Ο Σμπώκος ζήτησε αναίρεση του βουλεύματος με το οποίο παραπέμπεται σε δίκη για μίζες
Σύμφωνα με τον Γ. Σμπώκο η νέα παραπομπή του έγινε με βάση τα ίδια τραπεζικά εμβάσματα για τα οποία ήδη δικάζεται για δωροδοκία σε ένα άλλο εξοπλιστικό πρόγραμμα, την προμήθεια των ρωσικών πυραυλικών συστημάτων TOR-M1.
Το παραπεμπτικό βούλευμα
Με το υπ’ αριθμ. 621/2017 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών της Αθήνας, παραπέμφθηκαν στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων 9 κατηγορούμενοι, μεταξύ των οποίων είναι ο Γιάννης Σμπώκος, ο αντιπρόσωπος της ρωσικής προμηθεύτριας εταιρείας Rosovooruzehnia (διάδοχος εταιρεία –κατά τον κ.Σμπώκο-της ΑΝΤΕΥ στο πρόγραμμα των TOR M1) Λάμπρος Μπαρτζώκας, οι χρηματιστές Πέτρος και Γιώργος Χριστοδουλίδης και ο επιχειρηματίας Γιώργος Καμάρης. Ξέπλυμα μαύρου χρήματος και παθητική ή ενεργητική δωροδοκία είναι οι κατηγορίες που αντιμετωπίζουν για τη σύμβαση που υπεγράφη το 1998, επί υπουργίας Ακη Τσοχατζόπουλου.
Σύμφωνα με τα όσα έχει καταθέσει ο επίσης κατηγορούμενος Αντώνης Κάντας, για τη σύμβαση προμήθειας των ρώσικων αντιαεροπορικών συστημάτων «έλαβε μίζα 1,7 εκ δολάρια, ως «δώρο» το οποίο του είχε υποσχεθεί ο Λ. Μπαρτζώκας».
Για τον Γιάννη Σμπώκο, ο Κάντας είχε υποστηρίξει ότι «ο κ. Μπαρτζώκας περί το 1998, του είχε πει ότι από το πρόγραμμα OSA, η προμηθεύτρια εταιρεία θα έδινε στον κ. Σμπώκο πολλά λεφτά, γιατί ήταν πολύ απαιτητικός, μέχρι που τους είχε εκνευρίσει».
Η προσφυγή στον Άρειο Πάγο
Ο Γιάννης Σμπώκος, οι αδελφοί Χριστοδουλίδη, ο Γ.Καμάρης και ο Λ.Μπαρτζώκας ζητούν με την αίτηση τους στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου, την αναίρεση του παραπεμπτικού βουλεύματος.
Ο διευθυντής Εξοπλισμών επί υπουργίας Ακη Τσοχατζόπουλου, Γιάννης Σμπώκος, υποστηρίζει ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα:
α) πάσχει από απόλυτη ακυρότητα,
β) πάσχει από εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικών ποινικών διατάξεων,
γ) τον παραπέμπει απαραδέκτως να δικαστεί για πράξεις, για τις οποίες υφίσταται ήδη εκκρεμοδικία και δεδικασμένο, το οποίο απαραδέκτως παραβιάζει (και μάλιστα contra σε αντίθετη εισαγγελική πρόταση),
δ) τον παραπέμπει να δικαστεί για πράξεις, για τις οποίες δεν έχει ακολουθηθεί η υποχρεωτική δικονομική διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 86 του Συντάγματος και, κατ’ ακολουθία αυτών,
ε) πάσχει από έλλειψη νομίμου βάσεως.
Ο κατηγορούμενος παραθέτει στην προσφυγή του τα αποσπάσματα των δύο παραπεμπτικών βουλευμάτων (για τα ΤΟR M1 και τα OSA), βάσει των οποίων, όπως λέει, υπάρχει αντιγραφή των ίδιων εμβασμάτων που θεωρούνται μίζες. Όπως αναφέρει στην προσφυγή του:
«Στη δικογραφία για τα ΟSΑ δεν υπάρχει κανένα απολύτως άλλο στοιχείο, έγγραφο ή μαρτυρία που να αναφέρεται σε παθητική δωροδοκία στο πρόσωπό μου. Η ανάκριση άνευ εταίρου θεώρησε αυθαιρέτως ότι τα εμβάσματα αυτά δήθεν σχετίζονται με παθητική δωροδοκίας εις βάρος μου, αγνοώντας παράλληλα ότι τα ίδια ακριβώς εμβάσματα συσχετίστηκαν για την ίδια κατηγορία εις βάρος μου (παθητική δωροδοκία) στο αμετάκλητο παραπεμπτικό Βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών για την υπόθεση των TOR-M1, γεγονός το οποίο, οδηγεί σε πασίδηλη εκκρεμοδικία. Τα επίμαχα εμβάσματα είναι ταυτόσημα ως προς τον αποστολέα, ως προς τον παραλήπτη, ως προς τα ποσά και τις ημερομηνίες. Δηλαδή, σε ότι αφορά εμένα, το σύνολο των κατηγοριών της παρούσης υπόθεσης, εμπεριέχεται και ταυτίζεται με το βούλευμα για τα ΤΟR M1.»
Στην προσφυγή του στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου, ο Γιάννης Σμπώκος θέτει επίσης έμα για τη μη διαβίβαση της δικογραφίας στη Βουλή, για τον Ακη Τσοχατζόπουλο, ο οποίος στο παραπεμπτικό βούλευμα θεωρείται «συναυτουργός του στο ξέπλυμα μαύρου χρήματος».
Όπως αναφέρει, ναι μεν η δωροδοκία για τον πρώην υπουργό έχει παραγραφεί, λόγω της γνωστής συνταγματικής απαλλακτικής διάταξης για τους υπουργούς, δεν τίθεται όμως θέμα παραγραφής για το αδίκημα του ξεπλύματος, για το οποίο, όπως λέει, ουδέποτε διαβιβάστηκε η δικογραφία στη Βουλή.
Παράλειψη που κατά τον προσφεύγοντα αποτελεί ακόμα ένα λόγο αναίρεσης του βουλεύματος: «Κατ’ ουδεμία περίπτωση δύναται να χωρίσει, παραδεκτώς, δίωξη και παραπομπή μου, αυτοτελώς από τον φερόμενο ως συναυτουργό υπουργό, στα κοινά ποινικά δικαστήρια , ενόψει της σαφούς συνταγματικής ρυθμίσεως. Στην προκειμένη, όμως, περίπτωση, η ανωτέρω, υποχρεωτική προδικασία δεν ακολουθήθηκε, γεγονός, το οποίο επίσης επιφέρει απαράδεκτο της παρούσης διώξεως, καθιστώντας το πληττόμενο βούλευμα αναιρετέο και εξ αυτής της αιτίας.»