Ο Πάπας στην Ελλάδα: Μια ιστορία Εκκλησιαστικής -και όχι μόνο- διπλωματίας αλλά και διαφορών
Μόλις η τρίτη επίσκεψη Πάπα σε διάστημα περίπου 1.000 χρόνων θα είναι αυτή που θα πραγματοποιηθεί από τις 4 ως τις 6 Δεκεμβρίου στην Ελλάδα. Ο Πάπας Φραγκίσκος, ωστόσο, θα γίνει ο δεύτερος Πάπας στη σύγχρονη ιστορία που θα έρθει στη χώρα μας και ο πρώτος που θα το κάνει για δεύτερη φορά, σε διάστημα πενταετίας μάλιστα, δείχνοντας πως για ακόμα μια φορά Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία και Ελληνορθόδοξη Εκκλησία προσπαθούν να κάνουν βήματα προσέγγισης. Το να υπάρξει απόλυτη σύμπνοια και ένωση των Εκκλησιών βέβαια, παραμένει κάτι πάρα πολύ μακρινό, αν όχι ουτοπικό.
Οι διαφορές που άλλοτε οξύνονται και άλλοτε αμβλύνονται, από το Σχίσμα του 1.054 και έκτοτε, παραμένουν, άλλωστε, μεγάλες. Οι ιεροτελεστικές, και οι πολιτικές σε κάποιες περιπτώσεις, διαφωνίες ακόμα και σήμερα ειναι αρκετά ισχυρές. Αν και στη σύγχρονη εποχή, στην τομέα της πολιτικής οι χώρες της Δύσης πλέον έχουν αρχίσει να βλέπουν τις απόψεις τους να τέμνονται σε αρκετά σημεία... Ίσως αυτός να είναι και ο λόγος που πλέον μια επίσκεψη του Πάπα στην Ελλάδα δεν εγείρει τα πάθη των Ορθόδοξων Χριστιανών και δεν προκαλεί το σφοδρό κύμα αντιδράσεων που είχαν υπάρξει πριν από 20 χρόνια, όταν για πρώτη φορά ο προκαθήμενος της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας επισκέφθηκε τη χώρα μας έπειτα από το Σχίσμα.
Ο Πάπας Ιωάννης Παύλος Β’ από το 1999 είχε εκδηλώσει πρόθεση να βαδίσει στα χνάρια του Απόστολου Παύλου, κάτι που σήμαινε απαραίτητη επίσκεψη στην Ελλάδα. Η σφοδρή αντίθεση μελών της Εκκλησίας της Ελλάδος, ωστόσο, προς το πρόσωπό του και προς το Βατικανό, δεν άφηνε πολλά περιθώρια. Η εκκλησιαστική διπλωματία, παρά το γεγονός ότι στον θρόνο του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και Πάσης Ελλάδος βρισκόταν ο οξυδερκής και ηγετικός Χριστόδουλος, ήταν αρκετά «πίσω» σε σχέση με όσα ακολούθησαν τα επόμενα χρόνια.
Και πιστώνεται σε μεγάλο βαθμό στον ίδιο τον Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο εκείνο το πρώτο βήμα, με την έλευση του Πάπα στην Ελλάδα για πρώτη φορά μετά το 1.054 αλλά και τις δυο δικές του παρουσίες στο Βατικανό. Ο ικανότατος και διορατικός Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος, παρά τις ενστάσεις ακόμα και της Ιεράς Συνόδου, είχε καταφέρει εν τέλει να κάνει εξωστρεφή την Εκκλησία της Ελλάδας, κάνοντας κυρίως πολιτικούς χειρισμούς που κατεύνασαν τα πάθη και τις αντιδράσεις και έφεραν στο προσκήνιο την προσπάθεια να καμφθούν οι διαφορές Ορθόδοξης και Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Ο μακαριστός Χριστόδουλος, διείδε, φαίνεται, από τότε την ανάγκη συσπείρωσης των δυνάμεων της Δύσης και του Χριστιανισμού απέναντι στην άνοδο των ακραίων στοιχείων του Ισλάμ και της Ανατολής...
Με συναινετική διάθεση είχε εμφανιστεί στην Αθήνα και ο Πάπας Ιωάννης Παύλος Β’, που είχε ζητήσει συγγνώμη για τη Σταυροφορία του 1204, ενώ είχε αναφέρει για το Σχίσμα πως «Η διαίρεση των Χριστιανών είναι αμάρτημα στα μάτια του Θεού, σκάνδαλο στα μάτια του κόσμου και τροχοπέδη στη διάδοση του Ευαγγελίου». Ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος είχε χειροκροτήσει θερμά τη συγγνώμη του Πάπα, ενώ στη δική του ομιλία παρότι εμφανίστηκε αρχικά καυστικός προς το Βατικανό, στη συνέχεια χαρακτήρισε την παρουσία του Ποντίφικα στην Ελλάδα ως «ανακάθαρση της εκκλησιαστικής μνήμης» και των τραυματικών εμπειριών που έχουν αποκομίσει οι Ορθόδοξοι από την Εκκλησία της Δύσης.
Χρειάστηκε να περάσουν 15 χρόνια, για να επισκεφθεί ξανά ο Πάπας την Ελλάδα. Αυτή τη φορά, ήταν ο Πάπας Φραγκίσκος ο οποίος βρέθηκε στη Μυτιλήνη το 2016, σε μια κοινή παρουσία του ίδιου με τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο και τον νυν Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και Πάσης Ελλάδος, Ιερώνυμο. Οι τρεις εκκλησιαστικοί ηγέτες θέλησαν να δώσουν ένα ισχυρό μήνυμα για την τεράστια προσφυγική κρίση, που ήταν σε έξαρση εκείνο το διάστημα, παρουσία και της πολιτικής και πολιτειακής ηγεσίας της χώρας, με τον τότε πρωθυπουργό, Αλέξη Τσίπρα να δίνει το «παρών».
Σύμφωνα με τις τότε αναλύσεις, η παρουσία του Πάπα Φραγκίσκου βοήθησε στο να υπάρξει συνύπαρξη των Προκαθήμενων Κωνσταντινούπολης και Αθήνας, σε μια εποχή όπου οι σχέσεις τους περνούσαν μια βαθιά κρίση. Η επίσκεψη του Πάπα Φραγκίσκου μόνο τυχαία δεν ήταν, με διπλωματικές πηγές να το επιβεβαιώνουν, καθώς η κίνηση αυτή θεωρήθηκε ως μια ακόμα διεθνή συγκυρία στην οποία αναμίχθηκε το Βατικανό. Είναι, άλλωστε, γνωστή η θεωρία που θέλει κάθε επίσκεψη του Ποντίφικα - σε οποιοδήποτε σημείο της Γης - να έχει έναν και μόνο στόχο: Την υπεράσπιση και διεύρυνση των συμφερόντων της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας.
Σε κάθε περίπτωση, τόσο η επίσκεψη του 2016 όσο και η επικείμενη επανάληψή της σε διάστημα πενταετίας, φαίνεται να αναδεικνύουν την προσπάθεια της Εκκλησίας της Ελλάδας να κάνει βήματα εξωστρέφειας και τη διάθεση να εργαστεί προς την κατεύθυνση της επίλυσης των διαφορών της Ορθόδοξης με την Καθολική Εκκλησία. Ακόμα κι αν αυτό δεν βρίσκει σύμφωνο το Φανάρι, οι χειρισμοί που έχουν γίνει σε αυτές τις περιπτώσεις δείχνουν πως η Εκκλησία της Ελλάδας προσπαθεί να διατηρήσει τους άρρηκτους δεσμούς της με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, χωρίς ωστόσο να παραμένει εγκλωβισμένη σε μια ατέρμονη κόντρα με τη Ρώμη.
Η συγκυρία, δε, της τωρινής επίσκεψης σε ό,τι αφορά της γεωπολιτικές εξελίξεις και την κοινή γραμμή που δείχνει να κρατάει η Δύση απέναντι σε «εξ Ανατολάς» απειλές, φέρνει στο προσκήνιο όχι μόνο την Εκκλησιαστική, αλλά τη συνολική διπλωματία. Ενδεικτικές ήταν και οι αντιδράσεις του Ποντίφικα στη μετατροπή της Αγιά Σοφιάς σε τζαμί από την Τουρκία του Ερντογάν. Σε αυτό το χρονικό σημείο, τοποθετείται σύμφωνα με πληροφορίες και η πρώτη προσέγγιση. Αυτή έγινε, μάλιστα, σε πολιτικό επίπεδο από την Πρόεδρο της Δημοκρατίας, έτσι ώστε ο Πάπας να βρεθεί ξανά στην Ελλάδα, με τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο να είναι - σιωπηρά - θετικός στο ενδεχόμενο.
Πλέον, η ανθρωπιστική κρίση στο Αφγανιστάν και η νέα έξαρση μετανάστευσης, φαίνεται ότι προβληματίζει και τους κόλπους των Εκκλησιών με Αθήνα, Ρώμη και Κωνσταντινούπολη να είναι σε ανοικτή γραμμή. Οι σχέσεις των Προκαθήμενων, άλλωστε, είναι εμφανώς βελτιωμένες σε σχέση με το 2001 όταν ο διορατικός Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος είχε κάνει το σπουδαίο βήμα με την υποδοχή του Πάπα Ιωάννη Παύλου Β’ στην Ελλάδα.
Παρόλα αυτά, οι διαφορές παραμένουν...
Ποιες είναι οι βασικές διαφορές μεταξύ Ορθοδόξου Εκκλησίας και Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας
Μέχρι το 1009 οι Πάπες της Ρώμης και οι Πατριάρχες της Κωνσταντινουπόλεως ήταν ενωμένοι στον κοινό αγώνα εναντίον των Φράγκων Ηγεμόνων και Επισκόπων, αλλά και των κατά καιρούς αιρετικών.
Οι Επίσκοποι της Παλαιάς Ρώμης, παρά τις μικρές και μη ουσιαστικές διαφορές, είχαν πάντοτε κοινωνία με τους Επισκόπους της Νέας Ρώμης και τους Επισκόπους της Ανατολής μέχρι το 1009-1014, όταν για πρώτη φορά κατέλαβαν τον θρόνο της Παλαιάς Ρώμης οι Φράγκοι Επίσκοποι. Υπάρχουν βασικές διαφορές μεταξύ Ορθοδόξου Εκκλησίας και Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας κυρίως σε ό,τι αφορά την ιεροτελεστία και την έκφραση της πίστης.
Η βασική διαφορά μεταξύ της Ορθοδόξου Εκκλησίας και της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας βρίσκεται στην διδασκαλία περί της ακτίστου ουσίας και ακτίστου ενεργείας του Θεού. Ενώ οι Ορθόδοξοι πιστεύουν ότι ο Θεός έχει άκτιστη ουσία και άκτιστη ενέργεια, και ότι ο Θεός έρχεται σε κοινωνία με την κτίση και τον άνθρωπο με την άκτιστη ενέργειά Του, εν τούτοις οι Καθολικοί πιστεύουν ότι στον Θεό η άκτιστη ουσία ταυτίζεται με την άκτιστη ενέργειά Του (actus purus) και ότι ο Θεός επικοινωνεί με την κτίση και τον άνθρωπο διά των κτιστών ενεργειών Του, δηλαδή ισχυρίζονται ότι στον Θεό υπάρχουν και κτιστές ενέργειες.
Εκτός από την θεμελιώδη διαφορά μεταξύ της Ορθοδόξου Εκκλησίας και του Παπισμού στο θέμα της ουσίας και ενεργείας στον Θεό, υπάρχουν άλλες μεγάλες διαφορές, που έγιναν κατά καιρούς αντικείμενα θεολογικών διαλόγων, όπως:
- το Filioque, ότι το Άγιον Πνεύμα εκπορεύεται από τον Πατέρα και τον Υιό με αποτέλεσμα να μειώνεται η μοναρχία του Πατρός.
- το σημείο του Σταυρού γίνεται με τέσσερα δάκτυλα. Το τέταρτο δάκτυλο συμβολίζει την Παναγία.
- η χρησιμοποίηση αζύμου άρτου στην θεία Ευχαριστία που παραβαίνει τον τρόπο με τον οποίο ο Χριστός ετέλεσε το Μυστικό Δείπνο. Οι καθολικοί προσφέρουν άζυμο άρτο, ενώ οι ορθόδοξοι άρτο κανονικό.
- ο καθαγιασμός των «τιμίων δώρων» που γίνεται όχι με την επίκληση, αλλά με την απαγγελία των ιδρυτικών λόγων του Χριστού «λάβετε φάγετε... πίετε εξ αυτού πάντες...».
- η θεωρία ότι η σταυρική θυσία του Χριστού εξιλέωσε την θεία δικαιοσύνη.
- οι λειτουργικές καινοτομίες σε όλα τα μυστήρια της Εκκλησίας (Βάπτισμα, Χρίσμα, Ιερωσύνη, Εξομολόγηση, Γάμος, Ευχέλαιον). Η ορθόδοξη Εκκλησία βαφτίζει διά καταδύσεως, ενώ η καθολική ρίχνει νερό στο κεφάλι του βαφτιζομένου.
- η μη μετάληψη των λαικών από το «Αίμα» του Χριστού.
- το πρωτείο του Πάπα, κατά το οποίο ο Πάπας είναι «ο episcopus episcoporum και η πηγή της ιερατικής και εκκλησιαστικής εξουσίας, είναι η αλάθητος κεφαλή και ο Καθηγεμών της Εκκλησίας, κυβερνών αυτήν μοναρχικώς ως τοποτηρητής του Χριστού επί της γης» (Ι. Καρμίρης). Με αυτήν την έννοια ο Πάπας θεωρεί τον εαυτό του διάδοχο του Αποστόλου Πέτρου, στον οποίον υποτάσσονται οι άλλοι Απόστολοι, ακόμη και ο Απόστολος Παύλος.
- η μη ύπαρξη συλλειτουργίας κατά τις λατρευτικές πράξεις.
- το αλάθητο του Πάπα. Το αλάθητο είναι η άποψη ότι ο Πάπας όταν μιλάει ως Πάπας είναι αλάθητος.
- το δόγμα της ασπίλου συλλήψεως της Θεοτόκου και γενικά η μαριολατρεία, κατά την οποία η Παναγία ανυψώνεται στην Τριαδική θεότητα και μάλιστα γίνεται λόγος και για Αγία Τετράδα.
- καταργήθηκε η ιερατική αμφίεση, το ράσο.
Στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία έχουμε απόκλιση από την ορθόδοξη Εκκλησιολογία. Ενώ στην Ορθόδοξη Εκκλησία δίνεται μεγάλη σημασία στην θέωση που συνίσταται στην κοινωνία με τον Θεό, διά της οράσεως του ακτίστου Φωτός, οπότε οι θεούμενοι συνέρχονται σε Οικουμενική Σύνοδο και οριοθετούν ασφαλώς την αποκαλυπτική αλήθεια σε περιπτώσεις συγχύσεως, εν τούτοις στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία δίνεται μεγάλη σημασία στον θεσμό του Πάπα, ο οποίος Πάπας υπέρκειται ακόμη και από αυτές τις Οικουμενικές Συνόδους. Σύμφωνα με την λατινική θεολογία «η αυθεντία της Εκκλησίας υπάρχει τότε μόνον όταν στηρίζεται και εναρμονίζεται με την θέληση του Πάπα. Σε αντίθετη περίπτωση εκμηδενίζεται». Οι Οικουμενικές Σύνοδοι θεωρούνται ως «συνέδρια του Χριστιανισμού που συγκαλούνται υπό την αυθεντία και την εξουσία και την προεδρία του Πάπα». Αρκεί να βγει ο Πάπας από την αίθουσα της Οικουμενικής Συνόδου, οπότε αυτή παύει να έχει κύρος. Ο Επίσκοπος Μαρέ έγραψε: «θα ήταν πιο ακριβείς οι ρωμαιοκαθολικοί αν εκφωνώντας το «Πιστεύω» έλεγαν: «και εις έναν Πάπαν» παρά να λένε: «και εις μίαν... Εκκλησίαν»».
Επίσης, «η σημασία και ο ρόλος των Επισκόπων μέσα στην ρωμαϊκή Εκκλησία δεν είναι παρά απλή εκπροσώπηση της παπικής εξουσίας, στην οποία και οι ίδιοι οι Επίσκοποι υποτάσσονται, όπως οι απλοί πιστοί». Στην παπική εκκλησιολογία ουσιαστικά υποστηρίζεται ότι «η αποστολική εξουσία εξέλιπε με τους αποστόλους και δεν μετεδόθη στους διαδόχους τους επισκόπους. Μονάχα η παπική εξουσία του Πέτρου, υπό την οποίαν βρίσκονταν όλοι οι άλλοι, μετεδόθη στους διαδόχους του Πέτρου, δηλαδή στους Πάπες». Μέσα σε αυτήν την προοπτική υποστηρίζεται από την παπική «Εκκλησία» ότι όλες οι Εκκλησίες της Ανατολής είναι διιστάμενες και έχουν ελλείψεις και κατά οικονομίαν τις δέχονται σε κοινωνία, και βέβαια κατ’ οικονομίαν τις δέχονται ως αδελφάς Εκκλησίας, επειδή αυτή αυτοθεωρείται ως μητέρα Εκκλησία και οι Ορθόδοξες θεωρούνται θυγατέρες Εκκλησίες.
Το Βατικανό είναι κράτος και ο εκάστοτε Πάπας είναι ο ηγέτης του Κράτους του Βατικανού. Πρόκειται για μια ανθρωποκεντρική οργάνωση, για μια εκκοσμίκευση και μάλιστα θεσμοποιημένη εκκοσμίκευση. Το Κράτος του Βατικανού ιδρύθηκε το 755 και αναγνωρίσθηκε το 1929.
Υπάρχουν μεγάλες θεολογικές διαφορές, οι οποίες καταδικάσθηκαν από τη Σύνοδο επί Μεγάλου Φωτίου και στη Σύνοδο επί αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, όπως φαίνεται και στο «Συνοδικό της Ορθοδοξίας». Επιπλέον και οι Πατέρες της Εκκλησίας και οι Τοπικές Σύνοδοι μέχρι τον 19ο αιώνα καταδίκαζαν «όλες τις πλάνες του Παπισμού».
Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Newsbomb.gr.