Ποια η θέση της Εκκλησίας για τον πολιτικό γάμο;
Ως εκ τούτου δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός. Τα ζεύγη εκείνα που τέλεσαν μόνο πολιτικό γάμο, βρίσκονται ως αποκομμένα μέλη της Εκκλησίας και τελούν εφ’ όσον μετανιώσουν και σκέπτονται να επανορθώσουν το σφάλμα τους, υπό κανόνος. Η Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος σε σύγκλισή της από 19-21 Ιανουαρίου 1982 με απόφαση της τοποθετήθηκε με τις κάτωθι θέσεις επί του πολιτικού γάμου:
Σύμφωνα με την δογματικήν διδασκαλίαν της Ορθοδόξου Εκκλησίας, ο γάμος είναι μυστήριον και για την κανονική και νόμιμη σύστασή του απαραίτητο στοιχείο είναι η Ιερολογία του. Άλλου είδους γάμο δεν αναγνωρίζει για τους πιστούς της. Γι’ αυτό το λόγο, κατά την πίστη της Εκκλησίας, ο πολιτικός γάμος αποτελεί πορνεία και μοιχεία και παραβίαση της δογματικής διδασκαλίας περί Μυστηρίων. Είναι λοιπόν φανερόν, ότι ο πολιτικός γάμος δεν μπορεί να θεωρηθεί από την Εκκλησία ως ισόκυρος και ισοδύναμος προς τον θρησκευτικόν γάμο των ορθοδόξων.
Εξ αιτίας όμως των ολίγων εκείνων, που θεωρητικά υποστηρίζουν ότι είναι άπιστοι και άθεοι, ανέχεται η Εκκλησία την θέσπιση πολιτικού γάμου, για να μην εμπαίζεται το μέγα μυστήριο του γάμου από ανθρώπους που δεν πιστεύουν στην ιερότητά του και για να εξυπηρετηθούν οι αλλόθρησκοι και οι ετερόδοξοι. Όσοι Ορθόδοξοι τελούν πολιτικό γάμο, «θέτουν εαυτούς μόνοι των εκτός της Εκκλησίας, εφ’ όσον ευσυνειδήτως και δημόσια απαρνούνται θεμελιώδη της πίστεως επιταγήν. Επομένως, μετά πολλής λύπης, οι τελικώς και αμετανοήτως εμμένοντες εις την απιστίαν αυτήν, αποκόπτονται της Εκκλησίας εξ’ ιδίας αυτών υπαιτιότητος και στερούνται των ευλογιών και των ευχών της».
Η Διαρκής Ιερά Σύνοδος με την υπ’ αριθμ. 2320/19-5-1982 Εγκύκλιόν της «προς τους Σεβ. Μητροπολίτας της Εκκλησίας της Ελλάδος» για τις προϋποθέσεις τελέσεως θρησκευτικού γάμου, βάσει του Ν.1250/1982 δεν παραλείπει να «επισημειώσει» ότι «τέκνα της Εκκλησίας λογίζονται όσα σέβονται και ευλαβούνται τα Ιερά Αυτής Μυστήρια». Η διατύπωση δεν επιτρέπει αμφιβολία: Όσοι τελούν πολιτικό γάμο δείχνουν έμπρακτα και δημόσια ότι δεν σέβονται και δεν ευλαβούνται ένα από τα επτά ιερά Μυστήρια• άρα δεν λογίζονται τέκνα της Εκκλησίας. Δηλαδή, αποκόπτονται μόνοι τους από το ιερό Σώμα Της. Γιατί, όπως εύστοχα παρατηρήθηκε, η Ιερά Σύνοδος δεν μπορεί να κάνει «χάρη» να αναγνωρίζει ως πιστούς χριστιανούς, όσους δεν είναι.
Πάντως πρέπει να σημειώσουμε ακόμη ότι κανονικά και σύμφωνα με τις Εντολές των Ιερών Κανόνων της Αγίας μας Εκκλησίας, όσοι τελούν πολιτικό γάμο είναι σαν να συζούν μέσα στην προγαμιαία σχέση, που για την Ορθόδοξη Εκκλησία παραμένει αμάρτημα, το οποίον εν μετανοία καλούνται όσοι το διαπράττουν να εξομολογούνται. Επίσης οι τελέσαντες μόνον πολιτικό γάμο, δεν μπορούν να γίνουν ανάδοχοι σε μυστήριο βαπτίσεως ή κουμπάροι σε γάμο. Και το πιο βαρύ είναι, ότι δεν θάπτονται με θρησκευτική κηδεία, εφόσον δεν μετανόησαν για την πράξη τους αυτή. Φυσικά οι κανόνες αυτοί, όσο αυστηροί κι αν φαίνονται είναι για να διαφυλάξουν την ελευθερία μας. Πρέπει να καταλάβουμε ότι η Εκκλησία μας είναι Εκκλησία αγάπης και οικονομεί τα παιδιά Της, τότε μόνον, όταν αυτά την σέβονται και την υπακούν και όχι όταν θέλουν οι ίδιοι να φτιάξουν ή να αναδημιουργήσουν την Εκκλησία. Από τους πρώτους κιόλας χρόνους ζωής της η Εκκλησία είχε τέτοιες τάσεις αποσχιστικές. Πώς έπρεπε, λοιπόν, να διαφυλάξει την Θεοπαράδοτη κληρονομιά Της; Την διαφύλαξε με νύχια και με δόντια, χωρίς ποτέ να ενδίδει στις φοβέρες και στις απειλές απ’ όποιους κι αν αυτές εκστομίζονταν και έθετε πάντοτε τους Ιερούς όρους και τους Ιερούς κανόνες της, με την επιφοίτηση και την καθοδήγηση του Αγίου Πνεύματος.
Πιστεύω στην Ορθόδοξη Εκκλησία, σημαίνει ότι την αποδέχομαι όπως μας την παρέδωσε ο Κύριός μας, οι Άγιοι Απόστολοι και οι Άγιοι Πατέρες μας. Τίποτα δεν μπορώ να διαλέξω ή να επιλέξω αποσπασματικά. Ή όλα τα αποδέχομαι, ή όχι. Μέση κατάσταση δεν μπορεί να υπάρξει. Έτσι συμβαίνει και με τον πολιτικό γάμο, που είναι ένα τέχνασμα του διαβόλου, για να κρατάει δέσμια τα παιδιά του Θεού, τα βαπτισμένα και μυρωμένα στην αναγεννητική κολυμβήθρα της Εκκλησίας, στην πορνεία και στην μοιχεία. Δυστυχώς όμως υπάρχουν και γονείς, που μπροστά στο συμφέρον δεν υπολογίζουν Θεό και Εκκλησία. Σήμερα το συμφέρον έγινε Θεός, και επειδή έτσι συμβαίνει, γι’ αυτόν τον λόγο δεν υπάρχει ευλογία και αγάπη μέσα στα ζευγάρια και περνάει μεγάλη κρίση ο θεσμός της οικογένειας. Πώς όμως να μην περνάει, αφού αφήσαμε και αφήνουμε το Θεό και την Εκκλησία Του έξω από τα σπιτικά μας;
Ορθόδοξοι Ιεραπόστολοι/dogma.gr