Δολοφονία Πεντέλη: Συγκλονίζει η μητέρα του 19χρονου - «Από την πρώτη στιγμή ήξερα ότι ήταν νεκρός»
Υπό ισχυρή αστυνομική δύναμη οδηγήθηκε στα δικαστήρια ο κατηγορούμενος για τη δολοφονία του φοιτητή Θοδωρή Γαλαζούλα τον Μάιο του 2016 στην Πεντέλη, υπόθεση που εχει εξελιχθεί σε βεντέτα, με τον πατέρα του θύματος να βρίσκεται πλέον υπόδικος για τη δολοφονία του πατέρα του κατηγορούμενου.
Ο κατηγορούμενος για τη δολοφονία του φοιτητή, μέσω του συνηγόρου του, αρνήθηκε τις κατηγορίες και υποστήριξε ότι αντιμετωπίζει ψυχοπαθητικό πρόβλημα και ότι είναι τοξικομανής. Κατά τη σημερινή διαδικασία ο πρόεδρος του δικαστηρίου ζήτησε από τον επικεφαλής της φρουράς να απομακρύνει τον κατηγορούμενο προκειμένου να προσέλθει στην αίθουσα ο πολιτικώς ενάγων πατέρας του θύματος προκειμένου να αποφευχθούν επεισόδια.
Λίγα λεπτά αργότερα μπήκε στη δικαστική αίθουσα συνοδευόμενος από αστυνομικούς και ξεκίνησε την κατάθεσή του:
Παν. Γαλαζούλας:
«Από που να αρχίσω και που να τελειώσω. Εκείνη την περίοδο ο γιος μου δεν έμενε μαζί μου. Εκείνο το Σαββατοκύριακο βρισκόμουν στη Θεσσαλονίκη και γύρισα ξημερώματα Κυριακής. Ο γιος μου ήταν στο σπίτι μέχρι το απόγευμα της Κυριακής. Συναντήθηκε με φίλους του στην πλατεία στα Γλυκά Νερά. Τον είδαν παιδιά από τη γειτονιά. Είχε μια τηλεφωνική συνομιλία με αυτόν, από ότι φάνηκε είχε κάποιο ραντεβού με μια κοπέλα η οποία όμως δεν πήγε. Υποτίθεται ότι του χρωστούσε 15€ και ήθελε να του τα δώσει. Μίλησε στο κινητό μαζί του, είχε μιλήσει 600 φορές μαζί του το τελευταίο τρίμηνο. Τον είδαν ότι επιβιβάστηκε στο αυτοκίνητο του και φύγανε»
«Ήταν πολύ κοινωνικό παιδί, είχε πολλούς φίλους. Ήταν πολύ αγαπητό παιδί», συμπλήρωσε ο πατέρας του φοιτητή. «Δεν ακολούθησαν τη συνήθη διαδρομή. Δεν ξέρω για ποιο λόγο. Δεν ξέρω αν παρέλαβαν κάποιον άλλο από το δρόμο ή αν συναντήθηκαν με κάποιον. Έκαναν το γύρο για να πάνε. Δεν μπορώ να εξηγήσω. Την επόμενη μέρα το πρωί και η σύζυγος μου και εγώ αρχίσαμε να του τηλεφωνούμε. Δεν απαντούσε κάνεις», κατέληξε.
- Γνωρίζετε αν ο γιος σας έκανε χρήση ναρκωτικών;
«Δεν το γνώριζα αλλά το διαπίστωσα τον Φεβρουάριο, τότε που έφυγε από το σπίτι. Όταν είδα κάποια πράγματα στο σπίτι του είπα πρόσεχε τι κάνεις απομονώσου κι εκείνος μου απάντησε εγώ για τους φίλους μου θα βγω από το μπαλκόνι. Τότε του είπα αν είναι να βγαίνεις από το μπαλκόνι να δεις τους φίλους σου, να φύγεις από την πόρτα.Ένας από φίλους του ήταν κι αυτός. Γι αυτό το φίλο του θα έβγαινε από το μπαλκόνι. Ήξερα όλους τους φίλους του με τους οποίους επικοινωνούσε. Έναν μόνο δεν ήξερα. Αυτόν. Προσπάθησα, όχι όσο έπρεπε, έπρεπε να προσπαθήσω κι άλλο, προσπάθησα να έχω επαφή αλλά παρ όλα τα τηλέφωνα δεν μπορούσα να επικοινωνήσω μαζί του. Πάντοτε είχε λεφτά στην τσέπη του, δεν υπήρχε περίπτωση να τον αφήσουμε, δεν υπήρχε περίπτωση να ζητήσει ελεημοσύνη. Με πήρε ο κουμπάρος μου τηλέφωνο. Επί λέξη, μου είπε, είναι άσχημα τα πράγματα. Βρέθηκε. Αυτό μου είπε. Πήγα στο σημείο που βρέθηκε την ίδια στιγμή», συμπλήρωσε ο πατέρας και περιέγραψε ακριβώς τον τόπο δολοφονίας, «Το χώρο τον θυμάμαι εκατοστό προς εκατοστό. Τον είχε ρίξει στο χαντάκι. Η μεγάλη κηλίδα του αίματος είναι στη μέση του χωματόδρομου. Σταματάει και μετά είναι στο χαντάκι. Δεν πήγε μόνος του. Κάποιοι τον σήκωσαν από εκεί. Κάποιοι του ρίξαν τη χαριστική βολή εκεί που βρέθηκε. Το ίδιο βράδυ πήγα και στο σπίτι του στους Αμπελοκήπους. Ήταν καθαρό το σπίτι, τακτοποιημένα τα πράγματα στο σαλόνι. Το υπνοδωμάτιο ήταν ανακατεμένο. Δεν φαινόταν να λείπει κάτι. Δεν ξέρω αν είχε άλλος κλειδιά του σπιτιού. Οι φίλοι του αυτό που είχαν αναφέρει είναι ότι αυτός ήταν στην κηδεία, ότι πέταγε λουλούδια στον τάφο. Όταν τον ρωτούσαν οι φίλοι του αν φοβάται τους έλεγε δεν φοβάμαι τίποτα γιατί έχω το Ριτζάκη πίσω μου. Κι εκεί τον είχε. Τον είχε πίσω του. Περίμενε σαν ύπουλο φίδι την κατάλληλη στιγμή. Να του στήσει την παγίδα για να τον ληστέψει. Του είχε εμπιστοσύνη το παιδί μου. Ο Ριτζάκης ήταν μεγαλύτερος, είχε αμάξι, από ότι φαίνεται τον πήγαινε σε κάποια ραντεβού. Σε αυτό το τελευταίο ραντεβού μου είπαν οι φίλοι του ότι ήθελε να κάνει μια τελευταία δουλειά. Δεν έλεγε ποτέ στους φίλους του που πήγαινε και τι έκανε. Για να τους προφυλάσσει όπως λένε οι ίδιοι. Κι αυτό το φίδι το ύπουλο, αυτός ο ανανδρός του έστησε την παγίδα και περίμενε την κατάλληλη στιγμή. Τον σκύλεψε το νεκρό. Αφού τον δολοφόνησε, αφού του έδωσε τη χαριστική βολή τον σκύλεψε. Ελεγα στους αστυνομικούς γιατί μου λέτε καλά πράγματα; Πείτε μου κάτι άσχημο. Ό,τι έκανε κακό σε ανθρώπους, ό,τι αδίκησε, ό,τι έκλεψε, βίασε. Έψαχνα να πιαστώ από κάπου. Αλλά αυτός ήταν ο Θοδωρής. Καλός και αγαθός. Έδειχνε εμποστοσυνη στους ανθρώπους. Και στους φίλος του, όλα για τους φίλους του. Γι αυτούς θα έβγαινε από το μπαλκόνι. Είχε βαρεθεί τα σκοτάδια. Είχε βαρεθεί να πηγαίνει από πλατεία σε πλατεία. Ήθελε να κάνει μια τελευταία δουλειά. Καποιοι λένε για 3-5 χιλιάδες. Εγώ δεν είχα δει ποτέ αυτά τα λεφτά. Ο Θοδωρής δεν ήταν σπάταλο παιδί. Δεν έκανε αυτό που λέμε μεγάλη ζωή. Στο στρατό που πληρωνόταν συν αυτά που του στέλναμε. Ήταν συνετό παιδί. Δεν ξέρω για ποσό καιρό την έκανε αυτή τη δουλειά», είπε ο πατέρας.
«Στον Θοδωρή είχα τυφλή και απόλυτη εμποστοσύνη και του το είχα δείξει. Όταν τελείωσε έκανε κάτι για το οποίο υπερηφανεύονται. Πήγε εθελοντής στο στρατό ενώ είχε περάσει στο πανεπιστήμιο. Δεν έκανε χρήση της τρίτεκνιας για να κάνει μειωμένη θητεία. Ήμουν υπερήφανος γι' αυτό το παιδί. Ήξερε από την τρίτη λυκείου τι ήθελε να σπουδάσει. Ήταν συνειδητοποιημένο παιδί και Γι αυτό ήμουν υπερήφανος. Πήγε να κάνει τη θητεία του να φυγει η υποχρέωση και μετά να τελειώσει το πανεπιστήμιο. Όταν απολύθηκε και γύρισε σπίτι αντιλήφθηκα τα ναρκωτικά. Την ινδική κάναβη. Είδα μια φωτογραφία. Του είπα τι είναι αυτά τα πράγματα, υπάρχουν κορίτσια στο σπίτι, πρόσεχε τι κάνεις, πρόσεχε τους φίλους σου, απομακρύνσου. Τα έλεγα σε έντονο ύφος. Μετά έφυγε από το σπίτι και δεν ξανά μιλήσαμε. Για το Ριτζακη πρώτα έμαθα ότι πήγε στην κηδεία του παιδιού μου, ότι πέταγε λουλούδια, ότι ρωτούσε αν έχουν μάθει κάτι. Από ότι φαίνεται δεν ήταν η πρώτη φορά που κουβαλούσε όπλα μαζί του. Είχε ένα μικρό οπλοστάσιο στο σπίτι του. Δεν τον συναναστρέφονταν οι κολλητοί του Θοδωρη», κατέληξε.
Τσοβόλας: Τον πατέρα του κατηγορούμενου, που έχει κι ένα άλλο παιδί που σπουδάζει το γνωρίζατε;
Πατέρας: Τι σχέση έχει αυτό με την υπόθεση
Τσοβόλας: Τι οικογένεια ήταν ξέρατε;
Πατέρας: Όχι, που να ξέρω.
Η σοκαριστική κατάθεση της μάνας
Η μητέρα του 20χρόνου φοιτητή, Καλλιόπη Χαριτίδου, η οποία φορούσε μία μαύρη μπλούζα η οποία στο πίσω μέρος έγραφε με λευκά γράμματα : «ΘΟΔΩΡΗΣ ΓΑΛΑΖΟΥΛΑΣ,ΕΤΩΝ 19, ΔΟΛΟΦΟΝΗΘΗΚΕ 8 – 5 – 16, ΑΠΟ ΕΝΑ ΤΣΟΓΛΑΝΟ, ΑΠΟ ΕΝΑ ΚΑΘΑΡΜΑ, ΑΠΟ ΕΝΑ ΚΤΗΝΟΣ» και μπροστά είχε φωτογραφία του όταν ήταν στρατιώτης, περιέγραψε πως ο γιος της ήταν ένα ευαίσθητο παιδί που έγραφε στίχους και ποιήματα.
Βρισιές και κατάρες στην δίκη για τη δολοφονία του φοιτητή στην Πεντέλη
«Τα είχε μέσα σε αυτή την τσάντα που εξαφανίστηκε. Του είπα ότι αφού του αρέσει να συνεχίσει και αν καταφέρει να τα πουλήσει να βγάλει ένα χαρτζιλίκι. Ήξερα από την πρώτη στιγμή ότι το παιδί μου δεν είναι στη ζωή»
Όπως είπε ανησύχησε αμέσως μετά την εξαφάνιση του. «Μπαίνοντας μέσα στο σπίτι είδα τη σφουγγαρίστρα όπως την είχα αφήσει. Άρχισα να ρωτάω στην αστυνομία και στους φίλους του. Με έπιασε πανικός. Το απόγευμα δήλωσα την εξαφάνιση του. Από εκείνη τη στιγμή ήξερα ότι το παιδί μου δεν ήταν στη ζωή. Δεν υπήρχε περίπτωση να μην επικοινωνήσει μαζί μου» τόνισε η μητέρα του θύματος.
«Δεν ξέραμε για τα ναρκωτικά»
Για το θέμα των ναρκωτικών τόνισε πως εάν το ήξεραν θα είχα λάβει άλλα μέτρα. «Είναι το παράπονο μου από την παρέα του γιατί δεν ήρθε κάνεις να μας πει. Θεωρώ ότι η ληστεία είναι το κίνητρο. Τον θεωρούσε φίλο του ο οποίος όπως φαίνεται τον πρόδωσε. Για ποιον λόγο πήγαν δεν ξέρω. Αυτός που τον σκότωσε αυτός ξέρει.Εμείς δεν είμαστε γονείς που δίνουμε όπλα στα παιδιά μας, σπίτια και αυτοκίνητα»
«Τον σκότωσε και έγραψε στο Faceboook «φίλε πού είσαι»
Η μητέρα μάλιστα αναφέρθηκε και στη συμπεριφορά του δράστη μετά τη δολοφονία. «Αφού είχε σκοτώσει το παιδί μου ανέβασε στο facebook : «Φίλε που είσαι». Υπάρχει χειρότερη προσβολή από το να έρθει στην κηδεία του παιδιού μου που μου τον επέφεραν σε ένα άσπρο φέρετρο. Πανούργος ήταν ήθελε να καλύψει τα ίχνη του. Είχε δείξει και το όπλο του, το είχε ετοιμάσει από πριν.
Σκότωσε και εμάς μαζί με το παιδί μου
Στο τέλος της κατάθεση της, η γυναίκα ξέσπασε φωνάζοντας: «Δε με νοιάζει τι του πήρε, δεν είχε δικαίωμα να σκοτώσει το παιδί μου. Σκότωσε εμένα τον πατέρα του τα αδέλφια του τους παππούδες το νονό του που τον βρήκε νεκρό. Να τον χαίρεστε. Δεν σας εύχομαι ποτέ να έρθετε στη δικιά μου τη θέση να θάψετε το παιδί σας».