Συγκίνηση: Ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος τέλεσε το μνημόσυνο του εθνικού ήρωα Γερμανού Καραβαγγέλη
Επιμνημόσυνη δέηση τέλεσε ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος Ιερώνυμος στο μνημείο του μητροπολίτη Γερμανού Καραβαγγέλη, στον αύλειο χώρο του Επισκοπείου της Μητροπόλεως Καστοριάς. Παρόντες, μεταξύ άλλων, Καστοριανοί ντυμένοι με τις παραδοσιακές στολές των Μακεδονομάχων, ενώ άγημα του Στρατού απέτιε τις δέουσες τιμές στον ήρωα αρχιερέα.
Ακολούθως, ο Προκαθήμενος της Ελλαδικής Εκκλησίας, τη συνοδεία μελών της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου και παρουσία ιεραρχών και πλήθους πιστών, κατέθεσε στεφάνι τιμής στο μνημείο του.
'Αξιο λόγου, ότι ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος έτυχε θερμής υποδοχής στην είσοδο της πόλης, από τον μητροπολίτη Καστορίας Σεραφείμ. Επί της υποδοχής του, και οι στρατιωτικές και πολιτικές Αρχές της περιοχής.
Τον Αρχιεπίσκοπο συνόδευσαν στην Καστοριά ο Επίσκοπος Θεσπιών Συμεών και ο αρχιδιάκονος Ιωάννης.
Αύριο, σύμφωνα με το πρόγραμμα, αναμένεται να τελεστεί στον Μητροπολιτικό Ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου Συνοδική Θεία Λειτουργία, προεξάρχοντος του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος Ιερωνύμου και εν συνεχεία μνημόσυνο στη μνήμη του Παύλου Μελά και όλων των Μακεδονομάχων.
Μετέπειτα, η Ιερά Σύνοδος θα επισκεφθεί τον Ναό των Ταξιαρχών Καστοριάς, όπου βρίσκονται τα οστά του Παύλου Μελά, ενώ θα τελέσει επιμνημόσυνη δέηση και στο μνημείο του Παύλου Μελά στο χωριό Μελάς, και θα καταθέσει στεφάνι εκεί όπου φονεύθηκε ο Μακεδονομάχος.
Ποιος ήταν ο Γερμανός Καραβαγγέλης
Ο επίσκοπος Γερμανός Καραβαγγέλης (16 Ιουνίου 1866 - 11 Φεβρουαρίου 1935) ήταν Μητροπολίτης Καστοριάς και διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα, καθώς και του Ποντιακού Ελληνισμού, αργότερα, οργανώνοντας αντιανταρτικά σώματα με ντόπιους οπλαρχηγούς με συνέπεια να αναδειχθεί μία από τις σημαντικότερες μορφές των Αγώνων εκείνων.
Οι υπηρεσίες του τόσο προς το Έθνος όσο και προς την Ελλαδική Ορθόδοξη Εκκλησία υπήρξαν ανεκτίμητες.
Το 1900 τοποθετείται Μητροπολίτης Καστορίας (σημερινής Καστοριάς), από τον Πατριάρχη Κωνσταντίνο Ε΄. Από της ενθρόνισής του άρχισε με τους λόγους του να εμψυχώνει και να αναπτερώνει το ηθικό των Ελλήνων της περιοχής και να οργανώνει ένοπλα σώματα κατά των ομοίως ενόπλων Βουλγάρων Εξαρχικών, που επιχειρούσαν την προσάρτηση των ελληνογενών χριστιανικών πληθυσμών στη Βουλγαρική Εξαρχία. Μαζί και με άλλους ιεράρχες της περιοχής που έδρασαν ομοίως ακολουθώντας το παράδειγμά του, ο Μακεδονικός Αγώνας γενικεύθηκε. Κατάφερε πολλά χωριά και κωμοπόλεις να αποσκιρτήσουν από τη Βουλγαρική Εξαρχία και να επανενταχθούν στο Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Παράλληλα, στην πολιτική σκηνή ζήτησε την επίσημη παρέμβαση του Ελληνικού Κράτους στον Αγώνα προκειμένου να μη μένει η πρωτοβουλία στους Βούλγαρους. Βέβαια το αίτημά του εκείνο είχε περισσότερο θρησκευτικό χαρακτήρα παρά εθνικο-κεντρικό. Οι προσπάθειές του εκείνες, στέλνοντας σχετικές εκθέσεις στους Έλληνες πρωθυπουργούς Α. Ζαΐμη και Θ. Δεληγιάννη, τελικά απέδωσαν, όταν το 1904 η Ελλάδα υπό την πίεση και της κοινής γνώμης απεφάσισε την ενεργή συμμετοχή της στον ένοπλο αγώνα αντίστασης.
Η δράση αυτού του μητροπολίτη είναι χαρακτηριστική για το ρόλο της ελληνικής ορθόδοξης Εκκλησίας στον αγώνα εναντίον των Βουλγαρο-μακεδόνων που είχαν υπαχθεί στη Βουλγαρική Εξαρχία. Οι ελληνικές προσπάθειες για την προσάρτηση των εδαφών όπου κατοικούσαν και Βούλγαροι της Μακεδονίας έγιναν δυνατές μετά την παρέλευση δέκα τουλάχιστον χρόνων από τη λήξη του Μακεδονικού Αγώνα και όχι χάρη στην αποτυχία της Επανάστασης του Ιλίντεν (1903), όπως πολλοί πρεσβεύουν, δεδομένου ότι δέκα χρόνια μετά, το 1913, υπεγράφη η πρώτη συνθήκη ανταλλαγής πληθυσμών μεταξύ Βουλγαρίας και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που προηγήθηκε σαφώς της ελληνικής προσάρτησης.
Το 1908, με το τέλος του Μακεδονικού Αγώνα η Οθωμανική κυβέρνηση απαίτησε, μετά από επιμονή στο Πατριαρχείο, την μετακίνησή του Γερμανού όπου και εξελέγη και ανέλαβε Μητροπολίτης Αμασείας του Πόντου με έδρα την Σαμψούντα. Ο Γερμανός και εκεί ανέπτυξε έντονη δράση δημιουργώντας σχολεία και ιδρύοντας γυμνάσιο, αλλά και ένοπλες ομάδες κατά των Τούρκων ατάκτων που λυμαίνονταν την περιοχή. Το 1913 ως μητροπολίτης Αμασείας διετέλεσε τοποτηρητής του πατριαρχικού θρόνου της Κωνσταντινούπολης. Αντιστάθηκε σθεναρά στις διώξεις των Νεοτούρκων αφιερώνοντας τις δυνάμεις του στην υπεράσπιση των δικαίων των Ελλήνων και Αρμενίων. Για τις ενέργειές του αυτές συνελήφθη και στάλθηκε δέσμιος στη Κωνσταντινούπολη, όπου και φυλακίστηκε το 1917 για κάποιο χρονικό διάστημα. Στις 10 Μαρτίου 1921 ο Γερμανός πρότεινε στον υπουργό εξωτερικών της Ελλάδας, Μπαλτατζή, συνεργασία με Κούρδους και Αρμένιους εναντίον του εθνικιστικού κινήματος του Μουσταφά Κεμάλ. Η ποντοαρμενική συνεργασία αποσκοπούσε στην ίδρυση μιας αυτόνομης χριστιανικής δημοκρατίας (κράτους) στην περιοχή του Πόντου. Η κυβέρνηση όμως του Γούναρη, απομονωμένη από τους συμμάχους, δεν πήρε καμιά πρωτοβουλία. Αργότερα το 1924 ο Γερμανός Καραβαγγέλης τοποθετήθηκε έξαρχος του Οικουμενικού Πατριαρχείου στη Βιέννη.
Πέθανε πάμπτωχος στις 11 Φεβρουαρίου του 1935 στη Βιέννη. Τα απομνημονεύματα που έγραψε ειδικά για τον Μακεδονικό Αγώνα, εκδόθηκαν από την Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών το 1959. Το ίδιο έτος το «Ίδρυμα Μελετών της Χερσονήσου του Αίμου» από κοινού με την «Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών» επιχορήγησαν τη μεταφορά των οστών του με τιμητική συνοδεία αρχικά στη Θεσσαλονίκη και στη συνέχεια στην Καστοριά, όπου και τοποθετήθηκαν σε κρύπτη κάτω από τον ανδριάντα του.
Με πληροφορίες από το ΑΠΕ - ΜΠΕ και την Wikipedia