Ποινή κάθειρξης επτά ετών με αναστολή στον μετακλητό υπάλληλο του Μιχαλολιάκου στη Βουλή
Αν και ο ίδιος στην απολογία του έκανε λόγο για «πολιτική στοχοποίηση» το Μονομελές Εφετείο Κακουργημάτων καταδίκασε τον χρυσαυγίτη για το κακούργημα της ληστείας και μετέτρεψε την πλημμεληματική κατηγορία της βαριάς σκοπούμενης σωματικής βλάβης, σε επικίνδυνη σωματική βλάβη.
Το δικαστήριο μάλιστα δεν αναγνώρισε στον κατηγορούμενο το ελαφρυντικό του προτέρου εντίμου βίου και του επέβαλε τους περιοριστικούς όρους της επιβολής εγγυοδοσίας, ύψους 2.000 ευρώ και της υποχρεωτικής εμφάνισης σε αστυνομικό τμήμα δύο φορές το μήνα.
Νωρίτερα, ο Αλέξης Λάζαρης, που υπήρξε θύμα της επίθεσης, αναγνώρισε στο πρόσωπο του κατηγορουμένου έναν από τους δράστες που τον ξυλοκόπησε και τον λήστεψε:
«Θυμάμαι το σημάδι του κυρίου, ότι είχε σκαμμένο πρόσωπο από την ακμή, και το χαμόγελο». Κατέθεσε επίσης ότι κυνηγήθηκε από 3-4 άτομα και όταν πλέον τον έφτασαν άρχισαν να τον χτυπούν με γροθιές και κλωτσιές κυρίως στον αυχένα και το κεφάλι. Στη συνέχεια, όπως είπε, «αρχίζουν να με σέρνουν και τους ακούω να λένε πως θα με πάνε στα γραφεία της Χρυσής Αυγής. Ένας περαστικός είπε ότι είχε καλέσει την αστυνομία».
Σύμφωνα με τον φοιτητή, όλα ξεκίνησαν έξω από τα κεντρικά γραφεία της Χρυσής Αυγής κατά τη διάρκεια αντιφασιστικής πορείας. Όταν τον είδαν μέλη της οργάνωσης, του φώναξαν ότι εκείνος προκάλεσε ζημιές στο κτίριο και άρχισαν να τον κυνηγούν. «Άρχισα να τρέχω μέχρι που με έφτασαν στο πάρκινγκ. Έτρεχα με την ελπίδα ότι θα φτάσω στο σπίτι μου. Έτρεχα από φόβο και γιατί είχα την επίγνωση ότι με κυνηγούσαν» είπε.
Ανάμεσα στους αυτόπτες μάρτυρες, ήταν και μία κάτοικος της περιοχής, νοσοκόμα στο επάγγελμα, η οποία είδε το νεαρό να ξυλοκοπείται, «με πλησίασε το παιδί και τον έβαλα να καθίσει στο πεζοδρόμιο. Ο κατηγορούμενος γελώντας τον ρώτησε “πονάς αγόρι μου;”. Απάντησε “πονάω” και άρχισε να τον κλωτσάει. Ήταν ειρωνικό σχόλιο. Ο νεαρός δεν κατάλαβε τι συνέβαινε, ήταν ήδη χτυπημένος», περιέγραψε η μάρτυρας, καταλήγοντας ότι φοβήθηκε για τη ζωή του νεαρού, καθώς «κάθε χτύπημα μπορούσε να ήταν μοιραίο».