Ο Μητροπολίτης Νέας Σμύρνης για την Πανορθόδοξη Σύνοδο
Ο Μητροπολίτης Νέας Σμύρνης Συμέων δηλώνει έκπληκτος για τη δημοσιοποίηση επιστολής του προς την Ιερά Σύνοδο για την Πανορθόδοξη Σύνοδο διευκρινίζοντας πως το εν λόγω κείμενο απεστάλη μονάχα στην Ιερά Σύνοδο και κοινοποιήθηκε ηλεκτρονικά προς όλους τους Μητροπολίτες της Εκκλησίας μας.
Επί της ουσίας μέσω της επιστολής ο κ. Συμέων εκφράζει τις ενστάσεις του, αλλά και τις προτάσεις του σχετικά με την Πανορθόδοξη Σύνοδο και τα θέματα που θα την απασχολήσουν.
Αναλυτικά η ανακοίνωση της Μητρόπολης και η επιστολή:
Με πολλή έκπληξη είδαμε σήμερα Τετάρτη, 2 Μαρτίου, αναρτημένη στο Πρακτορείο Εκκλησιαστικών Ειδήσεων ΡOMΦΑΙA την απάντησή μας σε σχετικό ερώτημα της Ιεράς Συνόδου για τα θέματα που αφορούν στη σύγκληση της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου.
Υπευθύνως δηλώνουμε ότι το εν λόγω κείμενο απεστάλη στην Ιερά Σύνοδο και κοινοποιήθηκε ηλεκτρονικά προς όλους τους Σεβασμ. Μητροπολίτες της Εκκλησίας μας. Σε κανέναν άλλο και σε κανένα μέσο ενημέρωσης για λόγους εκκλησιαστικής δεοντολογίας.
Η δημοσιοποίησή του όμως —από ποιόν δεν μπορούμε να γνωρίζουμε—, μας αναγκάζει να το αναρτήσουμε επισήμως στην ιστοσελίδα της Μητροπόλεώς μας.
* * *
Μακαριώτατε Πρόεδρε,
Εις απάντησιν του υπ᾽ αριθμ. πρωτ. 755/351/16-2-2016 Υμετέρου εγγράφου και των προαποσταλέντων κειμένων των αφορώντων εις την σύγκλησιν της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, ευσεβάστως προάγομαι να εκθέσω ωρισμένας σκέψεις μου αναφερομένας α) εις αυτήν ταύτην την συγκληθησομένην Σύνοδον, β) εις την θεματολογίαν αυτής, γ) εις τα κείμενα τα οποία τελικώς περιελήφθησαν εις την Ημερησίαν Διάταξιν και δ) εις τον τρόπον συγκροτήσεως της Αντιπροσωπείας της ημετέρας Εκκλησίας.
Α΄
1. Μία Σύνοδος υπό τον βαρύν τίτλον Αγία και Μεγάλη Σύνοδος της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, διά την οποίαν εκαλλιεργήθη η άποψις ότι αποτελεί την συνέχειαν των Οικουμενικών Συνόδων και της οποίας η προετοιμασία διήρκεσεν υπέρ την πεντηκονταετίαν, δεν δύναται να συγκροτήται εκ των Προκαθημένων των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών, συνοδευομένων υπό αντιπροσωπειών εξ Ιεραρχών —έστω και πολυμελών— και μόνον. Σύνοδος οικουμενικού χαρακτήρος της Ορθοδόξου Εκκλησίας, κατά την ταπεινήν άποψίν μου, προϋποθέτει συμμετοχήν απάντων των επισκόπων των διαποιμαινόντων συγκεκριμένας τοπικάς Εκκλησίας-επισκοπάς. Άλλως, το σχήμα δεν δύναται να θεωρηθή γενική σύνοδος της υπ᾽ ουρανόν Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας. Συνιστά μίαν διηυρυμένην αντιπροσωπευτικήν Σύναξιν Προκαθημένων και Ιεραρχών.
Το έγγραφόν Σας (σελ. 3) επιχειρεί να θεμελιώση ιστορικώς τον επιλεγέντα τρόπον συγκροτήσεως της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου. Επιτρέψατέ μου να αμφιβάλλω ως προς την ακρίβειαν των παρατιθεμένων στοιχείων. Πέραν αυτού επί του συγκεκριμένου τούτου σημείου ας προσθέσω και τα ακόλουθα :
α) Ομοιάζουν άραγε αι εποχαί και αι συνθήκαι των Οικουμενικών Συνόδων προς την ιδικήν μας εποχήν και τας σήμερον υφισταμένας συνθήκας; Αναφέρομαι εις την ευκολίαν και την ασφάλειαν των μετακινήσεων, την ταχυτάτην και πολυειδή επικοινωνίαν κ.α.
β) Συμπορεύεται η αντιπροσωπευτική παρουσία επισκόπων εις την Αγίαν και Μεγάλην Σύνοδον με την θεαματικήν ανάπτυξιν της Εκκλησιολογίας από τα μέσα του παρελθόντος αιώνος μέχρι σήμερον και την ανάδειξιν της κεφαλαιώδους θέσεως του επισκόπου όχι μόνον εις την επισκοπήν αυτού αλλά και εις την ζωήν ολοκλήρου της Εκκλησίας;
γ) Το παράδειγμα της Β’ Βατικανής Συνόδου, συγκληθείσης προ μιάς πεντηκονταετίας, με την ευρυτάτην συμμετοχήν επισκόπων δεν θα έπρεπε να προβληματίση και ημάς τους ορθοδόξους ως προς την συγκρότησιν της ιδικής μας γενικής συνόδου;
Κατανοώ, όσον δύναμαι να γνωρίζω, τας πολλάς δυσκολίας, τα εμπόδια και τας ποικίλας άλλας καταστάσεις, αι οποίαι έπρεπε να υπερπηδηθούν διά να φθάσωμεν εις την πραγματοποίησιν της Συνόδου. Ο ανωτέρω προβληματισμός μου συνδέεται με την επιθυμίαν όλων μας η συγκληθησομένη σύνοδος όχι μόνον να στεφθή υπό επιτυχίας αλλά και να αποτελέση κορυφαίον γεγονός εις την σύγχρονον ζωήν της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας. Η περιωρισμένη και αντιπροσωπευτική συμμετοχή εις αυτήν φρονώ ταπεινώς ότι μειώνει εκ των πραγμάτων την βαρύτητα αυτής ταύτης της Συνόδου και των αποφάσεων εις τας οποίας θα καταλήξη.
2. Συναφής προς τα ανωτέρω είναι και ο προβληματισμός μου ως προς τον τρόπον της ψηφοφορίας και εγκρίσεως των κειμένων περί της οποίας διαλαμβάνει το άρθρον 12 του Κανονισμού Οργανώσεως και Λειτουργίας της Συνόδου.
α. Η «κατά Εκκλησίας και όχι κατά τα μέλη αυτών», δηλαδή τα μέλη των αντιπροσωπειών, ψηφοφορία φρονώ ότι αφαιρεί από τους Ιεράρχας, μέλη της Συνόδου, το δικαίωμα ψήφου, το οποίον συνδέεται ουσιωδώς προς την άσκησιν εν συνόδω του επισκοπικού λειτουργήματος. Επίσκοπος, μέλος Ιεράς Συνόδου, εστερημένος της δυνατότητος να έχη γνώμην και ψήφον κατά την ταπεινήν άποψίν μου είναι κάτι το οποίον προσκρούει ευθέως προς θεμελιώδη αρχήν του συνοδικού πολιτεύματος της Εκκλησίας. Και το ερώτημα : Εάν οι συμμετέχοντες επίσκοποι δεν δύνανται να ψηφίζουν εν συνόδω, αλλά μόνοι οι Προκαθήμενοι εξ ονόματος των αντιπροσωπειών των Εκκλησιών των, διατί αι αποφάσεις να υπογράφωνται υπό πάντων των συμμετεχόντων συνοδικών συνέδρων και ουχί υπό μόνων των Προκαθημένων;
Επιπλέον, εκτιμώ ότι ο επιλεγείς τρόπος ψηφοφορίας πλήττει καιρίως την εικόνα της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας ενώπιον και των εντός και των εκτός αυτής.
Είμεθα μία Εκκλησία και εν σώμα ή εν συνομοσπονδιακόν σύνολον Εκκλησιών, των οποίων η συνοδική συμμετοχή και έκφρασις επηρεάζεται υπό διαφόρων σκοπιμοτήτων ευκόλως εννοουμένων; Κατανοώ ότι και η ψήφισις κατά τα μέλη, δηλαδή υφ᾽ απάντων των συνοδικών επισκόπων, δεν είναι άμοιρος δυσκολιών. Όμως φρονώ ότι η ενεργός συμμετοχή απάντων των μελών της συνόδου, συμμετοχή η οποία κατ᾽ εξοχήν εκφράζεται κατά την ψηφοφορίαν επί των αποφάσεων, έλκει τον φωτισμόν του Αγίου Πνεύματος, αναδεικνύει την ισότητα των επισκόπων-μελών και αποκαλύπτει ενώπιον πάντων την ενότητα της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας μας.
Β΄
Τα θέματα της Ημερησίας Διατάξεως. Μία γενική σύνοδος της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας θα έδει πρωτίστως να εξετάση και να αποφασίση επί ζητημάτων μείζονος και γενικωτέρας σημασίας, ζητημάτων δηλαδή τα οποία υπερβαίνουν τα όρια μιάς τοπικής Εκκλησίας και αναφέρονται εις ολόκληρον την Εκκλησίαν. Είναι λυπηρόν ότι τα θέματα όπως Το Αυτοκέφαλον εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία και ο τρόπος ανακηρύξεως αυτού, Tα Δίπτυχα και Tο Ημερολογιακόν Ζήτημα, θέματα τα οποία όντως απασχολούν την Ορθόδοξον Εκκλησίαν και επηρεάζουν αρνητικώς την ενότητά της (τουλάχιστον ως προς την εικόνα της ενώπιον όχι μόνον των ετεροδόξων αλλά και των ιδικών της τέκνων) —παρά την πολυετή μάλιστα προετοιμασίαν της συγκληθησομένης Συνόδου—, δεν περιελήφθησαν εις την Ημερησίαν Διάταξιν αυτής, αλλ᾽ αφέθησαν είτε να εξετασθούν εις το μέλλον είτε εκάστη τοπική Εκκλησία να ενεργή επ᾽ αυτών κατά την ιδικήν της κρίσιν. Προφανώς διότι κατά το προπαρασκευαστικόν στάδιον δεν επήλθεν ομοφωνία. Το ερώτημα όμως είναι, διά ποίους λόγους και αν οι λόγοι αυτοί ευσταθούν με βάσιν πρωτίστως και κυρίως το Ευαγγέλιον της σωτηρίας και το ζωοποιούν πνεύμα της γνησίας εκκλησιαστικής παραδόσεώς μας και όχι τας ανθρωπίνους φιλοδοξίας και τας πάσης φύσεως σκοπιμότητας.
Γ΄
Ερχόμενος εις τα θέματα τα οποία τελικώς μετ᾽ απόφασιν των Προκαθημένων (Σαμπεζύ 21-28 Ιανουαρίου 2016) περιελήφθησαν εις την Ημερησίαν Διάταξιν, επιτρέψατέ μοι τας ακολούθους παρατηρήσεις.
1. Όλα τα κείμενα διακρίνονται διά τον διακηρυκτικόν-δηλωτικόν χαρακτήρα των ως προς την φύσιν και την αποστολήν-μαρτυρίαν της Εκκλησίας εν τω κόσμω σήμερον. Διερωτώμαι όμως : Μήπως η φύσις της Εκκλησίας δεν παραμένει η ιδία από της ιδρύσεώς της μέχρι σήμερον, όπως επίσης και η αποστολή της; Ο καθορισμός και η διατύπωσις του φρονήματός της επιβάλλεται μόνον όταν η Εκκλησία καλήται να αντιμετωπίση ζητήματα τα οποία δεν είχον εμφανισθή μέχρι σήμερον εις τον ιστορικόν βίον της. Αυτά τα ζητήματα το πρώτον εμφανιζόμενα εξετάζει και μελετά και επ᾽ αυτών διατυπώνει την διδασκαλίαν της και καθοδηγεί διά των αποφάσεών της τους πιστούς, τα μέλη του εκκλησιαστικού σώματος. Ο ανωτέρω ισχυρισμός μου αφετηριακού χαρακτήρος εις ουδεμίαν περίπτωσιν αποβλέπει εις το να μειώση την καλήν προετοιμασίαν των συγκεκριμένων θεμάτων ή να αδικήση όσους κατα καιρούς φιλοτίμως ειργάσθησαν διά την σύνταξιν και την επεξεργασίαν των.
2. Ευλαβώς προτείνω εις το θέμα Το μυστήριον του γάμου και τα κωλύματα αυτού η παράγραφος ΙΙ,10 να διατυπωθή επί το εμφαντικώτερον, ήτοι :
«Η Εκκλησία ακολουθούσα πιστώς την διδασκαλίαν της Αγίας Γραφής και την ομόφωνον κανονικήν και πατερικήν παράδοσίν της δεν αποδέχεται διά τα μέλη αυτής σύμφωνα συμβιώσεως του αυτού φύλου ή άλλας μορφάς συμβιώσεως, πλην του χριστιανικού γάμου, της ενώσεως τουτέστιν ανδρός και γυναικός, την οποίαν εν μυστηρίω επευλογεί. Η Εκκλησία διά των ιερών ποιμένων της καλείται να προσπαθήση μετά πολλής συνέσεως και αγάπης, ώστε τα παρεκκλίνοντα μέλη αυτής εις τοιαύτας μορφάς συμβιώσεως, συναισθανόμενα ότι αι επιλογαί αυτών προσκρούουν εις το θέλημα του Θεού και αποξενώνουν από την εν Χριστώ ζωήν, να επιδιώξουν εν μετανοία την επάνοδον αυτών εις την εν χάριτι ηυλογημένην ζωήν της Εκκλησίας».
3. Εις το θέμα Η σπουδαιότης της νηστείας και η τήρησις αυτής σήμερον η διατύπωσις εις την § 7 «του καθεστώτος της νηστείας» ξενίζει. Καταλληλοτέρα ίσως «του θεσμού» ή «της τάξεως» της νηστείας ή άλλη διατύπωσις πλέον επιτυχής.
4. Το κείμενον το οποίον αφ᾽ ης εδόθη εις την δημοσιότητα συγκεντρώνει την προσοχήν πολλών είναι το Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν χριστιανικόν κόσμον. Πέραν αρνητικών δημοσιευμάτων και σχολίων, εξ όσων γνωρίζομεν, ο Σεβασμ. Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ. Ιερόθεος και ο καθηγητής κ. Δημήτριος Τσελεγγίδης εγγράφως διετύπωσαν κριτικάς παρατηρήσεις απευθυνθέντες προς την Διαρκή Ιεράν Σύνοδον και τα μέλη της σεπτής Ιεραρχίας της Εκκλησίας μας. Ενταύθα ας μου επιτραπή να διατυπώσω ωρισμένας γενικάς παρατηρήσεις.
α. Το εν λόγω κείμενον είναι το δυσκολώτερον εξ όλων των άλλων διά δύο λόγους : πρώτον διότι περιλαμβάνει δογματικής και κανονικής φύσεως ζητήματα και δεύτερον διότι επ᾽ αυτών είναι ιδιαιτέρως ευαίσθητος η εκκλησιαστική συνείδησις πολλών ορθοδόξων· πλέον συγκεκριμένως, κληρικών, μοναχών και λαικών μελών της ημετέρας ελλαδικής Εκκλησίας. Διά τους δύο αυτούς λόγους επιβάλλεται μεγίστη προσοχή εις την ορολογίαν και τας διατυπώσεις τας οποίας περιλαμβάνει.
β. Λόγω των ζητημάτων τα οποία εξετάζει και επί των οποίων επιδιώκει να εκφράση τας «θέσεις» της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας, είναι ανάγκη αι διατυπώσεις του να είναι σχολαστικώς ακριβείς, ώστε κατά το δυνατόν να μη επιτρέπουν παρερμηνείας και αντιπαραθέσεις. Η ιστορία της Εκκλησίας μαρτυρεί οπόση προσοχή απαιτείται εις τοιαύτα θέματα και πόσον εδοκιμάσθη η ειρήνη και η ενότης του εκκλησιαστικού σώματος, όταν ωρισμένα ζητήματα αντιμετωπίσθησαν άνευ της αναγκαίας βασάνου.
γ. Παρά ταύτα κατανοώ πλήρως ότι η «γλώσσα» κειμένου αναφερομένου εις ζητήματα ως είναι η Οικουμενική Κίνησις, η συμμετοχή εις το Παγκόσμιον Συμβούλιον Εκκλησιών ή άλλους διεκκλησιαστικούς οργανισμούς, οι Θεολογικοί Διάλογοι, δεν δύναται να είναι η γλώσσα του παρελθόντος, η οποία διεμορφώθη υπό συνθήκας παντελώς διαφορετικάς προς τας συγχρόνους και το όλον κλίμα της εποχής μας.
δ. Επιφυλάσσομαι, επίσης, έναντι της απολύτου διατυπώσεως-χαρακτηρισμού «και έσχατον» την οποίαν αποδίδει το κείμενον (§ 22) εις «το συνοδικόν σύστημα». Η ιστορία της Εκκλησίας μαρτυρεί ότι υπήρξαν σύνοδοι, αι οποίαι όχι μόνον δεν διησφάλισαν την γνησίαν ορθόδοξον πίστιν, αλλ᾽ εκήρυξαν και κακοδοξίας, και εν τέλει την αλήθειαν της πίστεως περιεφρούρησε και ανέδειξεν η επαγρυπνούσα συνείδησις του εκκλησιαστικού σώματος. Διά τον λόγον αυτόν και διά να διασκεδασθούν υποψίαι και φόβοι, καλόν θα ήτο ο χαρακτηρισμός «και έσχατον» να απαλειφθή.
Δ΄
Η Έκθεσις πεπραγμένων του Σεβασμ. Μητροπολίτου Ηλείας κ. Γερμανού, ο οποίος ομού μετά των Σεβασμ. Μητροπολιτών Περιστερίου κ. Χρυσοστόμου και Μεσσηνίας κ. Χρυσοστόμου εξεπροσώπησαν την Εκκλησίαν μας εις την Σύναξιν Προκαθημένων (Σαμπεζύ 22-28 Ιανουαρίου 2016) καταλήγει με ωρισμένας προτάσεις προς την Διαρκή Ιεράν Σύνοδον (§ 20. Προτάσεις).
Επί της προτάσεώς του (§ 20, δ) αναφερομένης εις την συγκρότησιν της εξ 24 μελών αντιπροσωπείας της Εκκλησίας μας, ας επιτραπή εις την ταπεινότητά μου να διατυπώση τας ακολούθους σκέψεις, αι οποίαι διαφέρουν από αυτάς, τας οποίας η πρότασις του αγίου Ηλείας περιλαμβάνει. Προκαταβολικώς δηλώνω ότι α) διά λόγους προσωπικούς δεν επιθυμώ και δεν επιδιώκω να περιληφθώ εις τα μέλη της Αντιπροσωπείας και β) εκτιμώ και σέβομαι βαθύτατα το ήθος, το εκκλησιαστικόν φρόνημα και την σκέψιν του πολιού αδελφού Σεβασμ. κ. Γερμανού.
1. Θεμελιώδης εκτίμησίς μου είναι ότι η πραγματοποίησις της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου συνιστά γεγονός μεγίστης σημασίας διά την ζωήν και την πορείαν της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας μας. Συμμετεχούσης και της ιδικής μας Ελλαδικής Εκκλησίας αντιπροσωπευτικώς με επικεφαλής τον Μακαριώτατον Αρχιεπίσκοπον και Πρόεδρον της Ιεράς Συνόδου, οι αδελφοί Ιεράρχαι οι οποίοι θα αποτελέσουν την Αντιπροσωπείαν μας θα έδει να απολαύουν της εμπιστοσύνης απάντων των μελών της σεπτής Ιεραρχίας και να εκφράσουν εν ταίς συνεδρίαις της Συνόδου ολόκληρον το ιεραρχικόν σώμα και την συνείδησιν ευρύτερον του ιερού Κλήρου και του πιστού λαού της Εκκλησίας μας.
2. Ούσα η συμμετοχή μας εις την Αγίαν και Μεγάλην Σύνοδον απόφασις κεφαλαιώδους σημασίας, αύτη θα έδει να ληφθή υπό της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας και όχι υπό της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου. Τούτο πιστεύω ότι απορρέει ως υποχρέωσις και από το άρθρον 4 § α του Καταστατικού μας Χάρτου. Αν τα μέλη των Μονίμων Συνοδικών Επιτροπών επιλέγονται υπό της Ι.Σ.Ι., ασυγκρίτως περισσότερον υπό της Ι.Σ.Ι θα έδει να εκλεγούν τα μέλη της Αντιπροσωπείας μας, τα οποία θα μετάσχουν εις την Αγίαν και Μεγάλην Σύνοδον.
3. Και τα 24 μέλη κατά την γνώμην μου θα έδει να είναι επαρχιούχοι Μητροπολίται. Ο Αρχιγραμματεύς Θεοφιλ. Επίσκοπος Μεθώνης κ. Κλήμης θα μετάσχη οπωσδήποτε αλλ᾽ υπό την ιδιότητα του πρώτου τη τάξει Συμβούλου.
4. Υπό το πνεύμα των ανωτέρω σκέψεων τα 24 Ιεραρχικά μέλη της Αντιπροσωπείας μας θα έδει να εκλεγούν διά μυστικής ψηφοφορίας από την Ι.Σ.Ι. Ούτω έκαστος Ιεράρχης αναλαμβάνει ελευθέρως και πλήρως την ευθύνην των επιλογών του και οι αδελφοί οι οποίοι θα εκλεγούν θα απολαύουν της εμπιστοσύνης ολοκλήρου του ιερού Σώματος. Ευνόητον ότι της Αντιπροσωπείας θα μετάσχουν οι πρώτοι 24, οι οποίοι θα έχουν συγκεντρώσει τας περισσοτέρας ψήφους.
5. Η πρότασις του Αγίου Ηλείας, κινουμένη εις θεσμικόν επίπεδον, φρονώ ότι δεν εξασφαλίζει το βασικόν στοιχείον της αντιπροσωπευτικότητος. Επιπλέον, τα θέματα της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου δεν αφορούν εις μόνην την Ελλαδικήν Εκκλησίαν. Αύτη προετοιμάζεται υπέρ την πεντηκονταετίαν, και αι αποφάσεις της αναφερόμεναι εις το απροσδιόριστον χρονικώς «αύριον» της Εκκλησίας δεν πρόκειται να «υλοποιηθούν» αναγκαίως ούτε υπό της παρούσης ούτε υπό της επομένης Διαρκούς Ιεράς Συνόδου.
6. Ο Σεβ. Ηλείας εις την πρότασίν του θέτει και το ερώτημα αρχαιότητος των μελών της Αντιπροσωπείας. Κατά το ιδικόν μου σκεπτικόν ζήτημα αρχαιότητος δεν είναι δυνατόν να τεθή. Αντιθέτως, θα έλεγον, ότι ο σωματικός κόπος και όχι μόνον τον οποίον συνεπάγεται η συμμετοχή εις πολυώρους συνεδρίας και υποεπιτροπάς, ίσως απαιτεί την συμμετοχήν νεωτέρων κατά την ηλικίαν αδελφών. Αλλ᾽ αυτό ας αφεθή εις την κρίσιν της σεπτής Ιεραρχίας.
7. Η Εκκλησία μας κατά την διάρκειαν των τελευταίων ετών εξεπροσωπήθη υπό συγκεκριμένων αδελφών Ιεραρχών εις την Διορθόδοξον Προπαρασκευαστικήν Επιτροπήν, εις τας Προσυνοδικάς Πανορθοδόξους Διασκέψεις και εις την Ειδικήν Ορθόδοξον Επιτροπήν (2014-2015). Ούτοι ασφαλώς γνωρίζουν τα θέματα καλύτερον από όλους ημάς τους υπολοίπους επισκόπους. Ως εκ τούτου, θεωρώ αναγκαίαν την συμμετοχήν των εις την Αντιπροσωπείαν μας και πιστεύω ακραδάντως ότι το αίσθημα ευθύνης, το οποίον διακρίνει όλους τους αδελφούς συνεπισκόπους, θα τους οδηγήση να ψηφίσουν κατά προτεραιότητα τους εν λόγω εμπείρους Ιεράρχας.
Εις την Αντιπροσωπείαν μας θα έδει ασφαλώς να συμμετάσχουν και αδελφοί Ιεράρχαι, οι οποίοι διακρίνονται διά την θεολογικήν και νομοκανονικήν συγκρότησίν των. Πιστεύω ότι θα είναι πολύτιμος η συμμετοχή των, η οποία θα καταδεικνύει αφ᾽ ενός μεν το υψηλόν επίπεδον εξ επόψεως θεολογικής του Ιεραρχικού σώματος της Εκκλησίας μας, αφ᾽ ετέρου δε θα εκφράζη όλας τας θεμιτάς θεολογικάς τάσεις, αι οποίαι παρατηρούνται όχι μόνον εις το σώμα της Ιεραρχίας αλλά και εις ολόκληρον την Εκκλησίαν μας.
8. Τη προτάσει των Μ.Σ.Ε. Διορθοδόξων και Διαχριστιανικών Σχέσεων και Επί των Δογματικών και Νομοκανονικών Ζητημάτων και μετ᾽ έγκρισιν της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου, η σεπτή Ιεραρχία ας επιλέξη τόσον τους Συμβούλους όσον και τους Παρατηρητάς Κληρικούς, Μοναχούς ή Λαικούς. Κριτήριον και ενταύθα η καλυτέρα κατά το δυνατόν παρουσία και συμβολή της αγιωτάτης Εκκλησίας μας εις την επιτυχή διεξαγωγήν των εργασιών και την λήψιν των ενδεδειγμένων αποφάσεων της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου.
Τελευτών, ευσεβάστως αναφέρω ότι, λόγω της γενικωτέρας σημασίας του θέματος του παρόντος γράμματος και των σκέψεων τας οποίας διετύπωσα, τούτο θα κοινοποιηθή και εις άπαντας τους αδελφούς Ιεράρχας της καθ᾽ ημάς Εκκλησίας.
ΠΗΓΗ agioritikovima.gr