Πρόγραμμα για τη μείωση της ανεργίας σε τρία χρόνια
Η αύξηση της απασχόλησης είναι το κλειδί για να ξεφύγει η χώρα από τον φαύλο κύκλο της ύφεσης και της ανεργίας αλλά και για την εξυπηρέτηση του χρέους, σύμφωνα με μελέτη του Ινστιτούτου Εργασίας της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδος (ΙΝΕ, ΓΣΕΕ).
Η μελέτη προτείνει ένα πρόγραμμα εγγυημένης απασχόλησης με το κράτος να λειτουργεί «ως εργοδότης ύστατης καταφυγής και ως όχημα εξόδου από την κρίση».
Πρόκειται για τη «διάνοιξη μιας λεωφόρου απασχόλησης με στόχο την άμεση αποκλιμάκωση του ποσοστού ανεργίας και την ώθηση της εσωτερικής ζήτησης» υποστηρίζουν οι ερευνητές.
Ένα τέτοιο πρόγραμμα, θα μπορούσε σύμφωνα με το Ινστιτούτο, να αντιμετωπίσει την κρίση απασχόλησης και να μειώσει την ανεργία κατά 10%, δηλαδή από 26,6% σε 16,6%, μέσα στα επόμενα τρία χρόνια.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, η μείωση της ανεργίας κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες απαιτεί τη δημιουργία περίπου 430 χιλιάδων θέσεων εργασίας.
«Η καθαρή αμοιβή, θα πρέπει να διασφαλίζει ένα ελάχιστο επίπεδο αξιοπρεπούς διαβίωσης και σίγουρα να είναι υψηλότερη από το ατομικό κατώφλι της φτώχειας». Οι επιστήμονες του Ινστιτούτου επεξεργάστηκαν τρία σενάρια.
Σύμφωνα με το πρώτο, η καθαρή αμοιβή του ανέργου που συμμετέχει στο πρόγραμμα καθορίζεται στα 495 ευρώ ανά μήνα, είναι δηλαδή ίση με τον βασικό καθαρό μισθό ενός άγαμου άνω των 25 ετών χωρίς εργασιακή εμπειρία.
Με βάση το δεύτερο σενάριο, η καθαρή αμοιβή διαμορφώνεται στα 545 ευρώ ανά μήνα, δηλαδή είναι ίση με τον βασικό καθαρό μισθό ενός άγαμου άνω των 25 ετών με μία τριετία.
Σύμφωνα με το τρίτο σενάριο, η καθαρή αμοιβή του προγράμματος ανέρχεται σε 594,26 ευρώ ανά μήνα, δηλαδή είναι ίση με τον βασικό καθαρό μισθό ενός άγαμου άνω των 25 ετών με δύο τριετίες. Και στα τρία σενάρια το ύψος της καθαρής αμοιβής είναι αρκετά υψηλότερο από το μισθό εισαγωγής (431,75 ευρώ), δηλαδή ασκεί μικρή (και θετική) αυξητική πίεση στο ύψος του κατώτατου μισθού.
Σε κάθε περίπτωση και προκειμένου το πρόγραμμα να αποδώσει τα αναμενόμενα, η καθαρή αμοιβή πρέπει να είναι επαρκώς υψηλότερη από την ανελαστική δαπάνη διαβίωσης του ανέργου, ο οποία εκτιμάται σε 400 ευρώ ανά μήνα.
Οι ερευνητές υποστηρίζουν, ότι η θετική επίδραση του προγράμματος δημιουργίας θέσεων εργασίας δεν περιορίζεται στον αριθμό των ανέργων που θα απασχοληθούν στο πρόγραμμα. Το επιπλέον εισόδημα που δημιουργείται ενισχύει την κατανάλωση, δηλαδή τη συνολική ζήτηση. Η αυξημένη ζήτηση προκαλεί αύξηση της παραγωγής προϊόντων και υπηρεσιών, η οποία για να επιτευχθεί απαιτεί πρόσθετη απασχόληση στον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας.
Η ανατροφοδοτούμενη διαδικασία αύξησης της απασχόλησης, του εισοδήματος και της ζήτησης θα επιφέρει πρόσθετα ετήσια φορολογικά έσοδα περίπου 526 εκατ. ευρώ, από τον ΦΠΑ χάρη στην αυξημένη κατανάλωση και περίπου 47 εκατ. ευρώ από το φόρο εισοδήματος των επιχειρήσεων λόγω της οριακής αύξησης της κερδοφορίας τους. Θα μπορούσε, επίσης, να μειώσει το ποσοστό φτώχειας κατά τουλάχιστον 15%, ενώ το συνολικό όφελος για τα ασφαλιστικά ταμεία υπολογίζεται περίπου στα 3,5 δισ. ευρώ.
Σε ότι αφορά τη χρηματοδότηση του προγράμματος αυτή θα μπορούσε να προέλθει από πόρους όπως η Ειδική Εισφορά Αλληλεγγύης που υπολογίζεται σε 204 εκατ. ευρώ το έτος, δηλαδή περίπου 820 εκατ. ευρώ σε βάθος τετραετίας και τις ήδη προϋπολογισμένες δαπάνες του νέου ΕΣΠΑ (ΣΕΣ 2014-2020) για παρεμβάσεις στην αγορά εργασίας.
Θα μπορούσαν, επίσης, να χρησιμοποιηθούν έσοδα από ευρωπαϊκούς πόρους και έκτακτα φορολογικά έσοδα, δηλαδή έσοδα που δεν επηρεάζουν τη δημοσιονομική προσαρμογή, όπως είναι τα έσοδα από πρόστιμα που επιβάλλονται για φορολογικές παραβάσεις.