Νίκος Παναγιωτόπουλος: Οι Ένοπλες Δυνάμεις να υποστηριχθούν από την εγχώρια αμυντική βιομηχανία
Ο υπουργός Εθνικής Άμυνας, Νίκος Παναγιωτόπουλος, συμμετείχε στο 33rd Greek Economic Forum και μίλησε για την ελληνική αμυντική βιομηχανία και τις σύγχρονες προκλήσεις που καλείται να αντιμετωπίσει.
Με τις αποφάσεις που πήρε η κυβέρνηση, άνοιξε μια νέα εποχή για την εθνική άμυνα και τις Ένοπλες Δυνάμεις. Οι Ένοπλες Δυνάμεις, με αυτά τα συστήματα, αυτές τις προοπτικές και αυτό το αξιόμαχο, το εκπαιδευμένο προσωπικό με την αίσθηση του καθήκοντος, αξίζουν να υποστηρίζονται και από μια ανταγωνιστική και ικανή να τις υποστηρίξει εγχώρια αμυντική βιομηχανία. Έχουμε την ευθύνη να δημιουργήσουμε αυτές τις συνθήκες. Αυτό τόνισε μεταξύ άλλων, ο υπουργός Εθνικής 'Αμυνας Νίκος Παναγιωτόπουλος, στην παρέμβασή του σήμερα, σε πάνελ του 33rd Greek Economic Forum με θέμα: «Η αναγέννηση της ελληνικής αμυντικής βιομηχανίας», που συντόνισε ο δημοσιογράφος Σταύρος Ιωαννίδης.
Ο υπουργός υπογράμμισε ότι υπάρχουν δύο θεμελιώδεις λόγοι «για να εντείνουμε τις προσπάθειες για ανάταξη εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας» ενώ χαρακτήρισε την παρούσα χρονική συγκυρία ως «ιστορικής τάξεως ευκαιρία».
«Ο πρώτος λόγος είναι» είπε, «ότι μια χώρα με αξιόμαχες Ένοπλες Δυνάμεις όπως η Ελλάδα του σήμερα, υποχρεούται να στηρίζεται σε μια εξωστρεφή αμυντική βιομηχανία». Και ο δεύτερος λόγος, ανέφερε, είναι λόγω της συγκυρίας, καθώς «η Ευρώπη αποφασίζει συντεταγμένα να επενδύσει τεράστια ποσά στην άμυνα». Συμπλήρωσε δε, ότι υπάρχει «μεγαλύτερη ανάγκη συντονισμό των αμυντικών βιομηχανιών» αλλά και «απεξάρτηση από ρωσικά συστήματα» άρα και υποστήριξη «της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας στα νέα συστήματα». Αυτό το πλαίσιο, είπε, έχει πολλές «ευκαιρίες για την αμυντική βιομηχανία».
Ξεκαθάρισε ότι υπάρχουν ήδη εταιρείες της ελληνικής αμυντικής βιομηχανίας που αποτελούν «μικρά διαμάντια στο παγκόσμιο σκληρό ανταγωνισμό» ενώ πλέον, συνέχισε, υπάρχει «πλαίσιο μεγαλύτερων ευκαιριών, και η ιστορική συγκυρία επιβάλλει να εντείνουμε τις προσπάθειές μας ώστε να αδράξουν (οι εταιρείες της ελληνικής αμυντικής βιομηχανίας) την ευκαιρία».
Για την πρώτη φρεγάτα FDI, ο υπουργός ανέφερε ότι υπάρχει ελληνική συμμετοχή με 12 συμβάσεις, ενώ για το πρόγραμμα των κορβετών του Πολεμικού Ναυτικού, επισήμανε ότι κάποιες κορβέτες θα ναυπηγηθούν σε ελληνικό ναυπηγείο, κάτι που άλλωστε, αποτελεί «στοιχείο των προτάσεων, και των Ιταλών, και των Γάλλων».
Για το ευρωπαϊκό αμυντικό ταμείο, ο Ν. Παναγιωτόπουλος τόνισε ότι «είχαμε 5 προγράμματα έρευνας και τεχνολογίας το 2019» ενώ το 2022, «έχουμε 44 προγράμματα, χρηματοδοτημένα στο συντριπτικό τους ποσοστό από ευρωπαϊκά κονδύλια».
Για την ΕΑΒ, υπογράμμισε ότι αποτελεί για την Ελλάδα ένα «πολύτιμο και απαραίτητο στοιχείο» ενώ έχει αποδείξει ότι «μπορεί να ανταπεξέλθει, είτε σε προγράμματα για την Πολεμική Αεροπορία, είτε και σε προγράμματα συνεργασίας κατασκευής κομματιών για λογαριασμό της Lockheed Martin».
«Είναι», είπε, «στρατηγική προτεραιότητα να υπάρχει μια λειτουργική παραγωγική αποτελεσματική και εξωστρεφής ΕΑΒ».
Από την πλευρά του, ο Νικόλαος Παπάτσας, πρόεδρος των Ένωσης Ελληνικών Εταιρειών Αεροδιαστημικής Ασφάλειας και 'Αμυνας, ανέφερε ότι είναι σημαντικά «να δούμε τα διδάγματα του παρελθόντος» ενώ ζήτησε να υπάρχει συγκεκριμένη «πολιτική να στηρίξουμε τις βιομηχανικές συνεργασίες».
«Οι περισσότερες μικρές και μεσαίες χώρες στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως η Δανία, η Φινλανδία, η Τσεχία, απαιτούν βιομηχανικές συνεργασίες. Και οι υπόλοιπες, οι μεγαλύτερες χώρες, απαιτούν να συμμετέχουν και αυτές στην πώληση του οπλικού συστήματος» εξήγησε ο Ν. Παπάτσας.
Αναφερόμενος στο μέλλον, υποστήριξε ότι υπάρχουν πολύ σημαντικά προγράμματα όπως τα μαχητικά αεροσκάφη F35 και Rafale και οι φρεγάτες FDI, «όλες άριστες επιλογές από την κυβέρνηση», είπε χαρακτηριστικά. Επίσης, έπονται «οι κορβέτες, τα πυραυλικά συστήματα και στρατιωτικά οχήματα».
Παράλληλα, τόνισε ότι «η Ελλάδα έχει εταιρείες που μπορούν να συμμετέχουν» και στον τομέα της ευρωπαϊκής διαστημικής βιομηχανίας.
«Η κυβέρνηση», κατέληξε, «πρέπει με θεσμικές ενέργειες να στηρίξει αυτή τη προσέγγιση. Και τη συμμετοχή μας στη νέα κοινή ευρωπαϊκή προσέγγιση».