Σαν σήμερα, η εκλογή Χριστόδουλου για τη θέση Αρχιεπισκόπου (vid+pics)
Ο Μακαριστός Χριστόδουλος, εξελέγη στις 28/4/1998 από την ιεραρχία, με μεγάλη πλειοψηφία, Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος, στη θέση του Μακαριστού Σεραφείμ. Η τελετή ενθρόνισης του Αρχιεπισκόπου έγινε στις 9 Μαΐου 1998 στον Μητροπολιτικό Ναό Αθηνών, όπου εξεφώνησε τον επιβατήριο λόγο του.
Στα πρώτα χρόνια της θητείας του απέκτησε μεγάλη δημοτικότητα λόγω του ότι προωθούσε το λεγόμενο "άνοιγμα της Εκκλησίας προς την κοινωνία" και λόγω της διαμάχης του με τον τότε πρωθυπουργό Κώστα Σημίτη στο ζήτημα των ταυτοτήτων. Δυστυχώς ο Μακαριστός Χριστόδουλος έφυγε νωρίς από τη ζωή, θλίβοντας όλους εκείνους που τον αγάπησαν πραγματικά, ως άνθρωπο κι ως ιεράρχη.
Η ζωή του
Ο Ορθόδοξος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος Χριστόδουλος (17 Ιανουαρίου 1939 - 28 Ιανουαρίου 2008) γεννήθηκε στην Ξάνθη. Tο κοσμικό του όνομα ήταν Χρήστος Παρασκευαΐδης, του Κωνσταντίνου και της Βασιλικής. Διετέλεσε Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος για σχεδόν δέκα χρόνια, από το 1998 ως το θάνατό του το 2008.
Η οικογένειά του καταγόταν από την Αδριανούπολη της Ανατολικής Θράκης και εγκαταστάθηκε στην Ξάνθη μετά τη Συνθήκη της Λωζάννης.
Σε ηλικία 2 ετών, μετά την εμπλοκή της Ελλάδας στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο 1941, η οικογένειά του μετακόμισε για λόγους ασφαλείας στην Αθήνα, όπου ο μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος έζησε μέχρι την ηλικία των 35 ετών. Μαθήτευσε στο δημοτικό σχολείο Κοραής και ακολούθως στο Λεόντειο Λύκειο Πατησίων με άριστη επίδοση.
Το 1962 έλαβε το πτυχίο της Νομικής σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών με άριστα, και το 1967 αποφοιτά από τη Θεολογική σχολή του ιδίου πανεπιστημίου επίσης με άριστα. Παράλληλα σπούδασε Βυζαντινή Μουσική στο Ωδείο Αθηνών. Το 1982 υπέβαλε τη διδακτορική του διατριβή στη Θεολογική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης με τίτλο «Ιστορική και Κανονική θεώρησις του Παλαιοημερολογητικού ζητήματος κατά τε την γένεσιν και την εξέλιξιν αυτού εν Ελλάδι» και ονομάστηκε διδάκτωρ του Κανονικού Δικαίου με βαθμό άριστα. Ήταν πτυχιούχος της γαλλικής και αγγλικής γλώσσας, γνώστης δε της ιταλικής και γερμανικής γλώσσας. Έχει ανακηρυχθεί Επίτιμος Διδάκτωρ των πανεπιστημίων Κραϊόβας και Ιασίου το 2003 και Λατερανού το 2006.
Το 1957, σε ηλικία 18 ετών, ήταν ήδη ψάλτης στην Αγία Ζώνη Κυψέλης όπου συναντά τον διάκονο Καλλίνικο Καρούσο, μετέπειτα Μητροπολίτη Πειραιώς, ο οποίος λειτουργούσε στον ίδιο ναό.
Εκείνος θα του γνωρίσει τον 19χρονο τότε Αθανάσιο Λενή, νυν Μητροπολίτη Καλαβρύτων και Αιγιαλείας Αμβρόσιο. Το 1958 οι τρεις κληρικοί ιδρύουν τη αδελφότητα "Χρυσοπηγή" στο Παγκράτι, η οποία ασχολούνταν με φιλανθρωπικές και ανθρωπιστικές δραστηριότητες καθώς και με την οργάνωση κατηχητικών σχολείων.
Κείρεται μοναχός στις 16 Μαΐου 1961 στην Ιερά Μονή Βαρλαάμ των Μετεώρων, όπου μόλις είχε εγκατασταθεί η αδελφότητα και στις 17 Μαΐου 1961 χειροτονείται διάκονος στον Ιερό Ναό Αγίων Αναργύρων Τρικάλων. Χειροτονήθηκε πρεσβύτερος το 1965, όταν τοποθετείται ως ιεροκήρυκας στον Ιερό Ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου (Παναγίτσας) στο Παλαιό Φάληρο, όπου έμεινε επί 9 χρόνια.
Πριν την τοποθέτησή του στον Ιερό Ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου (Παναγίτσας) στο Παλαιό Φάληρο, είχε τοποθετηθεί ως Αρχιμανδρίτης , για περίπου ένα έτος , στον Ιερό Ναό Μεταμορφώσεως του Σωτήρος στον Άγιο Δημήτριο (Μπραχάμι) αντικαθιστώντας τον πρεσβύτερο "Παπα Δημοσθένη".
Κατόπιν γραπτών εξετάσεων εισήχθη ως γραμματέας της Ιεράς Συνόδου επί αρχιεπισκοπίας Ιερωνύμου Α και ακολούθως του Αρχιεπισκόπου Σεραφείμ. Στις 18 Ιανουαρίου 1973 ιδρύεται στο Καπανδρίτι το Συνοδικό Μοναστήρι της Παναγίας της «Χρυσοπηγής», το οποίο υπαγόταν απ' ευθείας στην Ιερά Σύνοδο.
Το 1974 εξελέγη Μητροπολίτης Δημητριάδος και Αλμυρού σε ηλικία 35 ετών, ο νεότερος στην Ιεραρχία. Η ενθρόνισή του έγινε στις 4 Αυγούστου 1974 μέσα σε κλίμα ενθουσιασμού, με επευφημίες και ροδοπέταλα. Έλαβε μέρος σε πολλές εκκλησιαστικές αποστολές στο εξωτερικό. Συνέγραψε πλήθος Θεολογικών και ηθικοπλαστικών κειμένων. Αρθρογράφησε στον εκκλησιαστικό τύπο και σε εφημερίδες..
Διετέλεσε επίσης Πρόεδρος του Δ.Σ της Σιβιτανιδείου Σχολής.
Κατά τα 24 χρόνια που διετέλεσε Μητροπολίτης Δημητριάδος και Αλμυρού, ίδρυσε το "Σπίτι της Γαλήνης του Χριστού" για τους ηλικιωμένους, τη "Χριστιανική Αλληλεγγύη" για τους άπορους, το Κέντρο Συμπαράστασης Οικογένειας και το Συμβουλευτικό Σταθμό Προβλημάτων Εφηβείας.
Καθιέρωσε για πρώτη φορά κληρικολαϊκές συνελεύσεις, δημιούργησε κατασκηνώσεις για παιδιά όλων των ηλικιών, στέκι για τη νεολαία, ραδιοφωνικό σταθμό Ορθόδοξη Μαρτυρία (τον πρώτο για Μητρόπολη εκτός Αθηνών) και ιδιωτικό σχολείο της Μητρόπολης. Χορήγησε υποτροφίες εκ μέρους της Ιεράς Μητρόπολης, και συνεισέφερε στην αποστολή αρρώστων στο εξωτερικό. Επί των ημερών του λειτούργησε Ανοιχτό Πανεπιστήμιο, συγκρότησε ενώσεις για την προστασία της ελληνικής γλώσσας σε συνεργασία με επιστήμονες της περιοχής. Θεμελίωσε ένα κτηριακό συγκρότημα σε μία έκταση περίπου 100 στρεμμάτων στην περιοχή Μελισσάτικα, έξω από τον Βόλο. Σήμερα, εκτός των γραφείων της Μητρόπολης στο συγκρότημα αυτό λειτουργεί συνεδριακό κέντρο. Έμφαση όμως έδινε και στο έμψυχο υλικό της περιοχής. Είναι χαρακτηριστικό ότι όταν πρωτοπήγε στον Βόλο υπήρχαν δώδεκα ιερείς θεολόγοι, ενώ όταν έφυγε άφησε πίσω του περίπου 80.
Παράλληλα αρθρογραφούσε σε πολλά έντυπα.
Εξαιτίας ενός άρθρου του, που δημοσιεύτηκε στον τοπικό τύπο, το δημοτικό συμβούλιο του Βόλου, με ψήφισμά του στις 28 Ιουνίου 1984 τον κήρυξε «ανεπιθύμητο» για την πόλη, καθώς θεωρήθηκε ότι με το άρθρο του αυτό είχε «ξεφύγει από τα πλαίσια των θρησκευτικών καθηκόντων του και έβαλλε και κατ' αυτών ακόμη των Δημοκρατικών Θεσμών».
Το 1987 ανέλαβε να τεκμηριώσει και να εκπροσωπήσει την άποψη της Εκκλησίας στα ζητήματα περί Εκκλησιαστικής περιουσίας που είχε θέσει ο τότε Υπουργός Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων Αντώνης Τρίτσης, και ήταν εκ των ομιλητών στο συλλαλητήριο την 1η Απριλίου 1987. Η Ιερά Σύνοδος τον όρισε εκπρόσωπό της στην Επιτροπή Συντάξεως Νέου Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας το 1988, καθώς επίσης και στο Εθνικό Συμβούλιο Μεταμοσχεύσεων και στο Κέντρο Ελέγχου Ειδικών Λοιμώξεων.
Ο αντιπρόεδρος της Βουλής κ. Γιώργος Σούρλας και ο αρχιμανδρίτης Επιφάνιος Οικονόμου, στενός συνεργάτης του μακαριστού, πρότειναν να στηθεί ο ανδριάντας του μακαριστού Αρχιεπισκόπου μπροστά από τον Μητροπολιτικό ναό του Αγίου Νικολάου Βόλου, ως ένδειξη τιμής στον μεγάλο Ιεράρχη. Την πρόταση άμεσα αποδέχτηκαν ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Δημητριάδος και Αλμυρού κ. Ιγνάτιος, η βουλευτής του ΠΑΣΟΚ κ. Ροδούλα Ζήση και ο αντιδήμαρχος Βόλου κ. Απόστολος Φοινικόπουλος. Ο κ. Σούρλας ζήτησε επίσης να δοθεί η ονομασία «Χριστοδούλου, Αρχιεπισκόπου» σε κεντρικό δρόμο της πόλης του Βόλου.[7]
Ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος ίδρυσε 14 Ειδικές Συνοδικές Επιτροπές για ένα ευρύ φάσμα προβλημάτων της σύγχρονης ζωής, μερικές από τις οποίες είναι για τα εξής θέματα: Βιοηθική (1988), Ακαδημία Εκκλησιαστικών Τεχνών (1999), Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (1999), Γάμου, Οικογενείας, Προστασίας του Παιδιού και Δημογραφικού Προβλήματος (1999), Χριστιανικών Μνημείων (1999), Θείας και Πολιτικής Οικονομίας και Οικολογίας (1999), Πολιτισμικής Ταυτότητας (1999), Γυναικείων Θεμάτων (1999), Παρακολούθησης των Ολυμπιακών Αγώνων "Αθήνα 2004" (1999), Αθλητισμού (2006), Μεταναστών, Προσφύγων και Παλλιννοστούντων (2006) κλπ.
Κατά τη διάρκεια της αρχιερατείας του έλαβε και τις ακόλουθες πρωτοβουλίες:
ίδρυσε το 1998 γραφείο αντιπροσωπείας της Εκκλησίας της Ελλάδος στην Ευρωπαϊκή Ένωση, στο Συμβούλιο της Ευρώπης και στην UNESCO, καθώς και ειδική Συνοδική Επιτροπή παρακολούθησης Ευρωπαϊκών Θεμάτων συνέστησε το Ίδρυμα Ψυχοκοινωνικής Αγωγής και Στήριξης "Διακονία" το 1999 για την αντιμετώπιση κοινωνικών προβλημάτων με έμφαση στους τοξικομανείς, ενώ παρείχε και κέντρο πρόληψης.
Ιδρυσε τη "Στέγη Μητέρας" το ίδιο έτος για τη στήριξη ανύπανδρων μητέρων και κακοποιημένων γυναικών,
ίδρυσε το Κέντρο Στήριξης Οικογένειας (ΚΕ.Σ.Ο.) για τη μέριμνα για τα θύματα εμπορίας και παράνομης διακίνησης προσώπων, δημιούργησε αλυσίδα βρεφονηπιακών σταθμών για την στήριξη απόρων και πολύτεκνων οικογενειών
ανέπτυξε το Γραφείο Νεότητας με κατασκηνώσεις, αθλητικές δραστηριότητες, ραδιόφωνο, φοιτητικές συνάξεις, σχολές βυζαντινής μουσικής, συνάξεις και άλλα.
Από το 2002 λειτουργεί η Αλληλεγγύη, μία μη κυβερνητική οργάνωση της Εκκλησίας της Ελλάδος. Μερικές από τις χώρες που δέχθηκαν την ποικιλόμορφη προσφορά ανθρωπιστικής βοήθειας (τρόφιμα, ρούχα, φάρμακα, τεχνολογικό υλικό, βιβλία και άλλα): Αιθιοπία, Αλβανία, Αρμενία, Αφγανιστάν, Βουλγαρία, Γεωργία, Ερυθραία, Ζιμπάμπουε, Ιορδανία, Ινδία, Ιράκ, Καζακστάν, Λίβανος, Μαυροβούνιο, Μπεσλάν (Β. Οσετία), Ν.Α. Ασία, Νότια Αφρική, Ουζμπεκιστάν, Ουκρανία, Πακιστάν, Παλαιστίνη, Πολωνία, Ρουμανία, Σερβία, Συρία, Τουρκία, Τσεχία. Στο πλαίσιο της «Αλληλεγγύης» εγκαινιάστηκε το 2005 ο ξενώνας «Στοργή» με στόχο να «φιλοξενεί, περιθάλπει, ανακουφίζει και επανεντάσσει στην κοινωνία δεκάδες ταλαιπωρημένες και πληγωμένες γυναίκες και να δεχθεί στους κόλπους του κάθε νέα περίπτωση οικογενειακής ή άλλης βίας».
Επίσης καθιερώθηκε η επιδότηση τρίτου παιδιού στα πλαίσια «προγράμματος στήριξης χριστιανικών οικογενειών της Θράκης» με τη μορφή μηνιαίου επιδόματος 5.000-40.000 δραχμών ανά παιδί ανά μήνα, με θετικά αποτελέσματα προς την κατεύθυνση της αύξησης των γεννήσεων με τον αριθμό «των γεννηθέντων ως τρίτων τέκνων...δι' έκαστον των ετών εφαρμογής αυτού, υπερδιπλάσιο των προ της εφαρμογής του Προγράμματος ετών».
Το πρόγραμμα αυτό συνάντησε ορισμένες αντιδράσεις επειδή δεν δίνονταν στους μουσουλμάνους της περιοχής. Η Ιερά Σύνοδος με επιστολή της απάντησε λέγοντας πως καταβάλλει το επίδομα μόνο στις χριστιανικές οικογένειες επειδή σε αυτές μόνο έχει πρόσβαση αφού αυτές είναι μέλη της, ενώ έθιξε και ζήτημα διαρκούς απραξίας των κατηγόρων του προγράμματος. Σύμφωνα με τα στοιχεία των ληξιαρχείων, το μέτρο της Ιεράς Συνόδου βοήθησε να αυξηθεί η γεννητικότητα των χριστιανικών οικογενειών καθώς οι οικογένειες που απέκτησαν τρίτο παιδί έφτασαν μέσα σε τέσσερα χρόνια τις 800 από περίπου 100.
Επίσης επί των ημερών του έγινε διοργάνωση πλήθους συνεδρίων και ημερίδων, είτε με τη συμμετοχή του, είτε υπό την αιγίδα του, για σειρά σύγχρονων θεμάτων της Θεολογίας, όπως οι αιρέσεις, οι ιερατικές κλίσεις και η κατήχηση. Τέλος αναβαθμίστηκε ο ραδιοφωνικός σταθμός της Ελλαδικής Εκκλησίας, που απέκτησε πρόγραμμα, και εκσυγχρονίστηκαν έντυπα όπως ο «Εφημέριος» και η «Εκκλησία», όπως και εκδόθηκε το περιοδικό «Τόλμη». Αρκετές μητροπόλεις επίσης απέκτησαν τη δική τους ιστοσελίδα, ενώ αξιοποιώντας κοινοτικά κονδύλια εκδίδουν ηλεκτρονικά πιστοποιητικά και έγγραφα.
Επίσκεψη του Πάπα
Επί της αρχιερωσύνης του μακαριστού Χριστόδουλου έλαβε χώρα επίσκεψη του Πάπα Ιωάννη Παύλου του Β' στην Αθήνα το 2001, που έγινε κατόπιν αποδοχής πρόσκλησης από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κωνσταντίνο Στεφανόπουλο. Κατά την επίσκεψη αυτή, που ήταν και η πρώτη φορά που επισκέφθηκε Πάπας την Ελλάδα, ο Ποντίφικας αφού προσευχήθηκε προηγουμένως στο βράχο του Αρείου Πάγου όπου δίδαξε ο Απόστολος Παύλος, ζήτησε στη συνέχεια δημόσια "συγνώμη" από τον ελληνικό λαό, στην ελληνική γλώσσα, για τα εγκλήματα των Καθολικών απέναντι στους Ορθοδόξους, αναφερόμενος στην Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204. Ο καθηγητής Κώστας Ζουράρις σε άρθρο του με τίτλο «...διδακτόν η ανδρεία...» επαίνεσε την προσφώνηση του Αρχιεπισκόπου προς τον Πάπα και την επακολουθήσασα «συγγνώμη» του Πάπα, χαρακτηρίζοντάς το γεγονός ως την «μεγαλύτερη νίκη του Ελληνισμού μετά το 480 π.Χ.»
Στις 19 Δεκεμβρίου 1999 στον Ιερό Ναό Αγίου Κωνσταντίνου Ομόνοιας χειροτόνησε τον πρώτο ιερέα στην Ελλάδα, προερχόμενο από την Αφρική. Το όνομά του είναι Θεότιμος Κασόμπο Τσάλαν υιός του Μοκοσάι Συλβέστρου.
Επίθεση και χαστούκι από παλαιοημερολογίτη
Στις 20 Μαϊου 2001, έξω από το Μητροπολιτικό Ναό της Αθήνας, ο παλαιοημερολογίτης Κωνσταντίνος Πούλιος πλησίασε τον Χριστόδουλο ενώ αυτός μιλούσε σε τηλεοπτικό συνεργείο, και τον χαστούκισε στο πρόσωπο.
Συνελήφθη από τη φρουρά του Αρχιεπισκόπου, αλλά τελικά δεν αντιμετώπισε κατηγορίες.
Ο δημόσιος λόγος του Αρχιεπισκόπου για ζητήματα που πολλές φορές άπτονται της πολιτικής, με την ευρεία έννοια, έφερνε συχνά αντιδράσεις. Οι φιλικές απόψεις που διατυπώνονταν σχετίζονταν με το δικαίωμα κάθε πολίτη της χώρας να μιλά για όποιο θέμα επιλέγει, ενώ ο αντίλογος ζητούσε ουσιαστικά ο λόγος του Αρχιεπισκόπου να μην περιέχει κρίσεις σε έντονο ύφος που θα μπορούσαν να εκληφθούν ως αντιπολιτευτικές και ως χρησιμοποίηση της θέσης ισχύος του Αρχιεπισκόπου για επιρροή του ευσεβούς λαού.
Αυτές οι ρήξεις οδήγησαν επανειλημμένα σε δημόσιες αντιπαραθέσεις όπου εμπλέκονταν και τα ΜΜΕ. Στελέχη της αριστεράς, και άλλοι εκπρόσωποι της πολιτικής ζωής, συχνά εναντιώνονταν δημόσια στις εκάστοτε δηλώσεις του Αρχιεπισκόπου. Την παραίτηση του αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου είχε ζητήσει ο πρόεδρος του Συνασπισμού, Αλέκος Αλαβάνος, εξαιτίας κειμένου που αποκαλούσε «νέους Διοκλητιανούς» όσους ζητούν χωρισμό κράτους-Εκκλησίας, δηλώνοντας ότι «χρησιμοποιεί το θρησκευτικό συναίσθημα για να διχάσει τον λαό σε πιστούς και σε άπιστους».
Ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος
Το πρόσωπο του Αρχιεπισκόπου συνδέθηκε άμεσα με μία μεγάλη σύγκρουση μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας, που ξέσπασε το 2000, σε σχέση με την αναγραφή του θρησκεύματος στις ελληνικές αστυνομικές ταυτότητες.
Στις 8 Μαΐου 2000, ένα μόλις μήνα μετά τις εκλογές, ο Υπουργός Δικαιοσύνης Μιχάλης Σταθόπουλος σε συνέντευξη στην εφημερίδα Έθνος δήλωσε ότι η αναγραφή του θρησκεύματος στις αστυνομικές ταυτότητες είναι αντίθετη με το νόμο 2472/1997 για την προστασία των προσώπων από την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων.
Στην ίδια συνέντευξη αναφέρθηκε και σε μία σειρά άλλων μέτρων που αφορούν στις σχέσεις Εκκλησίας-Πολιτείας, όπως πολιτικός γάμος, πολιτικός όρκος κοκ. Λίγες ημέρες αργότερα, στις 16 Μαΐου 2000, η Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων λαμβάνει μία απόφαση - σταθμό με την οποία κρίνει ότι το θρήσκευμα πρέπει να απαλειφθεί από τις ταυτότητες. Ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος αντιτάχθηκε σθεναρά στην απόφαση, ισχυριζόμενος ότι προστάχθηκαν «από νεο-διανοούμενους που θέλουν να μας επιτεθούν σα σκυλιά και να μας κόψουν τις σάρκες». Το όλο ζήτημα τελικά έλαβε διχαστικό χαρακτήρα, καθώς η Εκκλησία παρουσιάστηκε ανυποχώρητη στο αίτημά της, και προκάλεσε την ανταλλαγή βαρέων φράσεων και χαρακτηρισμών, τη στιγμή που ήταν προβλέψιμο ότι η ελληνική έννομη τάξη καθώς και η πάγια νομολογία του ΕΔΑΔ δεν επέτρεπαν το αίτημα της Εκκλησίας.
Ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Σημίτης απαντώντας σε ερώτηση στη Βουλή στις 24 Μαΐου δηλώνει αντίθετος με την αναγραφή του θρησκεύματος. Το ζήτημα λαμβάνει διαστάσεις και η Ιερά Σύνοδος αποφασίζει να αντιδράσει αρχικά με τη διοργάνωση δύο λαοσυνάξεων: μία στη Θεσσαλονίκη στις 14 Ιουνίου και μία στην Αθήνα στις 21 Ιουνίου. Η διάσταση απόψεων Εκκλησίας-Πολιτείας παρέμενε αγεφύρωτη και έτσι η Εκκλησία αποφάσισε τη συλλογή υπογραφών αιτούμενη τη διενέργεια δημοψηφίσματος για το εν λόγω θέμα. Η συλλογή υπογραφών καλούσε στην ενεργοποίηση του άρθρου 44 του Συντάγματος περί διενέργειας δημοψηφισμάτων και ξεκίνησε στις 14 Σεπτεμβρίου 2000. Μετά από έναν περίπου χρόνο, στις 29 Αυγούστου 2001 ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος παρέδωσε τις περίπου 3 εκατομμύρια υπογραφές, κατά τα στοιχεία της Εκκλησίας, στον Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας Κωνσταντίνο Στεφανόπουλο. Το αίτημα για δημοψήφισμα δεν έγινε δεκτό. Ο τότε αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης Κώστας Καραμανλής συνυπέγραψε και αυτός στις 24 Σεπτεμβρίου 2000, όμως όταν λίγα χρόνια αργότερα κέρδισε τις εκλογές η Νέα Δημοκρατία και ο ίδιος έγινε πρωθυπουργός δεν άνοιξε ποτέ ξανά το θέμα, καθώς η κυβέρνηση Καραμανλή δεσμευόταν από τις αποφάσεις της ελληνικής διοικητικής δικαιοσύνης.
Η αντιπαράθεσή του στο θέμα αυτό με την πολιτεία τον έκανε περισσότερο δημοφιλή και αποδεκτό στον ελληνικό λαό. Όμως η αποδοχή της εκκλησίας ως κοινωνικού θεσμού που υπερασπίζεται τις κοινωνικές αξίες κατέρρευσε όταν αποκαλύφθηκαν πολλά σκάνδαλα διαφθοράς εντός των κόλπων της. Σε κάποια από αυτά εμπλεκόταν και στενοί συνεργάτες του Αρχιεπισκόπου.
Δηλώσεις για τη δικτατορία
Ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος, τότε γραμματέας της Ιεράς Συνόδου, αριστερά του μέσου της εικόνας, πίσω από τον Αντιβασιλέα Γ. Ζωϊτάκη, ως εκπρόσωπος του τότε Αρχιεπισκόπου, στην τελετή παράδοσης του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος από τον δικτάτορα Παπαδόπουλο στον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο, 1 Μαρτίου 1969
Προκάλεσε δημόσιο σχολιασμό η δήλωσή του περί άγνοιας για τα τραγικά σύμβαντα στη διάρκεια της δικτατορίας 1967-74. Για την ιστορία, η ακριβής δήλωση του Αρχιεπισκόπου είχε δοθεί ως απάντηση στο αν γνώριζε περί βασανιστηρίων κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, και ήταν η εξής:
«Ομολογώ ότι δεν ήξερα πως γίνονταν βασανιστήρια, πως υπήρχε ΕΑΤ-ΕΣΑ. Όλα αυτά ήρθαν στο φως μετά. Δεν πειράζει, μπορεί να τα ήξερε ο τότε αρχιεπίσκοπος, αν τα ήξερε και σιώπησε έκανε άσχημα. Στον κύκλο μου δεν είχα ακούσει τέτοια πράγματα, δεν άκουγα ξένους σταθμούς, εκ των υστέρων τα έμαθα. Θα πει κανείς ότι ήμουν βαθιά νυχτωμένος. Μπορεί γιατί εγώ τότε σπούδαζα».
Ο Μητροπολίτης Ζακύνθου, ο οποίος φερόταν ως αντιπολιτευόμενος επίσκοπος, είχε δηλώσει πως πιστεύει ότι ο Αρχιεπίσκοπος ψεύδεται γιατί ένα διάστημα της περιόδου της Επταετίας -συγκεκριμένα, από το 1968 έως το 1974- ήταν γραμματέας της Ιεράς Συνόδου. Από τη θέση αυτή ήταν υποχρεωμένος να διαβάζει τις επίσημες επιστολές του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών προς την Ιερά Σύνοδο, στις οποίες διαμαρτυρόταν για τα βασανιστήρια που λάμβαναν χώρα στην Ελλάδα την περίοδο εκείνη και ο τότε Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος ουδέν απολύτως είχε πράξει.
Ασθένεια και θάνατος
Toν Ιούνιο του 2007 διαγνώστηκε ότι ο Αρχιεπίσκοπος πάσχει από καρκίνο του παχέος εντέρου και χειρουργήθηκε με επιτυχία για την αφαίρεση του όγκου. Κατά τη διάρκεια της θεραπείας όμως διαγνώστηκε και δεύτερος καρκίνος στο ήπαρ, καθώς και κίρρωση, που ήταν αποτέλεσμα χρόνιας ηπατίτιδας.[27] Τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς μεταφέρθηκε στις ΗΠΑ και τέθηκε σε αναμονή εύρεσης μοσχεύματος, προκειμένου να γίνει μεταμόσχευση ήπατος. Αν και το μόσχευμα βρέθηκε, κατά τη χειρουργική επέμβαση στις 8 Οκτωβρίου δεν έγινε η μεταμόσχευση, καθώς διαπιστώθηκαν πολλαπλές μεταστάσεις Λίγες εβδομάδες αργότερα επέστρεψε στην Ελλάδα όπου συνέχισε τη θεραπεία του.
Τελευταίος ασπασμός
Κατά τη διάρκεια της κατ' οίκον νοσηλείας του, τον Αρχιεπίσκοπο επισκέφθηκε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κάρολος Παπούλιας, ο Πρωθυπουργός Κώστας Καραμανλής, αρκετοί ακόμα πολιτικοί καθώς και Συνοδικοί Μητροπολίτες. Η θεραπευτική αγωγή που ακολουθούσε του δημιουργούσε παρενέργειες και σταδιακή επιδείνωση της υγείας του.. Στα τελευταία στάδια της ασθένειας του αρνήθηκε περαιτέρω ιατρική αγωγή, καθώς και να μεταφερθεί σε νοσοκομείο.
Στις 28 Ιανουαρίου του 2008 στις 5:15 το πρωί άφησε τη τελευταία του πνοή σε ηλικία 69 ετών.
Απεβίωσε στην οικία του, όπως ο ίδιος ζήτησε, χωρίς να μεταφερθεί σε νοσοκομείο, παρά την επιδείνωσή της υγείας του που τον οδήγησε στο να καταλήξει. Το μεσημέρι της ίδιας ημέρας η σορός του μεταφέρθηκε στον Ιερό Μητροπολιτικό Ναό της Αθήνας για λαϊκό προσκύνημα. Ανήμερα του θανάτου του, η ελληνική κυβέρνηση δια του Υπουργείου Εσωτερικών κήρυξε τετραήμερο εθνικό πένθος.
Στο τελευταίο του δημόσιο μήνυμα, με την ευκαιρία της πρωτοχρονιάς του 2008, νιώθοντας το τέλος του αφήνει την παρακαταθήκη του με τα εξής λόγια: Σταθήτε όλοι όρθιοι στις επάλξεις σας και μη ξεπουλήσετε τα πρωτοτόκια μας. Διδάξτε στα παιδιά σας την αλήθεια, όπως την εβίωσαν οι αείμνηστοι Πατέρες μας. Ο λαός μας ξέρει να υπερασπίζεται τα ιερά και τα όσιά του. Το έχει κατ' επανάληψιν αποδείξει. Και θα το αποδείξει και πάλι. Αντίσταση και Ανάκαμψη. Για να ξαναβρούμε ο,τι έχουμε χάσει, για να υπερασπισθούμε ο,τι κινδυνεύει.
Εξόδιος ακολουθία
Η εξόδιος ακολουθία του έγινε την Πέμπτη 31 Ιανουαρίου 2008, στον Ιερό Μητροπολιτικό Ναό της Αθήνας, χοροστατούντος του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου. Ξεκίνησε στις 10.00 με την άφιξη στο Ναό του Προέδρου της Δημοκρατίας συνοδευόμενου από τη σύζυγό του, ενώ οι επίσημοι και αντιπροσωπίες άρχισαν να φθάνουν από τις 09.00 τους οποίους και υποδεχόταν ο Νομάρχης Αθηνών. Στην ακολουθία παρευρέθηκε εκτός της Ιεράς Συνόδου, σύσσωμη η Κυβέρνηση και οι αρχηγοί των πολιτικών κομμάτων, ο Πρόεδρος της Βουλής, οι τ. Προέδροι της Δημοκρατίας, ο τέως Βασιλιάς Κωνσταντίνος και η σύζυγος του, οι Ορθόδοξοι Πατριάρχες Αλεξανδρείας, Ιεροσολύμων, και Ρουμανίας, οι Αρχιεπίσκοποι Κύπρου, Αλβανίας, Αμερικής και Κρήτης, Μητροπολίτες - εκπρόσωποι των Πατριαρχών Αντιοχείας και Μόσχας, 4μελή αντιπροσωπία του Πατριάρχου των Κοπτών Αιγύπτου, ο Πατριάρχης-Αμπούνα Αιθιοπίας, Καρδινάλιος εκπρόσωπος του Πάπα, ο επίσκοπος Λονδίνου ως εκπρόσωπος της Αγγλικανικής Εκκλησίας, ο Μουφτής Ξάνθης καθώς και πολλοί άλλοι εκκλησιαστικοί αντιπρόσωποι άλλων θρησκειών. Επίσης μεγάλος ήταν και ο αριθμός των ξένων διπλωματών ορθοδόξων και μη Χωρών, ενώ έξω από το Ναό πλήθος κόσμου είχε προσέλθει για να απευθύνει το «ύστατο χαίρε».
Ακολούθησαν επικήδειοι λόγοι από τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο, τον Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Άνθιμο που εκπροσώπησε την Εκκλησία της Ελλάδος, τον Υπουργό Παιδείας και Θρησκευμάτων εκπροσωπώντας τη Κυβέρνηση, τον Πρόεδρο της Βουλής και τον Δήμαρχο Αθηναίων. Στη συνέχεια το φέρετρο τοποθετήθηκε επάνω σε κιλλίβαντα πυροβόλου. Η πομπή κατέληξε στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών, όπου ακολούθησε πατριαρχικό τρισάγιο και στη συνέχεια η ταφή.