Ζωντάνεψαν μνήμες στη δίκη της Marfin: Κανένας δεν αναγνώρισε τους κατηγορούμενους
Ανατριχιαστική η περιγραφή των όσων βίωσαν οι μάρτυρες την ημέρα της δολοφονικής επίθεσης
Ο εμπρησμός του υποκαταστήματος της Marfin, όπου βρήκαν τραγικό θάνατο τα τρία θύματα, αλλά και η επίθεση που δέχθηκε το βιβλιοπωλείο Ιανός, αποτέλεσαν την κορωνίδα των σοβαρών επεισοδίων που σημάδεψαν το κέντρο της Αθήνας κατά τη διάρκεια των διαδηλώσεων την άνοιξη του 2010 κατά των μέτρων δημοσιονομικής προσαρμογής.
Στο δικαστήριο σήμερα ζωντάνεψαν οι εφιαλτικές στιγμές που έζησαν οι υπάλληλοι της τράπεζας όταν έπειτα από επίθεση το υποκατάστημα τυλίχθηκε στις φλόγες.
Κανένας μάρτυρας μέχρι στιγμής δεν αναγνώρισε στο πρόσωπο των δύο κατηγορουμένων που κάθονται στο εδώλιο τους δράστες της δολοφονικής επίθεσης του υποκαταστήματος της τράπεζας Μarfin, όπου κάηκαν ζωντανοί η έγκυος Αγγελική Παπαθανασοπούλου, ο Επαμεινώνδας Τσακαλης και η Παρασκευή Ζούλια.
Συνολικά έχουν κληθεί να καταθέσουν περισσότεροι από 80 μάρτυρες εκ των οποίων οι 37 απουσίαζαν κατά την πρώτη ημέρα συνεδρίασης του δικαστηρίου. Σήμερα εξετάστηκαν περισσότεροι από 20 μάρτυρες, υπάλληλοι παρακείμενων εταιριών και της τράπεζας Μarfin οι οποίοι όμως δεν αναγνώρισαν στα πρόσωπα των κατηγορουμένων τους δράστες της δολοφονικής επίθεσης.
Από την πλευρά τους και οι δύο κατηγορούμενοι, Θοδωρής Σίψας και Παύλος Αντρέεβ αρνήθηκαν τα αδικήματα που τους αποδίδονται, και κατά περίσταση είναι ανθρωποκτονία εκ προθέσεως κατά συναυτουργία και κατά συρροή, απόπειρα ανθρωποκτονίας, κατοχή εκρηκτικών υλών, έκρηξη και άλλα.
«Από το 2011 έχω καταδικάσει δημόσια τη συγκεκριμένη επίθεση και έχω αρνηθεί τις κατηγορίες. Έχω πάρει θεση και δεν έχω καμία ανάμειξη στη επίθεση» ανέφερε για τα όσα του αποδίδονται ο Θ. Σίψας, αναφέροντας ότι ο ίδιος είχε πάρε μέρος στην πορεία ως διαδηλωτής. Αντίστοιχα, ο Π. Αντρέεβ καταδίκασε με τη σειρά του την επίθεση, αρνήθηκε την κατηγορία και πρόσθεσε ότι ο ίδιος την ημέρα εκείνη βρισκόταν στην εργασία του, και όχι στη διαδήλωση.
Οι γονείς της άτυχης εγκύου
Σε έντονα συγκινησιακά φορτισμένο κλίμα οι γονείς της άτυχης εγκύου, κατέθεσαν ως πολιτικοί ενάγοντες για ψυχική οδύνη. Για λιγότερο από δύο λεπτά ο πατέρας επιχείρησε να περιγράψει πώς έμαθε τον χαμό της κόρης του από τον ανιψιό του, ο οποίος ενημερώθηκε από τα Μέσα Ενημέρωσης, δίχως καν να ολοκληρώσει την κατάθεσή του. Παράσταση πολιτική αγωγής δήλωσαν και οι συγγενείς των άλλων δύο εκλιπόντων.
«Ζήσαμε την αγωνία του θανάτου»
«Ζήσαμε την αγωνία του θανάτου πάρα πολλή ώρα. Δεν ξέραμε αν θα ζούμε στα επόμενα πέντε λεπτά Αναρωτιόμασταν γιατί δεν βλέπουμε την πυροσβεστική. Άκουσα μετά ότι εμποδίστηκε από κάποιους διαδηλωτές», είπαν μεταξύ άλλων οι μάρτυρες.
«21 άτομα βγήκαμε ζωντανοί. Τρεις άλλοι, όχι»
Μεταξύ των μαρτύρων που δεν αναγνώρισε τους κατηγορούμενους, ήταν και ο υπάλληλος της Μarfin Γιώργος Στρατογιαννάκης, ο οποίος περιέγραψε τα όσα έζησε: «Προσπάθησα να κατέβω στο ισόγειο για να σβήσω τη φωτιά. Είδα φλόγες που έγλειφαν το ισόγειο και ανέβηκα πάνω. Στο μπαλκόνι, στο 2ο όροφο ήταν 2 συνάδελφοι, και μου είπαν "αυτοί έρχονται και πετάνε κι άλλο". Έσκυψα και είδα κάποιον στο σημείο που είχε σπάσει η τζαμαρία, που κρατούσε κάνιστρο και κάτι έριχνε, ή έτσι φαινόταν. Το έκανε 2-3 φορές και όταν έφευγε ξαναφούντωνε η φωτιά. Φορούσε μαύρα ρούχα, ήταν νεαρός μετρίου αναστήματος καλοντυμένος, θα μπορούσε να ήταν φοιτητής, 20 -22 χρονών. Μας κοιτούσε και μας έκανε χειρονομία. Στην αρχή κατάλαβα ότι ήταν κάποιος που έδειχνε τη φωτιά. Μετά που το συζήτησα με συναδέλφους τελικά έδειχνε τα γεννητικά του όργανα και έκανε άσεμνη χειρονομία». Όπως εξήγησε πάντως, δεν μπορεί να αναγνωρίσει κάποιο συγκεκριμένο πρόσωπο.
Ο μάρτυρας ανέφερε πως ήταν ο τελευταίος που βρέθηκε στον ίδιο χώρο με τους άτυχους Αγγελική Παπαθανασοπούλου και Επαμεινώνδα Τσάκαλη. «Έμπαινε ο καπνός στο γραφείο του Νώντα. Προσπαθούσε να βρει κάποιον στο τηλέφωνο, μάλλον για να δει τι πρέπει να κάνουμε για να προστατευτούμε. Η Αγγελική ήταν δίπλα του, μάλλον γιατί ήξερε κατάσταση της και ήθελε να τη βοηθήσει. Λέμε να φύγουμε, να βρούμε τους άλλους. Έβαλα το σακάκι μου στη μύτη και κρατούσα με το άλλο χέρι την κουπαστή. Κατέβηκα στον άλλο όροφο. Αυτή η τελευταία επαφή που είχα. Το Νώντα τον βρήκαν στα σκαλιά δεν τον έφτασε η ανάσα του και έπαθε ασφυξία» είπε και πρόσθεσε: «Η Αγγελική δεν είχε κουνηθεί καθόλου από το γραφείο. Μέρες μετά είδα το αποτύπωμα του σώματός της, του χεριά της στο πάτωμα. Εκείνη την ημέρα, 21 άτομα βγήκαμε ζωντανοί. Τρεις άλλοι, όχι».
Αντίστοιχα, ο Ευάγγελος Λαγουδάτος, υπάλληλος της Μarfin κατέθεσε: «Ήμουν στο δεύτερο όροφο και άκουσα το μπαμ στο κατάστημα. Ακούστηκε θόρυβος, βγήκα το μπαλκόνι και φώναξα σε αυτούς που βρισκόταν στην είσοδο και έκαναν επίθεση να γιατί υπήρχε κόσμος. Θυμάμαι ότι είχα πάρει μία κούτα για χαρτιά Α4 και τους έλεγα "φύγετε, αλλιώς θα την πετάξω". Ήρθε τότε ένα συνάδελφος και μου είπε "άστο θα τους σκοτώσεις"».
Εισαγγελέας: Αλλά κι αυτοί ήθελαν να σκοτώσουν εσάς...
Μάρτυρας: Δεν μπορούσα να το φανταστώ αυτό...
Και συνέχισε: «Άκουσα το συναγερμό πυρασφάλειας. Είδα κάποιον κάτω από το μπαλκόνι όπου βρισκόμουν, να βαράει, ή να κάνει μία αντίστοιχη κίνηση. Ήταν μαροντυμένοι με κάτι άσπρο στα χέρια τους. Δεν μπορούσα να δω πόσοι ήταν. Ήταν όχλος. Αυτοί που τα έσπαγαν και η πορεία». Όπως κατέθεσε, ο ίδιος σώθηκε γιατί κατάφερε να σκαρφαλώσει από το μπαλκόνι της τράπεζας σε αυτό παρακείμενου κτιρίου. Στη συνέχεια, έσπασε την πόρτα και κατέβηκε στο δρόμο.
«Να καείτε»
Αίσθηση προκαλεί το γεγονός ότι οι μάρτυρες όπως και πολλοί άλλοι, υποστήριξαν στο δικαστήριο ότι όταν ήταν στο μπαλκόνι, ενώ το κτίριο φλεγόταν, άκουσε διαδηλωτές να του «φωνάζουν από το "να καείς ρε", μέχρι μούτζες και βρισιές».
Παράλληλα, η Αναστασία Κούκου, υποδιευθύντρια του ίδιου υποκαταστήματος, υποστήριξε πως η φωτιά εξαπλώθηκε γρήγορα. «Έπιασε φωτιά μπροστά στη τζαμαρία στο γραφείο της διευθύντριας. Εξαπλώθηκε όπως κατάλαβα, από το εύφλεκτο υλικό και από τον τρόπο που ήταν φτιαγμένο στο κατάστημα. Δημιουργήθηκε το φαινόμενο της καμινάδας μας είπαν και άρπαξε αμέσως».
Περιγράφοντας τις στιγμές αγωνίας, με σπασμένη φωνή, η μάρτυρας κατέθεσε: «Ήμασταν στο μπαλκόνι. Υπήρχε καπνός από μέσα από το κατάστημα και από την είσοδο. Προσπαθούσα να προστατευθώ για να αναπνεύσω. Δεν έβλεπα τίποτα. Ένας συνάδελφος είχε περάσει τα κάγκελα στο μπαλκόνι σε ένα διακοσμητικό πεζουλάκι για να αναπνεύσει και κρατιόμασταν χέρι χέρι για να μην πέσει. Δεν μπορούσα να μιλήσω, ήμουν μέσα στον καπνό. Δεν μπορούσα ούτε να ζητήσω βοήθεια».
Η Αναστασία Χρηστάκη, επίσης υπάλληλος, περιέγραψε τους δράστες της επίθεσης ως «μικρόσωμα, αδύνατα παιδιά. Δεν ήταν άνδρες. Είχαν ευλυγισία και έκαναν γρήγορα τις κινήσεις τους. Είχαν καλυμμένα χαρακτηριστικά, με υφάσματα και μάσκες». Η ίδια επεσήμανε ότι από το μπαλκόνι όπου βρισκόταν, έβλεπε κόσμο να περνάει καθώς και μία κοπέλα: «Άκουσα τη φωνή της να λέει "να καείτε". Κάποιοι άλλοι μου πέταξαν ένα μπουκάλι νερό και το έριξα στο πρόσωπο».
Η δίκη θα συνεχιστεί στις 14 Οκτωβρίου.