Μακροχρόνια άνεργοι και ανεργία των νέων σταθερά «αγκάθια»
Ο αριθμός των ανέργων ανήλθε σε 1.272.541 άτομα και «αγκάθια», σύμφωνα με την τριμηνιαία έρευνα εργατικού δυναμικού της ΕΛΣΤΑΤ, παραμένουν τόσο η υψηλή- αν και μειωμένη κατά περίπου πέντε μονάδες- ανεργία στους νέους (51,9%), όσο και ο αριθμός των μακροχρόνια ανέργων (περίπου 911.200 άτομα ή το 71,6% του συνόλου των ανέργων). Με πλέον χαρακτηριστικό ότι περισσότεροι από 1 εκατομμύριο άνεργοι δέχονται ακόμη και μερική απασχόληση. Παράλληλα, καταγράφεται ανισοκατανομή μεταξύ των περιφερειών της χώρας, καθώς σε ορισμένες από αυτές η ανεργία αυξήθηκε μέσα σε έναν χρόνο.
Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, ο αριθµός των ανέργων αυξήθηκε κατά 2,1% σε σχέση µε το προηγούµενο τρίµηνο και µειώθηκε κατά 5,2% σε σχέση µε το α΄ τρίµηνο του 2014.
Στις γυναίκες η ανεργία (στο 30,6% το α΄ τρίμηνο 2015 από 31,4% το α΄ τρίμηνο 2014 και ειδικά στις νέες στο 57%) παραμένει σημαντικά υψηλότερη από εκείνη στους άνδρες (23,5% από 25%).
Ηλικιακά, η υψηλότερη ανεργία καταγράφεται στις ομάδες 15- 24 ετών (51,9% το α΄ τρίμηνο 2015 από 56,7% το α΄ τρίμηνο 2014) και 25- 29 ετών (39,7% από 42,4%). Ακολουθούν οι ηλικίες 30- 44 ετών (25,7% από 26,7%), 45- 64 ετών (20,4% από 20,3%) και 65 ετών και άνω (9,3% από 12,6%).
Σε επίπεδο περιφερειών της χώρας, στις τρεις πρώτες θέσεις βρίσκονται η Δυτική Μακεδονία (29% το α΄ τρίμηνο 2015 από 28,4% το α΄ τρίμηνο 2014), η Δυτική Ελλάδα (29% από 29,7%) και τα Ιόνια Νησιά (28,9% από 27,4%). Ακολουθούν, η Κεντρική Μακεδονία (27,4% από 29,9%), η Κρήτη (27,2% από 26,9%), η Θεσσαλία (26,8% από 25,2%), η Αττική (26,7% από 28%), η Στερεά Ελλάδα (26,4% από 27,6%), η Ήπειρος (25,5% από 28,5%), το Νότιο Αιγαίο (25,4% από 30,3%), η Ανατολική Μακεδονία- Θράκη (24,8% από 25,4%), η Πελοπόννησος (23,9% από 23,4%) και το Βόρειο Αιγαίο (20,2% από 24,4%).
Από το σύνολο των ανέργων που αναζητούν µισθωτή απασχόληση, το 14,3% αναζητά αποκλειστικά πλήρη απασχόληση, ενώ το 79,3% αναζητεί πλήρη αλλά στην ανάγκη είναι διατεθειµένο να εργαστεί και µε µερική απασχόληση. Τέλος, το 6,4% είτε αναζητεί µερική απασχόληση είτε δεν ενδιαφέρεται αν θα βρει µερική ή πλήρη απασχόληση.
Ένα ποσοστό ανέργων (5,9%) απέρριψε κάποια πρόταση ανάληψης εργασίας για διάφορους λόγους, κυρίως επειδή: δεν εξυπηρετούσε ο τόπος εργασίας (26,6%), δεν ήταν ικανοποιητικές οι αποδοχές (23,8%) και δεν εξυπηρετούσε το ωράριο (18,6%).
Το ποσοστό των ανέργων που δεν έχουν εργαστεί ποτέ στο παρελθόν ανέρχεται στο 23,2% του συνόλου των ανέργων ενώ οι µακροχρόνια άνεργοι (αυτοί που αναζητούν εργασία από 12 µήνες και άνω, ανεξάρτητα εάν είναι «νέοι» ή «παλαιοί» άνεργοι) αποτελούν το 71,6% του συνόλου.
Το ποσοστό ανεργίας των ατόµων µε ξένη υπηκοότητα, είναι µεγαλύτερο από το αντίστοιχο των Ελλήνων υπηκόων (34,8% έναντι 26,0%). Επίσης, το 70% των ξένων υπηκόων είναι οικονοµικά ενεργό, ποσοστό σηµαντικά υψηλότερο από το αντίστοιχο των Ελλήνων, το οποίο είναι 50,5%.
Σε επίπεδο απασχόλησης, το α΄ τρίμηνο εφέτος ο αριθµός των απασχολούµενων ανήλθε σε 3.504.446 άτοµα και η απασχόληση µειώθηκε κατά 0,9% σε σχέση µε το προηγούµενο τρίµηνο ενώ αυξήθηκε κατά 0,6% σε σχέση µε το α΄ τρίµηνο του 2014.
Το α΄ τρίµηνο εφέτος, βρήκαν απασχόληση 146.709 άτοµα τα οποία δήλωσαν ότι ήταν άνεργα πριν από ένα έτος. Παράλληλα, 41.874 άτοµα µετακινήθηκαν από τον οικονοµικά µη ενεργό πληθυσµό σε θέσεις απασχόλησης.
Αντίθετα, 131.342 άτοµα, τα οποία ένα χρόνο πριν ήταν απασχολούµενα, σήµερα είναι άνεργα και άλλα 65.115 άτοµα που ήταν απασχολούµενα είναι πλέον οικονοµικά µη ενεργά. Επιπλέον, 118.803 άτοµα που πριν ένα έτος ανήκαν στον οικονοµικά µη ενεργό πληθυσµό, εισήλθαν στην αγορά εργασίας αναζητώντας απασχόληση, αλλά είναι άνεργα.
Ανά τοµέα της οικονοµίας, στον πρωτογενή τοµέα παρατηρείται µείωση 0,1% στον αριθµό των απασχολούµενων, στον δευτερογενή παρατηρείται αύξηση 1,1% και στον τριτογενή µείωση 0,2%.
Το ποσοστό της µερικής απασχόλησης ανέρχεται στο 10% του συνόλου των απασχολουµένων. Από το υποσύνολο αυτό των εργαζοµένων, το 68,5% έκανε αυτή την επιλογή διότι δεν µπόρεσε να βρει πλήρη απασχόληση, το 6,7% για άλλους προσωπικούς ή οικογενειακούς λόγους, το 3,4% γιατί εκπαιδεύεται, το 2,6% διότι φροντίζει µικρά παιδιά ή εξαρτώµενους ενήλικες και το 18,8% για διάφορους άλλους λόγους.
Το ποσοστό των µισθωτών, το οποίο εκτιµάται σε 64%, εξακολουθεί να είναι χαµηλότερο του µέσου όρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στην οποία ανέρχεται στο 83,5% του συνόλου των απασχολουµένων.