ILO: Μόνο το ένα τέταρτο των εργαζομένων παγκοσμίως έχει σταθερή εργασία
Οι κυβερνήσεις πρέπει να αντισταθμίσουν την πτώση που παρατηρείται στη μόνιμη και πλήρη απασχόληση
Μόνο ένα τέταρτο όλων των εργαζομένων παγκόσμια έχουν σταθερή εργασία, ενώ τρία τέταρτα είτε δεν έχουν κανένα συμβόλαιο, είτε είναι ελεύθεροι επαγγελματίες, με προσωρινά ή βραχυπρόθεσμα συμβόλαια, σύμφωνα με την ετήσια έκθεση "Παγκόσμια Απασχόληση και Κοινωνική Προοπτική".
Η παγκόσμια οικονομική κρίση ώθησε την αύξηση σε δουλειές ημιαπασχόλησης, ιδιαίτερα για τις γυναίκες, και ενέτεινε μια καθοδική τάση σε δουλειές που σχετίζονται με παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού.
Οι αλλαγές αυτές και καινούργιες μορφές απασχόλησης, όπως οι "μίνι-δουλειές" στη Γερμανία, τα "συμβόλαια μηδενικών ωρών" στη Βρετανία και οι "εφημερίες" (on-call, όπου κάποιος καλείται σε δουλειά μόνο όταν υπάρχει ανάγκη) στην Ολλανδία, σημαίνουν ότι οι κυβερνήσεις χρειάζεται να σκεφτούν πώς θα εγγυηθούν ασφάλεια εισοδήματος σε όσους δεν έχουν πλήρη μισθωτή εργασία, είπε ο γενικός διευθυντής της ILO, Γκάι Ράιντερ.
Οι κυβερνήσεις θα πρέπει να ανταποκριθούν στην απαίτηση για πλήρη απασχόληση, επεσήμανε, αλλά είναι επίσης απαραίτητο να θέσουν και βασικά ερωτήματα για τις μεταβαλλόμενες τάσεις της αγοράς εργασίας.
"'Ισως το μέλλον και τα θέματα κοινωνικής δικαιοσύνης τα οποία ενστερνίζεται η ILO δεν μπορούν να κατανοηθούν εντελώς (...) - αυτό το συμβόλαιο 9 με 5 που οι γονείς και παππούδες μας θεωρούσαν σχεδόν κληρονομικό δικαίωμα", είπε σε συνέντευξη τύπου στη Γενεύη. "Το παρομοιάζω μ' αυτό που έχει συμβεί στον τομέα της κοινωνικής ασφάλισης. Κάποτε θεωρούσαμε ότι όλοι έμεναν σε μια οικογένεια με δύο γονείς όπου ο άντρας κέρδιζε τα προς το ζειν, και έτσι προγραμματίσαμε και τα συστήματα της κοινωνικής μας ασφάλισης, προς μεγάλη ζημιά τεράστιων τμημάτων της κοινωνίας", πρόσθεσε.
Σύμφωνα με την έκθεση, κάτι παρόμοιο συμβαίνει και με τον κόσμο εργασίας, και χρειάζεται τα κράτη να προσαρμοστούν ανάλογα. Η διάβρωση της ποιότητας στην εργασία και η άνοδος της ανεργίας από την οικονομική κρίση έχουν κοστίσει 3,7 τρισ. δολάρια σε χαμένη ζήτηση, καθώς έχουν επίσης δημιουργήσει όλο και μεγαλύτερη ανισότητα.