Κατακραυγή για το κοινό Πάσχα με τους Ρωμαιοκαθολικούς - Ηχηρή παρέμβαση του Μητροπολίτη Κυθήρων
Κοινό Πάσχα: Για αθεράπευτα σχίσματα έκανε λόγο ο Μητροπολίτης Κυθήρων
Λίγες ώρες μας χωρίζουν από τον εορτασμό της Αναστάσεως του Σωτήρος Χριστού και την εκκλησιαστική κοινότητα απασχολεί έντονα η εκπεφρασμένη δια του Οικουμενικού Πατριάρχη πρόθεση για κοινό εορτασμό του Πάσχα Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών.
Μετά τις πρώτες αντιδράσεις ήρθε σήμερα η αναστάσιμη εγκύκλιος του Μητροπολίτη Κυθήρων Σεραφείμ να επαναφέρει το ζήτημα και να κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου.
Υπενθυμίζεται ότι όταν προ δεκαημέρου ο Οικουμενικός Πατριάρχης βρέθηκε στη Γαλλία με τη συνοδεία του μετέβη στην έδρα της Συνελεύσεως των Ρωμαιοκαθολικών Επισκόπων της Γαλλίας, όπου τον καλωσόρισε με θερμούς λόγους ο πρόεδρος της, αρχιεπίσκοπος του Ρέιμς, Ερίκ ντε Μουλέν-Μποφόρ. Στην αντιφώνησή του ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος τόνισε τις αδελφικές σχέσεις του με τον Πάπα, την κοινή τους έμφαση στη συνοδικότητα, καθώς και τις ευκαιρίες που προσφέρει για τις σχέσεις μεταξύ Ορθοδόξου και Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας η επικείμενη επέτειος, το 2025, των 1700 ετών από τη σύγκληση της Α' Οικουμενικής Συνόδου στη Νίκαια.
Με αφορμή όλα αυτά ο Μητροπολίτης Κυθήρων συμπεριέλαβε στην πασχαλινή εγκύκλιό του ειδική εκτενή αναφορά.
Αναλυτικά το απόσπασμα:
«Ἀπό Ἀνατολήν καί Δύσιν προανακρούονται ἐσχάτως, ἐν ὄψει τοῦ ἑορτασμοῦ, κατά τό
ἑπόμενον ἔτος, τῶν 1700 χρόνων ἀπό τῆς συγκλήσεως τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου εἰς τήν Νίκαιαν τῆς Βιθυνίας τό 325 μ.Χ., προανακρούονται ἐπαναλαμβάνω, «σάλπιγγες», οἱ ὁποῖες προμηνύουν τόν κοινόν ἑορτασμόν τοῦ Πάσχα Ὀρθοδόξων καί Παπικῶν, καί κατ’ ἐπέκτασιν καί τῶν λοιπῶν ἑτεροδόξων ὁμολογιῶν, μέ προοπτικήν τό «κοινόν Ποτήριον».
Καί θά ἦτο εὐχῆς ἔργον καί εὐλογία Θεοῦ ἐάν ἐπραγματοποιεῖτο θεοφιλῶς καί
ἱεροκανονικῶς, καί ὄχι ἀπροϋποθέτως ἡ προσευχή τῆς Ἁγίας μας Ἐκκλησίας «ὑπέρ τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως» καί ὁ λόγος τοῦ Κυρίου μας «...καί γενήσεται μία ποίμνη, εἷς Ποιμήν». Ὅμως, δυστυχῶς, ἀπέχομεν μυρίας παρασάγγας ἀπό αὐτά τά εὐκταῖα καί προσδοκώμενα. Ὁ διάχυτος οἰκουμενισμός, οἱ καινοτομίες, οἱ αἱρέσεις καί οἱ κακοδοξίες, οἱ συμπροσευχές καί οἱ συγχρωτισμοί μέ τούς ἀκοινώνητους, πού ἀπαγορεύονται ἀπό τούς Ἱερούς Κανόνας καί σκανδαλίζουν τό Χριστεπώνυμο πλήρωμα, ἡ μή σθεναρά ἀντίδρασις, ὅταν νομοθετοῦνται σαφῶς ἀντιχριστιανικοί νόμοι, καί ἄλλα θλιβερά γεγονότα, δέν ἐπιτρέπουν τό πολύ τολμηρό διάβημα τοῦ συνεορτασμοῦ τῆς κορυφαίας ἑορτῆς τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Σωτῆρος μας Χριστοῦ, καί πολύ περισσότερον τοῦ «κοινοῦ Ποτηρίου», μέ τά σημερινά δεδομένα.
Ἄν ἀναλογισθοῦμε ὅτι πρό 100χρόνων ἐρυθμίσθη τό Ἡμερολογιακό -Ἑορτολογικό ζήτημα μέ παρέμβασιν τῆς Πολιτείας, χωρίς νά ἀκολουθηθῇ ἡ κανονική διαδικασία μελέτης τοῦ θέματος ὑπό Πανορθοδόξου Συνόδου καί τό ζήτημα αὐτό ἐδημιούργησε ταραχές καί σχίσματα ἐπί σχισμάτων, καί δέν παρῆλθε ἀκόμη ἡ δοκιμασία αὐτή, εἰς βάρος τῆς Ἐλληνορθοδόξου Πατρίδος μας. Ἄν συλλογισθοῦμε ὅτι τό πρό 5ετίας δημιουργηθέν ζήτημα , πάλιν κατόπιν πιέσεως καί παρεμβάσεων πολιτικῶν παραγόντων, εἰς τήν Οὐκρανίαν μέ τήν μή ἀπόδοσιν τῆς Αὐτοκεφαλίας εἰς τήν Κανονικήν ὑπό τόν Μητροπολίτην Ὀνούφριον Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν τῆς Οὐκρανίας, (ἡ ὁποία ἀναγνωρίζεται ἀπό τά 2/3 τῶν Αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν),
ἀλλά εἰς σχισματικούς, καθῃρημένους, ἀχειροτόνητους καί ἀναθεματισμένους, ἐξελίσσεται ἀπό τό κακόν εἰς τό χειρότερον καί μέ τήν παρέμβασιν τῆς πολιτικῆς ἐξουσίας ἐκτυλίσσονται καθημερινῶς σκηνές πρωτοχριστιανικῶν διωγμῶν καί ἀντί τῆς εἰρηνεύσεως ὑπάρχουν θύτες καί θύματα, διῶκτες καί διωκόμενοι, Κληρικοί ἔναντι Κληρικῶν καί Χριστιανοί ἔναντι Χριστιανῶν.
Καί ἄν μελετήσωμεν ἐπισταμένως τό προβαλλόμενον θέμα τοῦ συνεορτασμοῦ τοῦ
κοσμοσωτηρίου γεγονότος τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Σωτῆρος μας Ἰησοῦ Χριστοῦ μετά τῶν
κατεγνωσμένων ὑπό Ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων αἱρετικῶν, σχισματικῶν, κακοδόξων καί ἀκοινωνήτων καί τό παρεπόμενον καί ἐπιδιωκόμενον παράτολμον διάβημα τῆς ἀπροϋποθέτου συμμετοχῆς τῶν ὡς ἄνω εἰς τό «κοινόν Ποτήριον», τότε τό δρᾶμα τῆς Ἑλληνορθοδόξου Πατρίδος μας, καί τῆς Ὀρθοδοξίας μας γενικώτερα, προβλέπεται, μεγαλύτερον καί ὀξύτερον ἀπό τά δύο προηγούμενα.
Ἐδῶ προωθεῖται ὁ συνεορτασμός καί ἀργότερον τό «κοινόν Ποτήριον», Ὀρθοδόξων, Παπικῶν καί κακοδόξων, μέ ὅσα αὐτό συνεπάγεται: παράβασις Ἱερῶν Κανόνων, ἀνατροπή χιλιετοῦς παραδόσεως διακοπῆς τῆς ἀκοινωνησίας διά δογματικούς καί θεολογικούς λόγους, χωρίς νά ἔχουν ἀρθῆ ἐν τοῖς πράγμασι οἱ δογματικές καί ἐκκλησιολογικές διαφορές καί, ἐάν δέν ἐξετασθῇ πανορθοδόξως τό πολύ σοβαρόν θεολογικόν αὐτό ζήτημα, ἀλλά περιορισθοῦν οἱ διάλογοι μεταξύ Κωνσταντινουπόλεως καί Βατικανοῦ, θά ἔχωμεν καί θά θρηνήσωμεν περαιτέρω ἐμβάθυνσιν τοῦ ἤδη ὑφισταμένου ρήγματος μεταξύ τῶν κατά τόπους Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν, ἄν ὄχι ἀθεράπευτα σχίσματα, ὅπερ ὀλέθριον.
Ὁ ἑορτασμός τῶν 1700 χρόνων ἀπό τῆς συγκλήσεως τῆς Α ́Οἰκουμενικῆς Συνόδου θά ἔχῃ ἰδιαιτέραν ἀξίαν καί σημασίαν, ἐάν σύμπασα ἡ Ὀρθοδοξία ἀλλά καί οἱ ἑτερόδοξοι, ἐάν τό ἐπιθυμοῦν, προσεγγίσωμεν εὐσεβάστως καί μελετήσωμεν τήν δογματικήν διδασκαλίαν καί τούς Θείους καί Ἱερούς Κανόνας τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου τῆς Νικαίας καί ἰδιαιτέρως τά ὅσα ὁρίζει διά τήν ἑορτήν τοῦ Πάσχα, τά ὁποῖα καί νά τηρήσωμεν ἐπακριβῶς.
Ἐάν οἱ Παπικοί καί λοιποί ἑτερόδοξοι καί αἱρετικοί ἐπιθυμοῦν νά ἑορτάζουν τό Πάσχα,
ὅταν τό ἑορτάζομεν ἡμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι εἶναι πρόβλημά των. Ἡμεῖς, ὅμως, οἱ Ὀρθόδοξοι νά μή συνεορτάσωμεν ποτέ μαζί τους, ἐν ὅσῳ ὑφίστανται οἱ δογματικές διαφορές, οἱ κακοδοξίες καί οἱ αἱρέσεις των. Νά μή κάμωμεν συμπροσευχές καί πολύ περισσότερο νά μήν ἐπιτρέψωμεν τό «κοινόν Ποτήριον», οὕτως ἐχόντων τῶν πραγμάτων.
Τά ὅσα ἀπεφάσισεν ἡ Ἁγία Α’ Οἰκουμενική Σύνοδος τῆς Νικαίας διά τόν μή
συνεορτασμόν τοῦ Χριστιανικοῦ Πάσχα μέ τό Ἰουδαϊκόν πάσχα (Φάσκα), διά τούς λόγους τούς ὁποίους ἐπικαλεῖται, ἰσχύουν, δυστυχῶς, τό γε νῦν ἔχον, καί διά τήν περίπτωσιν τοῦ συνεορτασμοῦ, καί τοῦ ἐπακολουθήσοντος ἐν καιρῷ «κοινοῦ Ποτηρίου», μεταξύ Ὀρθοδόξων, Παπικῶν καί λοιπῶν κακοδόξων, ὑφισταμένων εἰσέτι τῶν κακοδοξιῶν, τῶν αἱρέσεων καί τῶν αἱρετικῶν ἑτεροδιδασκαλιῶν.
Ταπεινῶς παρακαλοῦμεν ἐνθέρμως τόν Παναγ. Οἰκουμενικόν Πατριάρχην καί τούς Μακ.
Προκαθημένους τῶν Αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν τό σοβαρότατον αὐτό ζήτημα νά ἀντιμετωπισθῇ ὑπό Πανορθοδόξου Ἁγίας Συνόδου, μέ γνώμονα τήν περί τοῦ ἑορτασμοῦ τοῦ Ἁγίου Πάσχα Ἀπόφασιν καί Διδασκαλίαν τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί τῆς ΣΤ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἡ ὁποία καί τήν προσεπεκύρωσε, καί τήν Ὀρθόδοξον Παράδοσιν»