Έγκλημα Γουδή: «Τη λάτρευα, μόνο να ελευθερωθεί ήθελα», ισχυρίζεται η 68χρονη μητροκτόνος
Η κατηγορούμενη που εντοπίστηκε το Σάββατο (15/06) να σέρνει στο δρόμο μία κουβέρτα όπου μέσα βρισκόταν το άψυχο σώμα της 92χρονης μητέρας της, απολογήθηκε σήμερα, ενώ μετά από αίτημα του συνηγόρου υπεράσπισής της, Σπ. Δημητρίου, διατάχθηκε η διενέργεια ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης προκειμένου να εξακριβωθεί η κατάσταση της υγείας της.
Η 68χρονη φέρεται να σκότωσε τη μητέρα της το πρωί του Σαββάτου, προκαλώντας της ασφυξία και στη συνέχεια την έδεσε, την τύλιξε σε μια κουβέρτα και την παράτησε στο πεζοδρόμιο, σε κοντινή απόσταση από το σπίτι στο οποίο ζούσαν μαζί στου Γουδή.
Στην αστυνομία, μετά τη σύλληψή της, η μητροκτόνος εμφανίζεται να είπε ότι προχώρησε στην αποτρόπαια πράξη, προκειμένου να απαλλάξει τη μητέρα της από το μαρτύριο της, επειδή έπασχε από άνοια.
Η σοκαριστική απολογία της
«..Εγώ τη μαμά μου την αγαπούσα όσο τίποτα άλλο στον κόσμο. Ήμουνα μοναχοπαίδι. Σε όλη μου τη ζωή η μαμά μου ήταν μαζί μου. Έχω δύο παιδιά. Στις γέννες μου ήταν μαζί μου. Παντού ήταν μαζί μου. Ατύχησα στο γάμο μου και ζούσα μαζί με τη μαμά μου στο Γουδή. Από το 1978 έμενε η μαμά μου μαζί μου και με τον άντρα μου και τα παιδιά μου. Χώρισα πριν από 26 χρόνια και τα παιδιά μου έφυγαν από το σπίτι πριν από 20 χρόνια. Από τότε μέναμε μαζί με τη μαμά μου, οι δυο μας» είπε η ίδια, μιλώντας για τη σχέση της με τη μητέρα της, όπως μεταδίδει το cnn.gr.
Συνεχίζοντας, η 68χρονη είπε πως πριν από ένα χρόνο, η μητέρα της άρχισε να εμφανίζει σημάδια άνοιας.
«Στην αρχή δεν ήξερα τι ήταν, νόμιζα πως ήταν σπάσιμο νεύρων. Αργότερα κατάλαβα ότι ήταν άνοια βαριάς μορφής. Συνέχεια ξέχναγε και με κατηγορούσε ότι της έπαιρνα τα πράγματα και ότι δεν την άφηνα να βγαίνει από το σπίτι. Όταν γινόταν καλύτερα μου έλεγε πόσο με αγαπούσε και της έλεγα κι εγώ πόσο την αγαπούσα. Τη φρόντιζα και συνέχεια με έπαιρναν τηλέφωνο από την Αστυνομία και πήγαινα και την έπαιρνα. Όλη την ώρα αυτό γινόταν» ανέφερε η 68χρονη γυναίκα.
Παράλληλα, η 68χρονη μητροκτόνος περιέγραψε πώς επιβαρύνθηκε η κατάσταση της μητέρας της μετά από την εισαγωγή της στο νοσοκομείο.
«(…) Πριν δύο βδομάδες πήγε στο “Γεννηματά” για να χειρουργηθεί επειδή είχε πέσει από ένα παγκάκι. Χθες το βράδυ βγήκε από το Νοσοκομείο και ήταν σαν φυτό. Ούτε μπορούσε να μιλήσει, ούτε καταλάβαινε τίποτα. Μόνο κουνιόταν αριστερά και δεξιά. Τον τελευταίο καιρό με παρακαλούσε να πεθάνει. Συνέχεια μου έλεγε ότι ήθελε να συναντήσει τους γονείς της και τον άντρα της που είχαν πεθάνει. Ήταν 97 χρονών. Δεν είχε άλλη ζωή και βασανιζόταν. Συνέχεια έκλαιγα που την έβλεπα έτσι. Σήμερα το πρωί, κατά τις οχτώ παρά τέταρτο, τη βρήκα κατουρημένη στο κρεβάτι της. Ήταν σε κακά χάλια. Τότε κατάλαβα ότι είχε τελειώσει η ζωή της, δεν μπορούσε να ζήσει άλλο έτσι. Ήταν θέμα χρόνου να πεθάνει και θα πέθαινε βασανισμένη. Γι’ αυτό της έβαλα σελοτέιπ, αυτό το φαρδύ, στο στόμα και στη μύτη και έσβησε ήσυχα σε πέντε λεπτά. Της έκλεινα τα μάτια στην αρχή και εκείνη τα άνοιγε και με κοιτούσε, ώσπου τα κράτησε κλειστά και “έφυγε”. Μετά μάζεψα τα ρούχα της για να τα πετάξω, γιατί δεν άντεχα να τα βλέπω. Δεν άντεχα να βλέπω και τη μαμά μου πεθαμένη στο σπίτι. Μπορείς να βλέπεις τη μαμά σου πεθαμένη στο σπίτι σου; Γι’ αυτό την έβγαλα από το σπίτι. Τη σκέπασα προηγουμένως με ένα χειμωνιάτικο μάλλινο κιλίμι δικό της. Δεν μπορώ να σας πω κάτι άλλο. Είμαι σε πολύ άσχημη κατάσταση, το μόνο που μπορώ να σας πω είναι ότι δεν ήθελα να φύγει η μαμά μου. Τη λάτρευα, μόνο να ελευθερωθεί ήθελα. Δεν είχε άλλη ζωή μέσα της, βασανιζόταν».
Διαβάστε επίσης:
Καιρός: Χαλάζι και καταιγίδες «χτυπούν» την Αθήνα