Σαν σήμερα το 787 μ.Χ. η 7η Οικουμενική Σύνοδος καταδικάζει την εικονομαχία
Για το φαινόμενο αυτό έχουν δοθεί διάφορες ερμηνείες και απόψεις. Ορισμένοι είδαν την Εικονομαχία ως προσπάθεια βίαιου εξανατολισμού της ελληνοχριστιανικής παράδοσης του Βυζαντίου, άλλοι ως πολιτική και κοινωνική μεταρρύθμιση με επίκεντρο τη μοναστηριακή περιουσία, άλλοι ως σύμπτωμα ενός βαθύτερου ταξικού αγώνα, ενώ κάποιοι άλλοι ως καθαρά θρησκευτική έριδα.
Το 726 ο αυτοκράτορας Λέων Γ’ διέταξε να τοποθετηθούν οι εικόνες μέσα στην εκκλησία ψηλότερα, ώστε να μη τις φθάνει και τις προσκυνά ο λαός. Ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Γερμανός αντέδρασε έντονα και αφού ο αυτοκράτορας εξέδωσε το 730 το πρώτο και μοναδικό διάταγμα εναντίον των εικόνων, τον αντικατέστησε με τον Αναστάσιο, οπαδό της πολιτικής του. Αλλά και ο πάπας της Ρώμης Γρηγόριος Β’ αναθεμάτισε το διάταγμα και συγκάλεσε σύνοδο (731), η οποία καταδίκασε τους καταστρέφοντες και βλασφημούντες τις θείες εικόνες. Ο διαπρεπής θεολόγος και συγγραφέας Ιωάννης Δαμασκηνός, ο πιο σφοδρός πολέμιος των εικονομάχων, υποστήριζε ότι οι εικόνες αποτελούν το βιβλίο των αγραμμάτων. Η αντίδραση αυτή της Εκκλησίας εξωτερίκευε και την άρνησή της να υποταχτεί απόλυτα στη θέληση της κοσμικής εξουσίας.
Οι ενέργειες του αυτοκράτορα προκάλεσαν αντιδράσεις και στο λαό. Οι «Ελλαδικοί», δηλαδή οι κάτοικοι της κυρίως Ελλάδας και των νησιών, προχώρησαν σε ανοικτή ρήξη με το θρόνο. Επαναστάτησαν και με επικεφαλής τον Αγαλλιανό βάδισαν κατά της Κωνσταντινούπολης με στόλο. Την επίθεσή τους εύκολα απέκρουσε ο αυτοκράτορας, με τη χρήση του υγρού πυρός. Εξεγέρσεις παρατηρήθηκαν και στην Ιταλία. Ο Λέων εκδικούμενος τον πάπα, απέσπασε από τον δικαιοδοσία της Ρώμης τις περιοχές του Ιλλυρικού, της Κάτω Ιταλίας, της Σικελίας και της Ελλάδας και τις προσάρτησε στο Πατριαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως.
Πιο απηνής διώκτης των εικονοφίλων από τον πατέρα του αποδείχθηκε ο διάδοχός του στο θρόνο, Κωνσταντίνος Ε’ (718-775), ο αποκληθείς από τους αντιπάλους του Κοπρώνυμος, επειδή κατά την βάπτισή του ρύπανε την κολυμβήθρα. Κατ’ αρχάς, αφαίρεσε εντελώς τις εικόνες από τις εκκλησίες και διέταξε να στολίσουν τους τοίχους των εκκλησιών με φυτά, άνθη και με άλλα είδη της ζωγραφικής. Στη συνέχεια, διέταξε γενικό διωγμό εναντίον τους, με αποτέλεσμα άλλοι να εξοριστούν κι άλλοι να βασανιστούν σκληρά ή και να θανατωθούν.
Το 754 συγκάλεσε τη σύνοδο της Ιερείας, για να επικυρώσει τις αποφάσεις του. Οι 338 επίσκοποι που έλαβαν μέρος επικύρωσαν τις θεολογικές θέσεις του αυτοκράτορα και αποφάσισαν την αποβολή των εικόνων από τις εκκλησίες και την καταστροφή τους, τον αφορισμό των εικονόφιλων λαϊκών και την καθαίρεση των εικονόφιλων κληρικών.
Η απόφαση της συνόδου της Ιέρειας προκάλεσε την αντίδραση των Πατριαρχών Αλεξανδρείας, Ιεροσολύμων και Αντιοχείας, οι οποίοι απέστειλαν υπόμνημα στον Πάπα της Ρώμης. Ο Στέφανος Γ’ συνεκάλεσε το 769 στο Λατερανό σύνοδο, η οποία καταδίκασε τις αποφάσεις της συνόδου της Ιερείας και αναγνώρισε την προσκύνηση των εικόνων.
Μετά το θάνατό του Κωνσταντίνου Ε’ η κατάσταση άρχισε να αντιστρέφεται, με πρωτοβουλία της ειρηνόφιλης αυτοκράτειρας Ειρήνης της Αθηναίας (752-803), συζύγου του Λέοντος Δ’ του Χάζαρου (750-780) και μετά το θάνατο του επιτρόπου τού ανήλικου γιου της Κωνσταντίνου ΣΤ (771-793). Η φιλόδοξη Ειρήνη φρόντισε να εκλεγεί πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ο εικονόφιλος Ταράσιος και αναστήλωσε τις εικόνες. Οι εξόριστοι κληρικοί και μοναχοί επέστρεψαν στην αυτοκρατορία και άρχισαν να ανακτούν την προγενέστερη επιρροή τους.
Το 787 συγκάλεσε στη Νίκαια την Ζ' Οικουμενική Σύνοδο, με την οποία έκλεισε η πρώτη φάση της Εικονομαχίας. Η σύνοδος αυτή αποκήρυξε τις αποφάσεις της συνόδου της Ιερείας και όρισε ότι πρέπει να υπάρχουν μέσα στις εκκλησίες οι εικόνες των αγίων, με τη διαφορά ότι οι χριστιανοί δεν πρέπει να τις λατρεύουν, αλλά απλώς να τις προσκυνούν «τιμής ένεκεν». Διότι εικονίζουν πρόσωπα άγια, που έχυσαν το αίμα τους για την πίστη τού Χριστού ή έζησαν βίο άξιο μίμησης. Η σύνοδος απέκρουσε έντονα την κατηγορία και την ταύτιση της εικονολατρείας με την ειδωλολατρεία.
Πηγή: sansimera.gr