Κύμα φυγής εργαζομένων από το Δημόσιο
Οι αιτήσεις για συνταξιόδοτηση στο Δημόσιο έχουν δεκαπλασιαστεί το τελευταίο διάστημα, εξαιτίας της φημολογίας για κατάργηση των πρόωρων συντάξεων, έπειτα από πιέσεις των δανειστών.
Οι αιτήσεις για αποχώρηση από το Δημόσιο ανήλθαν τον Ιούνιο σε 6.000, όταν το προηγούμενο διάστημα κυμαίνονταν από 450 έως 600 ανά μήνα.
Πρόκειται κυρίως για υπαλλήλους οι οποίοι είχαν κατοχυρώσει συνταξιοδοτικό δικαίωμα, αλλά παρέμεναν στην ενεργό υπηρεσία, προκειμένου να εξασφαλίσουν καλύτερους όρους συνταξιοδότησης. «Το τελευταίο δίμηνο έχουν υποβάλει αιτήσεις για έξοδο στη σύνταξη περίπου 1.000 εργαζόμενοι στα δημόσια νοσοκομεία, από τους οποίους οι 700 είναι νοσηλευτικό προσωπικό», αναφέρει στο «Εθνος» ο πρόεδρος της Ομοσπονδίας εργαζομένων στα νοσοκομεία (ΠΟΕΔΗΝ), Μιχάλης Γιαννάκος.
Σύμφωνα με τον κ. Γιαννάκο, έως το τέλος του έτους εκτιμάται ότι θα επιλέξουν την έξοδο 3.000 εργαζόμενοι στα δημόσια νοσοκομεία: «Με αυτά τα δεδομένα, οι 906 θέσεις που ανακοίνωσε η κυβέρνηση ότι θα καλύψει έχουν ήδη εξανεμιστεί», σημειώνει ο πρόεδρος της ΠΟΕΔΗΝ. Πρόκειται για άνδρες εργαζόμενους ηλικίας 58 ετών, με συμπληρωμένα 35 χρόνια υπηρεσίας και μητέρες ηλικίας από 50 έως 52 ετών. Με την κατάργηση των πρόωρων συντάξεων οι εργαζόμενοι αυτοί θα χρειαστεί να υπηρετήσουν αρκετά ακόμη χρόνια, προκειμένου να φτάσουν σε ηλικία συνταξιοδότησης.
Η φυγή προς τη συνταξιοδότηση απειλεί με πλήρη αποδιοργάνωση τα δημόσια νοσοκομεία, στα οποία οι ελλείψεις προσωπικού καθιστούν εξαιρετικά δύσκολη τη λειτουργία πολλών κλινικών και τμημάτων. Σύμφωνα με εκτιμήσεις της ΠΟΕΔΗΝ, έως το τέλος του περασμένου έτους συνταξιοδοτήθηκαν περισσότεροι από 20.000 εργαζόμενοι, χωρίς να προσληφθούν άλλοι. Η κυβέρνηση έχει αναγνωρίσει τις ανάγκες, εξαγγέλλοντας 4.500 επείγουσες προσλήψεις ιατρικού και λοιπού προσωπικού. Τα κενά έχουν καταγραφεί από ειδική ομάδα εργασίας του υπουργείου Υγείας ανά νοσοκομείο και ειδικότητα. Οι θέσεις αφορούν άμεσες ανάγκες λειτουργίας κρίσιμων μονάδων στη νησιωτική Ελλάδα και 130 θέσεων σε μονάδες εντατικής θεραπείας (ΜΕΘ), οι οποίες παραμένουν κλειστές (επί συνόλου περίπου 500) λόγω έλλειψης κυρίως νοσηλευτικού προσωπικού.