Η Ελλάδα κατέχει αρνητικό ρεκόρ στην απονομή της Δικαιοσύνης
Την πρωτιά στις καθυστερήσεις απονομής της Δικαιοσύνης κατέχει η χώρα μας έναντι των 26 χωρών της Ευρώπης. Τα στοιχεία των εκκρεμών υποθέσεων στα Διοικητικά Δικαστήρια έδωσε στη δημοσιότητα η πρόεδρος της Ένωσης Διοικητικών Δικαστών κ. Γιανναδάκη. Έντονη κριτική δέχθηκε και η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Δικαιοσύνης, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον γενικό γραμματέα Γεωργίου Σαρλή, καθώς ο υπουργός Σταύρος Κοντονής λόγω ανειλημμένων υποχρεώσεων δεν παραβρέθηκε.
«Η χώρα μας είναι η πρώτη από 26 χώρες της Ε.Ε. με τον μεγαλύτερο αριθμό εκκρεμών διοικητικών υποθέσεων, γιατί στη Διοικητική Δικαιοσύνη μεταφέρονται κατά βάση τα προβλήματα λειτουργίας του κράτους. Στα Διοικητικά Δικαστήρια εκκρεμούν σήμερα 288.229 υποθέσεις από τις οποίες 245.795 εκκρεμούν στα Πρωτοδικεία και 42.434 στα Εφετεία.
Από αυτές το σύνολο των εκκρεμών φορολογικών υποθέσεων που κατά κανόνα προκαλούν το ενδιαφέρουν είναι 58.082, ενώ οι εκκρεμείς υποθέσεις που αφορούν άλλα αντικείμενα είναι 230.147.
Στο μεγαλύτερο Πρωτοδικείο, της Αθήνας, οι εκκρεμείς υποθέσεις φαίνεται να περιορίζονται σημαντικά από 103.490 το 2015 σε 91.453 το 2016, από τις οποίες δεν έχει ακόμη προσδιοριστεί δικάσιμος για 44.000 έναντι 72.000 το 2015.
Αλλά και σ΄ αυτό το ζήτημα δεν έγινε καμιά προσπάθεια να θεραπευτούν τα αίτια αλλά μόνο να αμβλυνθούν οι επιπτώσεις .
Μόνο τα τελευταία χρόνια ψηφίστηκαν, 38 νόμοι για την επιτάχυνση απονομής της Δικαιοσύνης, αλλά το πρόβλημα δεν λύθηκε, αφού οι όποιες δικονομικές ρυθμίσεις δεν πλήττουν την ρίζα του προβλήματος» ανέφερε η κ. Γιανναδάκη.
Μάλιστα η πρόεδρος της ΕΔΕ τόνισε πως η Ένωση έχει καταθέσει υπόμνημα με προτάσεις σε όλους τους τελευταίους τουλάχιστον υπουργούς και αναφερόμενη στον κ. Κοντονή ειπέ πως η Ένωση «έχει ζητήσει κατ΄ επανάληψη να σας δει αλλά το αίτημά μας μέχρι σήμερα δεν έχει γίνει δεκτό. Οι δικαστικές Ενώσεις έχουμε ζητήσει κατ΄ επανάληψη να δούμε και τον πρωθυπουργό αλλά το αίτημα μας μέχρι σήμερα δεν έγινε δεκτό».
Ως προς το νέο παράβολο που επιβλήθηκε στις περιπτώσεις αναβολής εκδίκασης των υποθέσεων, γνωστό ως «αναβολόσημο» η πρόεδρος της Ένωσης επισήμανε : «Θεσμοθετήθηκε και η καταβολή παραβόλου όταν το δικαστήριο κρίνει νόμιμο το αίτημα χορήγησης αναβολής, διάταξη που εξυπηρετεί ταμειακές ανάγκες του ΤΑΧΔΙΚ και όχι τον σκοπό του νόμου, δηλαδή την επιτάχυνση εκδίκασης των υποθέσεων, ενώ παραβλέπεται το γεγονός ότι η εκδίκαση των υποθέσεων αναβάλλεται σε ποσοστά που φθάνουν το 60 και 70% επειδή η διοίκηση δεν προσκομίζει τον φάκελο της υπόθεσης και τις απόψεις της».
Απευθυνόμενη και πάλι στον υπουργό Δικαιοσύνης η κυρία Γιανναδάκη καυτηρίασε και το συνεχώς αυξανόμενο κόστος των δικών που την καθιστούν συνεχώς και περισσότερο μη προσιτή στους πολίτες, ενώ τόνισε και την αξιοσημείωτη αδράνεια της Κυβέρνησης, επισημαίνοντας:
«Πράγματι κύριε υπουργέ της Δικαιοσύνης - εμείς θα συμφωνήσουμε μαζί σας - οι πολίτες που αντιμετωπίζουν σοβαρά οικονομικά προβλήματα και αποτελούν μεγάλο μέρος του ελληνικού λαού έχουν φτάσει στο σημείο να μην μπορούν πλέον να απευθύνονται στη Δικαιοσύνη. Γιατί η δικαστική λειτουργία αντιμετωπίζει πράγματι σημαντικά διαχρονικά προβλήματα που και αυτή η κυβέρνηση μέχρι σήμερα τουλάχιστον επιδεικνύει αξιοσημείωτη αδράνεια παρά τις κατ΄ επανάληψη και με σχετικά υπομνήματα επισημάνσεις του δικαστικού σώματος που παραμένουν στα συρτάρια αφού ο διάλογος με τις δικαστικές Ενώσεις απουσιάζει. Γιατί στο όνομα της επιτάχυνσης αλλά και κάλυψης ταμειακών αναγκών του κράτους περιορίζεται διαρκώς το δικαίωμα του για δικαστική προστασία. Γιατί το συνεχώς αυξανόμενο κόστος της δίκης σε συνδυασμό με την καθυστέρηση εκδίκασης των υποθέσεων είναι παράγοντες αποτρεπτικοί για να προσφύγει κανείς στη Δικαιοσύνη».
Οι αγωγές που κατατίθενται σήμερα στα Διοικητικά Δικαστήρια προσδιορίζονται μετά από 7 χρόνια, καθώς προτεραιότητα έχουν οι φορολογικές υποθέσεις έτσι ώστε να μπορεί να υπάρχει εισροή χρημάτων στον κρατικό κορβανά.
Αναλυτικότερα, για τους προσδιορισμούς η κυρία Γιανναδάκη είπε ότι : «μια αγωγή που κατατίθεται σήμερα εκδικάζεται μετά από 7 χρόνια.... Γιατί εξαιτίας του κατά προτίμηση προσδιορισμού των φορολογικών υποθέσεων λόγω μνημονιακής υποχρέωσης ο προσδιορισμός των αγωγών αποζημίωσης έμεινε πίσω».
Στη γενική συνέλευση της ΕΔΔ παραβρέθηκαν και χαιρέτησαν εκπρόσωποι των κομμάτων, των δικαστικών Ενώσεων, κ.λπ.
Εκ μέρους του Πρωθυπουργού και του κ. Κοντονή χαιρέτησε ο γενικός γραμματέας του υπουργείου Δικαιοσύνης Γ. Σάρλης, ο οποίος αναφέρθηκε στο έργο του υπουργείου, τονίζοντας, μεταξύ των άλλων, ότι θα καλυφθεί το έλλειμμα δικαστικών υπαλλήλων, ενώ προβλέφθηκαν νέες θέσεις δικαστών οι οποίοι μέσα στο 2017 θα τοποθετηθούν. Ακόμη, ανέφερε ότι ήδη στο υπουργείο λειτουργούν πολλές νομοπαρασκευαστικές για τα θέματα της πολυνομίας και της κακονομίας.
Από τη ΝΔ χαιρέτησε ο βουλευτής Ν. Παναγιωτόπουλος, ο οποίος επισήμανε ότι είναι σημαντική για τις επενδύσεις η ταχύτητα απονομής της Δικαιοσύνης, ενώ τόνισε ότι στο χώρο της Δικαιοσύνης, έχουν γίνει μεν κάποια πράγματα, αλλά πρέπει να γίνουν και άλλα, καθώς ο αγώνας για τις μεταρρυθμίσεις πρέπει να είναι διαρκής.
Ο γενικός γραμματέας της κεντρικής επιτροπής του ΚΚΕ Δ. Κουτσούμπας επισήμανε ότι το αναβολόσημο πρέπει να καταργηθεί, ενώ δήλωσε τη συμπαράστασή του στις δικαστικές Ενώσεις για το μισθολογικό ζήτημα (μείωση αποδοχών) και εξέφρασε την αντίθεσή του στην πρόθεση της Κυβέρνησης να δημιουργήσει δικαστές δύο ταχυτήτων. Παράλληλα, με τον δικό του τρόπο έδωσε τα εύσημα στους δικαστές, που έκλεισαν το δρόμο για την αύξηση του ορίου συνταξιοδότησης των δικαστών, λέγοντας χαρακτηριστικά: «Είναι δική σας κατάκτηση το γεγονός ότι σταματήσατε την συζήτηση για την αύξηση των ορίων αποχώρησης των δικαστών».
Ο Στ. Θεοδωράκης (Ποτάμι) επανέλαβε το κατρακύλισμα, όπως το χαρακτήρισε, της χώρας μας 11 θέσεις στην κατάταξη για τη διαφθοράς και προσέθεσε ότι εάν η Δικαιοσύνη δεν επιταχύνει τους ρυθμούς τους δεν θα έχουμε ανάπτυξη».
Ο Ευθύμιος Αντωνόπουλος (ΣτΕ) εκ μέρους όλων των δικαστικών Ενώσεων επισήμανε ότι δεν μπορούμε να είμαστε απλοί παρατηρητές της κρίσης που περνάει η χώρα μας, αλλά με τις πράξεις και τις αποφάσεις μας μπορούμε να ενισχύσουμε το κύρος του θεσμού.