Το μοντέλο του ΔΝΤ στα Εργασιακά προκαλεί τρόμο
Η μάχη των μαχών για τα εργασιακά έρχεται το φθινόπωρο καθώς από τη μια το ΔΝΤ έρχεται αποφασισμένο να απαιτήσει ευέλικτο και ανταγωνιστικό περιβάλλον και από την άλλη ο υπουργός Εργασίας δηλώνει ότι η κυβέρνηση συζητά μόνο την επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων, των ομαδικών απολύσεων και των αλλαγών στον συνδικαλιστικό νόμο.
Η κυβέρνηση «μουτζουρώνει» τις απαιτήσεις των δανειστών προετοιμάζοντας για «σκληρή διαπραγμάτευση» και «κόκκινες γραμμές»
Για το λόγο αυτό την Τρίτη το Υπουργείο Εργασίας έχει καλέσει σε συνάντηση τις οργανώσεις των κοινωνικών εταίρων για την διαμόρφωση ενιαίου κοινωνικού μετώπου στα εργασιακά. «Η Ελλάδα θα επιστρέψει στην κοινωνική Ευρώπη μετά το τέλος της διαπραγμάτευσης, δεν θα απομακρυνθεί περισσότερο από αυτήν».
Η απόσταση είναι μεγάλη και αυτό σημαίνει... ότι η διαπραγμάτευση θα είναι μακρά... ενώ το αποτέλεσμά της θα επηρεαστεί και από την πίεση για κλείσιμο της αξιολόγησης και την προσπάθεια να μπει το ΔΝΤ στο πρόγραμμα...
Ετσι η σκληρή διαπραγμάτευση του γενναίου υπουργού θα καταλήξει σε ένα ακόμη κρας τεστ... με την πραγματικοτητα και ένα ακόμη ξύπνημα από το λήθαργο των ψευδαισθήσεων και των αυταπατών, όταν θα οδηγηθεί ενόψει της επόμενης αξιολόγησης, να αποδεχτεί τις απαιτήσεις των θεσμών στα εργασιακά, που τώρα ηρωικά αρνείται.
Ωστόσο, σήμερα, τον υπουργό ...το κείμενο με τους όρους του ΔΝΤ ...δεν απευθύνεται προς την Κυβέρνηση, αλλά είναι... «υπόμνημα των δανειστών προς την Επιτροπή Ειδικών, που θα συντάξει πόρισμα για την αποτύπωση των καλών σχετικών πρακτικών στην Ευρωπαϊκή Ενωση, το οποίο στη συνέχεια θα αποτελέσει αντικείμενο σχολιασμού από την Διεθνή Οργάνωση Εργασίας».
Η κυβέρνηση πέτυχε στη συμφωνία του Ιουλίου να περιορίσει το αντικείμενο της διαπραγμάτευσης στα εργασιακά σε τρία μόνο ζητήματα: ένα που θέσαμε εμείς, την επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων, με άλλα λόγια την ανατροπή της εργασιακής απορρύθμισης των τελευταίων χρόνων, και δύο πάγια αιτήματα του ΔΝΤ που απηχούν την ιδεοληπτική του προσήλωση στον πιο ακραίο νεοφιλελευθερισμό: τις ομαδικές απολύσεις και το συνδικαλιστικό νόμο. Τίποτα άλλο δεν θα δεχθούμε να μπει στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης και ως προς όλα τα θέματα που θα συζητηθούν δεν θα δεχθούμε καμιά επιδείνωση της θέσης των εργαζομένων, τίποτα ασύμβατο με το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Μοντέλο.
Το εν λόγω κείμενο απηχεί τις γνωστές θέσεις του ΔΝΤ, τις οποίες επιδιώκουμε να απομονώσουμε και να εξουδετερώσουμε στη διαπραγμάτευση, ακριβώς όπως πετύχαμε στην διαπραγμάτευση του ασφαλιστικού, ως προς την άρνηση του να δεχθεί μια λελογισμένη αύξηση των εισφορών για να σωθούν οι συντάξεις.
Τι θέλει το ΔΝΤ
Οι δανειστές στη σχετική επιστολή ανοίγουν όλη την ατζέντα των εργασιακών κάνοντας εκτενή αναφορά στο θέμα των αμοιβών των εργαζομένων και στην ανάγκη να δοθούν μεγαλύτερα περιθώρια ευελιξίας στις επιχειρήσεις να προσαρμόζουν τους μισθούς (wage flexibility). Βασικός όρος για να συμβεί αυτό είναι η πλήρης απελευθέρωση της αγοράς προϊόντων, ώστε να έρθουν και επενδύσεις.
Για τον καθορισμό του κατώτατου μισθού, επισημαίνουν ότι θα πρέπει να αποφασίζεται από το κράτος (όπως ισχύει σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες), ενώ τονίζουν πως παρά τη μείωσή του στα 586 ευρώ και στα 510 ευρώ (για τους νέους έως 25 ετών) εξακολουθεί να παραμένει υψηλότερος σε σύγκριση με άλλες χώρες, λόγω της προσαύξησής του έως 30% λόγω της σύνδεσής του με την προϋπηρεσία των υπαλλήλων έως τα 10 έτη.
Εμμέσως προτείνουν την κατάργηση της προϋπηρεσίας ή την αποσύνδεσή της από τις κατώτατες αμοιβές των ανειδίκευτων εργαζομένων, δηλαδή την αφαίρεση μέχρι και του 30% της αμοιβής λόγω της προϋπηρεσίας στον κατώτατο μισθό (από 761 ευρώ με τρεις τριετίες στα 586 ευρώ με αφαίρεση της προϋπηρεσίας).
Στο στόχαστρο μπαίνει και η κατάργηση των επιδομάτων που καταβάλλονται με τη μορφή του 13ου και του 14ου μισθού, καθώς η αναφορά των δανειστών είναι ότι από το 2017 η δομή του κατώτατου μισθού θα πρέπει να αλλάξει και να αποτελεί ένα μοναδικό ποσό αναφοράς (single rate) χωρίς κανένα επίδομα, ώστε να είναι συγκρίσιμος με άλλα κράτη της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Πρόταση-σοκ κάνουν για τις απολύσεις, προτείνοντας ότι θα έπρεπε να εξεταστεί η αύξηση του ορίου των απολύσεων στα ποσοστά που ορίζει η κοινοτική οδηγία, δηλαδή από 5% που είναι σήμερα στο 10%. Ταυτόχρονα και φέρνοντας ως παράδειγμα τα «δαπανηρά», όπως λένε, προγράμματα εθελουσίας εξόδου από τράπεζες και δημόσιους οργανισμούς, θεωρούν σχεδόν προειλημμένη την απόφαση για την κατάργηση των περιορισμών που υπάρχουν σήμερα στην έγκριση αιτημάτων για ομαδικές απολύσεις.