Παραιτήθηκαν μέλη του ΣτΕ: Καταγγέλλουν μεθόδευση για τις τηλεοπτικές άδειες

Σοβαρότατους κλυδωνισμούς στο σύστημα της ελληνικής Δικαιοσύνης προκαλεί η επιστολή παραίτησης που κατέθεσαν σήμερα, Τετάρτη (05/10/2016) δύο από τους αντιπροέδρους του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ), η Αικατερίνη Σακελλαροπούλου και ο Χρήστος Ράμμος, με αφορμή την απόφαση που είχε λάβει την περασμένη Παρασκευή (30/09/2016) ο πρόεδρος του ανωτάτου δικαστηρίου, Νικόλαος Σακελλαρίου, να αναβάλει τη διάσκεψη για τις τηλεοπτικές άδειες.

Παραιτήθηκαν μέλη του ΣτΕ: Καταγγέλλουν μεθόδευση για τις τηλεοπτικές άδειες
8'

Οι δύο αντιπρόεδροι, με σκληρές επιστολές τους, παραιτήθηκαν από μέλη της Ένωσης του ΣτΕ, καταγγέλλοντας ότι η αναβολή της διάσκεψης δεν είναι τίποτα άλλο από «αρνησιδικία». Μάλιστα χαρακτήρισαν την ανακοίνωση που εξέδωσε η Ένωση τους ως «μέγα ατόπημα», καταλογίζοντας της ότι λειτούργησε ως «γραφείο Τύπου» του κ. Σακελλαρίου.

O «εμφύλιος πόλεμος» που μαίνεται στο ΣτΕ, οδηγεί, όπως είναι φυσικό, σε ραγδαίες εξελίξεις: Ήδη στην Ένωση Δικαστικών Λειτουργών του Συμβουλίου της Επικρατείας δρομολογούνται εκλογές για την ανάδειξη νέου Διοικητικού Συμβουλίου, έπειτα από την παραίτηση δύο αντιπροέδρων του ΣτΕ, του Χρήστου Ράμμου και της Αικατερινης Σακελλαροπούλου.

Υπενθυμίζεται οτι η Ένωση του ΣτΕ σε ανακοίνωση την οποία υπέγραφαν ο πρόεδρος της και ο γενικός γραμματέας Ευθύμιος Αντωνόπουλος και Ιωάννης Παπαγιάννης, αντίστοιχα, διέψευδε τα δημοσιεύματα που έκαναν λόγο για αντιπαράθεση μεταξύ του προέδρου του ΣτΕ κ. Σακελλαρίου και μελών του Δικαστηρίου για το θέμα των τηλεοπτικών αδειών.

Ειδικότερα στη σχετική ανακοίνωση τονιζόταν ότι:

«Σύμφωνα με την από 30.9.2016 ανακοίνωση του προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, ο μόνος λόγος για τον οποίο ματαιώθηκε η προγραμματισμένη για σήμερα διάσκεψη της Ολομέλειας του δικαστηρίου επί των υποθέσεων για τις τηλεοπτικές άδειες είναι το κλίμα που έχει διαμορφωθεί από δημόσιες τοποθετήσεις και εκδηλώσεις ως προς την έκβαση της διασκέψεως της Ολομέλειας για τα θέματα αυτά. Επομένως, όσα αντίθετα αναφέρονται στον Τύπο δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα».

Οι δυο παραιτηθέντες κατήγγειλαν ότι συνέβησαν πρωτόγνωρα πράγματα στο ΣτΕ καθώς η Ένωση για πρώτη φορά στην ιστορία της «μετατράπηκε ουσιαστικά σε γραφείο Τύπου του προέδρου του ΣτΕ», ενώ παράλληλα παραγνώρισε το θεσμικό της ρόλο και «εξέφρασε γνώμη για ζήτημα το οποίο ούτε είχε θεσμικά τη δυνατότητα να γνωρίζει ως συλλογικό όργανο (πως δηλαδή, υπό ποίες συνθήκες και για ποίο πραγματικά λόγο διακόπηκε μια διάσκεψη), ούτε ανήκει στις αρμοδιότητες της».

Πέρα από όλα αυτά όμως, σημειώνουν οι δύο αντιπρόεδροι, η Ένωση με την ανακοίνωσή της προκατέλαβε την άποψη, για το θέμα αυτό, όσων (πλην του προέδρου της) εκ των μελών της Ένωσης μετείχαν στην διάσκεψη και ενδεχομένως έχουν άλλη άποψη για την διακοπή της διάσκεψης» και συνεχίζουν: «Ακόμη χειρότερα» με την ανακοίνωση το Δ.Σ. της Ένωσης του ΣτΕ αποδοκιμάζει, ως ψευδή, «όσα αντίθετα αναφέρονται στον Τύπο» με βάση όχι την δική της αντίληψη για τα πράγματα, αλλά την ανακοίνωση του πρόεδρου του δικαστηρίου, μετατρέποντας ουσιαστικά την Ένωση, για πρώτη φορά, σε γραφείο Τύπου του προέδρου του δικαστηρίου».

«Και όλα αυτά όταν» -συνεχίζουν οι δύο ανώτατοι δικαστικοί λειτουργοί- «ενώ για μεγάλο χρονικό διάστημα τόσο στον έντυπο όσο και τον ηλεκτρονικό Τύπο κατέκλυζαν δημοσιεύματα που με αφορμή τη συγκεκριμένη υπόθεση των τηλεοπτικών αδειών, αναφερόταν όχι πάντα με τα καλύτερα λόγια στην εν γένει λειτουργία του συνόλου του δικαστηρίου και στο ρόλο των δικαστών, το Δ.Σ. τηρούσε αιδήμονα σιγή».

Σε άλλο σημείο των παραιτήσεών τους αναφέρουν ότι η ανακοίνωση της Ένωσης «εμφανίζεται στην πρώτη παράγραφο να παίρνει θέση μόνο επί ενός πραγματικού γεγονότος χωρίς να το αξιολογεί», ενώ με την τελευταία παράγραφο της ανακοίνωσής της «δημιουργείται σαφώς η εντύπωση ότι η Ένωση θεωρεί ότι ήταν επαρκής λόγος για την διακοπή της διάσκεψης η δημιουργία κλίματος δημοσίων αντεγκλήσεων» και εκεί «βρίσκεται το μεγαλύτερο ατόπημα, διότι αφορά την ίδια την λειτουργία του θεσμού».

Αρνησιδικία

«Αρνησιδικία» συνιστά, σύμφωνα με τους δύο αντιπροέδρους, η άποψη που δέχεται ότι το ΣτΕ «αντί να διασκεφθεί και να εκδώσει απόφαση επί οποιασδήποτε υποθέσεως ανεξαρτήτως της φύσεως της, είναι σκόπιμο να αναβάλει επ΄ αόριστον την διάσκεψη του με την επίκληση ενός κάποιου κλίματος (το οποίο το δικαστήριο δεν μπορεί να ελέγξει)».

Και καταλήγουν ότι «η ανακοίνωση αποτελεί ατόπημα που πλήττει καίρια το θεσμικό ρόλο του της Ένωσης του ΣτΕ και «σηματοδοτεί αλλαγή στην μακροχρόνια πορεία της από ανεξάρτητο όργανο έκφρασης του συνόλου των μελών του ΣτΕ σε διοικητική υπηρεσία».

Μάλιστα, οι δύο αντιπρόεδροι θέτουν το ερώτημα:

«Τι θα λέγαμε αν ένας βοηθός εισηγητής αρνιόταν να καταθέσει προεισηγήσεις ή ένας σύμβουλος αρνιόταν να καταθέσει εισήγηση επικαλούμενος ότι λόγω του κλίματος δεν μπορεί να ασκήσει με νηφαλιότητα τα καθήκοντά του;

Μπορεί κανείς να διανοηθεί το 1969 αναβολή είτε συζήτησης είτε της διάσκεψης επί της υποθέσεως των απολυμένων από την στρατιωτική δικτατορία δικαστών, κατ΄ επίκληση δυσμενών συνθηκών ή κακού κλίματος;».

Κατόπιν αυτών, η Ένωση του ΣτΕ συγκαλεί την 13η Οκτωβρίου 2016 γενική συνέλευση με βασικά θέματα τα τρέχοντα ζητήματα της Δικαιοσύνης και την εκλογή νέου Διοικητικού Συμβουλίου.

Σε περίπτωση μη απαρτίας η επόμενη σύγκληση της γενικής συνέλευσης καθορίστηκε μια εβδομάδα μετά, δηλαδή στις 20 Οκτωβρίου 2016.

Αναλυτικά η επιστολή παραίτησης του αντιπροέδρου του ΣτΕ:

Αθήνα 4.10.2016

Επιστολή παραίτησης Χρήστου Ράμμου

Προς τα μέλη του ΔΣ της Ενώσεως Δικαστικών Λειτουργών του Συμβουλίου της Επικρατείας

Με την παρούσα δηλώνω ότι αποχωρώ από την Ένωση. Την πρόθεσή μου αυτή την ανακοίνωσα ήδη και προφορικά στον Πρόεδρο της σε τηλεφωνική επικοινωνία που είχα μαζί του την Παρασκευή 30.9.2016.

Αιτία για την παραίτησή μου είναι η απαράδεκτη από κάθε άποψη ανακοίνωση, την οποία εξέδωσε η Ένωση στις 30.9.2016 και η οποία δημοσιοποιήθηκε μέσω του Τύπου και του Διαδικτύου. Στην ανακοίνωση αυτή αναφέρονται τα ακόλουθα:

“Σύμφωνα με την από 30-9-2016 ανακοίνωση του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, ο μόνος λόγος για τον οποίο ματαιώθηκε η προγραμματισμένη για σήμερα διάσκεψη της Ολομέλειας του Δικαστηρίου επί των υποθέσεων για τις τηλεοπτικές άδειες είναι το κλίμα που έχει διαμορφωθεί από δημόσιες τοποθετήσεις και εκδηλώσεις ως προς την έκβαση της διασκέψεως της Ολομέλειας για τα θέματα αυτά.

Επομένως, όσα αντίθετα αναφέρονται στον τύπο δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα”.

Θεωρώ την ανακοίνωση αυτή μέγα ατόπημα, τέτοιο που καθιστά την περαιτέρω παραμονή μου στην Ένωση αδύνατη.

Το ΔΣ της Ένωσης έσπευσε λίγες ώρες μετά την διακοπή της διάσκεψης και την έκδοση πανομοιοτύπου περιεχομένου ανακοίνωσης του Προέδρου του Δικαστηρίου να αναπαραγάγει την τελευταία αυτή ανακοίνωση, αφήνοντας έτσι να δημιουργηθεί προς τα έξω η εντύπωση ότι αυτή την φορά ομιλεί το σύνολο του Σώματος.

Πέραν όμως αυτών, η ανακοίνωση εμφανίζεται στην πρώτη παράγραφο να παίρνει θέση μόνο επί ενός πραγματικού γεγονότος χωρίς να το αξιολογεί. Με την τελευταία όμως φράση (επομένως, όσα αντίθετα αναφέρονται στον τύπο δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα) δημιουργείται σαφώς η εντύπωση ότι η Ένωση θεωρεί ότι ήταν επαρκής λόγος για την διακοπή της διάσκεψης η δημιουργία κλίματος δημοσίων αντεγκλήσεων. Και εκεί βρίσκεται για μένα το μεγαλύτερο ατόπημα, διότι αφορά την ίδια την λειτουργία του θεσμού.

Σε κάθε περίπτωση και ανεξάρτητα από την συγκεκριμένη υπόθεση και τις εξελίξεις της, η άποψη ότι το Δικαστήριο ή ο κάθε δικαστής στα πλαίσια των δικών του αρμοδιοτήτων μπορεί να παραιτείται και να απέχει έστω και προσωρινά, αλλά πάντως επ' αόριστον, από την επιτέλεση του θεσμικού συνταγματικού του καθήκοντος, που δεν είναι άλλο από το να τέμνει αδιατάρακτο τις ενώπιόν του αγόμενες διαφορές, έτσι ώστε να επιλύονται οι αμφισβητήσεις που διαπερνούν την κοινωνία με την αυθεντία της δικαστικής λειτουργίας, όταν έχει αναπτυχθεί -και μάλιστα εκτός Δικαστηρίου- κλίμα έντασης, είναι πρωτοφανής. Η άποψη, με άλλα λόγια, που δέχεται ότι το Δικαστήριο αντί να διασκεφθεί και να εκδώσει απόφαση επί οποιασδήποτε υποθέσεως, ανεξαρτήτως της φύσεώς της, είναι σκόπιμο να αναβάλει επ' αόριστον την διάσκεψή του με την επίκληση ενός κάποιου κλίματος (το οποίο βεβαίως το Δικαστήριο δεν μπορεί να ελέγξει) συνιστά κατά την γνώμη μου αρνησιδικία.

Τι θα λέγαμε αν ένας βοηθός εισηγητής αρνιόταν να καταθέσει προεισήγηση ή ένας Σύμβουλος αρνιόταν να καταθέσει εισήγηση επικαλούμενος ότι λόγω του κλίματος δεν μπορεί να ασκήσει με νηφαλιότητα τα καθήκοντά του; Μπορεί κανείς να διανοηθεί το 1969 αναβολή είτε της συζήτησης είτε της διάσκεψης επί της υποθέσεως των απολυμένων από την στρατιωτική δικτατορία δικαστών, κατ' επίκληση “δυσμενών συνθηκών” ή “κακού κλίματος”;

Ενόψει όλων αυτών δεν μπορώ να συνεχίσω να είμαι μέλος της Ένωσης.

Χρήστος Ν.Ράμμος
Αντιπρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας

Σχετικές ειδήσεις

Ροή Ειδήσεων Δημοφιλή