτησία. Κι αυτό, επειδή επιβάλλει άμεσα καθεστώς αποκλειστικής απασχόλησης στους γιατρούς, χωρίς να προβλέπει μεταβατική περίοδο προσαρμογής.
Μάλιστα το Πρωτοδικείο υποχρεώνει τον Εθνικό Οργανισμό Παροχής Α Υπηρεσιών Υγείας (ΕΟΠΥΥ), «να αποδέχεται την προσηκόντως προσφερόμενη εργασία των καλούντων-εναγόντων, υπό τους ίδιους όρους που την παρείχαν και πριν από την ένταξή τους σε καθεστώς διαθεσιμότητας και με διατήρηση όλων των δικαιωμάτων τους και του βαθμού που ήδη νόμιμα κατέχουν, χωρίς διακοπή του ελεύθερου επαγγέλματός τους, καταβάλλοντας πλήρως τις νόμιμες αποδοχές τους».
Σύμφωνα με την απόφαση, «οι ενάγοντες ως ιατροί / οδοντίατροι του Ε.Ο.Π.Υ.Υ., είχαν παγίως τη δυνατότητα να ασκούν παράλληλα την ιατρική ως ελεύθερο επάγγελμα και έτσι, είτε με ίδια κεφάλαια που άντλησαν από δάνεια είτε με τη σύναψη συμβάσεων επαγγελματικής μίσθωσης, ξεκίνησαν τη λειτουργία ιδιωτικών ιατρείων, τα οποία εξόπλισαν με ιατρικό εξοπλισμό και τα στελέχωσαν με βοηθητικό ιατρικό και γραμματειακό προσωπικό. Γενικότερα και με βάση την πάγια δυνατότητα άσκησης ελεύθερου επαγγέλματος, οργάνωσαν την επαγγελματική τους ζωή και τις βιοτικές τους σχέσεις σε μακροπρόθεσμο επίπεδο (αφού ο βραχυπρόθεσμος προγραμματισμός έχει περιστασιακό χαρακτήρα και δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως εύλογος).
Τα δεδομένα αυτά ανατράπηκαν άρδην και αιφνιδίως από το θεσπιζόμενο ασυμβίβαστο με προφανείς και ιδιαίτερα δυσμενείς συνέπειες, αφού οι ενάγοντες ιατροί του Ε.Ο.Π.Υ.Υ,. καλούνται άμεσα είτε να εγκαταλείψουν τη θέση του ιατρού στο δημόσιο σύστημα υγείας, είτε να παύσουν την άσκηση του ελεύθερου επαγγέλματος. Εάν αποφασίσουν υπέρ της άσκησης του ελεύθερου επαγγέλματος, τότε θα απολέσουν άμεσα μια βασική πηγή εισοδήματος σε συνθήκες οξύτατης οικονομικής κρίσης, χωρίς να έχουν στη διάθεσή τους έστω και ένα βραχύ χρονικό διάστημα προκειμένου να προσαρμόσουν την επαγγελματική και την οικογενειακή τους ζωή στα νέα, σημαντικά διαφοροποιημένα, δεδομένα.
Από την άλλη πλευρά, εάν αποφασίσουν υπέρ της θέσης στο δημόσιο σύστημα υγείας και διακόψουν την άσκηση του ελεύθερου επαγγέλματος, πέρα από τη απώλεια των αμοιβών από την πηγή αυτή, θα βρεθούν αντιμέτωποι και με πρόσθετες σημαντικές οικονομικές δυσχέρειες που προκύπτουν λ.χ. από την αχρήστευση ιατρικού εξοπλισμού που πιθανόν να μην έχει αποσβεσθεί ακόμη η αξία του, από την υποχρέωση αποζημίωσης βοηθητικού ιατρικού και γραμματειακού προσωπικού και την υποχρέωση καταβολής μισθωμάτων μέχρι τη λήξη της συμβατικής μισθωτικής σχέσης. Όλα τα παραπάνω προβλέφθηκαν χωρίς να είναι εμφανής κάποιος συγκεκριμένος και υπέρτατος λόγος δημοσίου συμφέροντος, που να καθιστά απαγορευτική την πρόβλεψη οποιασδήποτε μεταβατικής ρύθμισης για το ήδη υπηρετούν ιατρικό προσωπικό του Ε.Ο.Π.Υ.Υ.».
Εξάλλου, «η αιφνίδια διακοπή του ελεύθερου επαγγέλματος τούς οδηγεί στην απώλεια της φήμης και των πελατών-ασθενών τους, τα οποία δεν θα μπορέσουν να επανακτήσουν σε περίπτωση που δεν καταλάβουν θέση, έστω και σε αβέβαιο χρονικό διάστημά, στο Ε.Σ.Υ.».