Στο ΣτΕ κατά των αποφάσεων Φίλη για τα θρησκευτικά θεολόγοι και γονείς
Η πρώτη προσφυγή κατά της απόφασης του τέως υπουργού Παιδείας Ν. Φίλη με την οποία επέρχεται αλλαγή στο χαρακτήρα και τον τρόπο διδασκαλίας του μαθήματος των θρησκευτικών κατατέθηκε στο Συμβουλίου της Επικρατείας.
Ειδικότερα η Πανελλήνια Ένωση θεολόγων, όπως δέκα γονείς και θεολόγοι από διάφορες περιοχές της χώρας υποστηρίζουν ότι με τις αποφάσεις του κ. Φίλη πραγματοποιείται μια ριζική αλλαγή στο χαρακτήρα του μαθήματος των θρησκευτικών, αλλοιώνοντας «τον από ιδρύσεως του Ελληνικού κράτους μέχρι σήμερα ορθόδοξο χαρακτήρα του».
Οι επίμαχες υπουργικές αποφάσεις σύμφωνα με τους προσφεύγοντες παραβιάζουν:
- το άρθρο 16 του Συντάγματος το οποίο ορίζει ότι η παιδεία αποτελεί βασική αποστολή του κράτους και μεταξύ των σκοπών της είναι η ανάπτυξη της εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης,
- το άρθρο 4 του Συντάγματος το οποίο προβλέπει την ισότητα των πολιτών,
- το άρθρο 13 του Συντάγματος το οποίο προβλέπει ότι η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης είναι απαραβίαστη,
- τη Διεθνή Σύμβαση της Ρώμης που κατοχυρώνει το ατομικό δικαίωμα της θρησκευτικής ελευθερίας και
- τις διατάξεις εκείνες του νόμου 1566/1985 που προβλέπει ότι η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης είναι απαραβίαστη.
Οι επίμαχες υπουργικές αποφάσεις παραβιάζουν και τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας που μεταξύ των άλλων έχουν κρίνει ότι:
- μεταξύ των σκοπών της παρεχόμενης στα σχολεία παιδείας είναι και η ανάπτυξη, σε τουλάχιστον επαρκή βαθμό, της θρησκευτικής συνειδήσεως των Ελλήνων μαθητών, σύμφωνα με τις αρχές του Ορθόδοξου Χριστιανικού δόγματος, η διδασκαλία του οποίου είναι η υποχρεωτική παρακολούθηση του από τους μαθητές οι οποίοι ανήκουν στην Ορθόδοξη Χριστιανική Εκκλησία και
- η Πολιτεία πρέπει να λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για την εξασφάλιση του μαθήματος των θρησκευτικών, μάλιστα με ικανό αριθμό ωρών διδασκαλίας εβδομαδιαίως.
Ακόμη υποστηρίζουν:
Το μέχρι πρότινος, διδασκόμενο μάθημα των θρησκευτικών, όπως αυτό ορίστηκε από τη Διεθνή Σύμβαση της Ρώμης της 4ης Νοεμβρίου 1950, το Σύνταγμα, το νόμο και τις δικαστικές αποφάσεις, είχε χαρακτήρα ομολογιακό, ήτοι διδακτικό της θρησκείας των μαθητών, οι οποίοι είναι στην συντριπτικοί τους πλειοψηφία στην Ελλάδα βαπτισμένοι Ορθόδοξοι Χριστιανοί, ενώ παράλληλα υπήρχαν και στοιχεία θρησκειολογίας».
Παρεχόταν μέχρι τώρα η δυνατότητα απαλλαγής από το μάθημα για τους μη Ο.Χ., ενώ διδάσκεται εναλλακτικά «ομολογιακού περιεχομένου μάθημα» θρησκευτικών για τους Έλληνες Μουσουλμάνους, Εβραίους και Ρωμαιοκαθολικούς, δηλαδή οι μαθητές στην περίπτωση αυτή διδάσκονται την πίστη των γονέων τους.
Με το νέο πρόγραμμα σπουδών το μάθημα των θρησκευτικών το μετέτρεψε σε «ιδιότυπη θρησκειολογία, στην οποία αναμειγνύονται η Ορθόδοξη Πίστη με τα υπόλοιπα δόγματα και θρησκεύματα, δημιουργώντας σύγχυση στους μαθητές, οι οποίοι λόγω του νεαρού της ηλικίας τους, κατά κανόνα αγνοούν και τα βασικότερα σημεία της πίστης στην οποία ανήκουν, ως βαπτισμένοι Ο.Χ.».
Μετατρέπεται ο χαρακτήρας του μαθήματος των θρησκευτικών, από ομολογιακό μάθημα, σε μάθημα γνώσεων των θρησκευτικών, ακυρώνοντας ουσιαστικά το αναμφισβήτητο δικαίωμα των γονέων και μαθητών για παροχή θρησκευτικής εκπαίδευσης σύμφωνα με τις δικές τους θρησκευτικές πεποιθήσεις.
Επιχειρείται μία διείσδυση στη θρησκευτική συνείδηση των μαθητών, με σκοπό τη μεταβολή της, όπως εξάλλου σημειώνεται και στην εισηγητική έκθεση των εν λόγω υπουργικών αποφάσεων, όπου γίνεται λόγος για αναστοχασμό των μαθητών πάνω στα θέματα της θρησκείας.
Η συρρίκνωση του χρόνου διδασκαλίας της ορθόδοξης πίστης, ο οποίος απορροφάται από την παράλληλη διδασκαλία των άλλων θρησκειών, με αποτέλεσμα να περιθωριοποιείται και αποδυναμώνετε πλήρως το δικαίωμα της θρησκευτικής εκπαίδευσης, κατά παράβαση των συνταγματικών διατάξεων.
Οι μαθητές στερούνται του συνταγματικού τους δικαιώματος να διδαχθούν αυτούσια την πίστη τους στο σχολείο, δικαίωμα που αντιθέτως απολαμβάνουν οι ετερόθρησκοι και ετερόδοξοι μαθητές, προσθέτουν οι γονείς.