Δένδιας: Η Ελλάδα δεν παρασύρεται από το καινοφανές τουρκικό αφήγημα

Άλλο ένα ξεκάθαρο μήνυμα στην Τουρκία από τον Νίκο Δένδια απέναντι στις ακραίες προκλήσεις της Άγκυρας
Associated Press
9'

Η Ελλάδα δεν προτίθεται να απεμπολήσει τα εθνικά της συμφέροντα, όπως αυτά προσδιορίζονται από το Διεθνές Δίκαιο και το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας, καθιστά σαφές ο υπουργός Εξωτερικών Νίκος Δένδιας σε άρθρο του στην επετειακή έκδοση της εφημερίδας «Το Βήμα της Κυριακής». Επίσης, διαμηνύει πως σήμερα η ελληνική κυβέρνηση απαλλαγμένη από στερεότυπα και αγκυλώσεις, έχει επιλέξει να μην συρθεί σε μία άγονη αντιπαράθεση και στις συνθήκες πόλωσης που διαμορφώνει το καινοφανές τουρκικό αφήγημα.

«Από τις αρχές της δεκαετίας του ’70, η Τουρκία εγείρει σειρά διεκδικήσεων εις βάρος της εδαφικής κυριαρχίας και των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας, σηματοδοτώντας τη διεύρυνση της ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης, πέραν του Κυπριακού, στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο. Επί σχεδόν μισό αιώνα, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με τον διαρκώς εντεινόμενο τουρκικό αναθεωρητισμό, υπό τη δαμόκλειο σπάθη της απειλής πολέμου, και με την προσπάθεια της τουρκικής πλευράς να επιβάλλει ένα νέο "υπόδειγμα" διμερών και περιφερειακών σχέσεων, ασύμβατο με κάθε έννοια καλής γειτονίας και σεβασμού σε θεμελιώδεις αρχές του Διεθνούς Δικαίου» στηλιτεύει ο Νίκος Δένδιας.

Παράλληλα, τονίζει πως είναι εκπεφρασμένη η βούληση της Ελλάδας για έναν εποικοδομητικό διάλογο με την Τουρκία, στη βάση των θεμελιωδών αρχών και κανόνων του Διεθνούς Δικαίου και του Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο.

Στο άρθρο του που τιτλοφορείται «100 χρόνια αντοχή στον χρόνο. Η συνέχεια στην εξωτερική πολιτική (1922-2022)», ο υπουργός Εξωτερικών κάνει μια σύντομη αναδρομή στον αιώνα της εξωτερικής πολιτικής από το 1922 μέχρι σήμερα. «Αν το 1922 μπορεί να θεωρηθεί ορόσημο για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, το 2022 αποτελεί έτος-σταθμό για τις διεθνείς σχέσεις, στο ασφυκτικό πλαίσιο των εξελίξεων που απορρέουν από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία», εκτιμά ο υπουργός Εξωτερικών Νίκος Δένδιας. Η νέα αυτή πραγματικότητα ανοίγει ένα νέο κεφάλαιο στην εξωτερική πολιτική της χώρας μας, τονίζει ο Νίκος Δένδιας και προτάσσει πως επιδεικνύοντας ανθεκτικότητα και ικανότητα προσαρμογής στις εξελίξεις, η Ελλάδα μπορεί να κατοχυρώσει τη θέση της ανάμεσα στους διεθνείς δρώντες που θα δώσουν τις λύσεις και τις απαντήσεις, σε ένα ολοένα και πιο σύνθετο διεθνές περιβάλλον.

Σε αυτό το πλαίσιο, ο υπουργός Εξωτρικών επισημαίνει ότι τα τελευταία χρόνια δόθηκε μια νέα δυναμική στην ελληνική εξωτερική πολιτική, αλλάζοντας το υπόδειγμα άσκησής της. «Μέσω ενός πλέγματος 300 διμερών συμφωνιών που υπογράψαμε από το 2019 μέχρι και σήμερα. Συμπεριλαμβανομένων, της Συμφωνίας Στρατηγικής Εταιρικής Σχέσης με τη Γαλλία, της Συμφωνίας Αμοιβαίας Αμυντικής Συνεργασίας με τις ΗΠΑ καθώς και της Κοινής Διακήρυξης Στρατηγικής Εταιρικής Σχέσης με τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα. Επιπλέον, υπογράψαμε τις Συμφωνίες Οριοθέτησης ΑΟΖ με την Ιταλία και την Αίγυπτο. Ενώ έχουμε συμφωνήσει με την Αλβανία να παραπέμψουμε το ζήτημα της οριοθέτησης ΑΟΖ στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Η Ελλάδα, μέσα σε τρία χρόνια, μεγάλωσε με βάση το Διεθνές Δίκαιο και το Δίκαιο της Θάλασσας. Επιπλέον, καταφέραμε να σφυρηλατήσουμε ισχυρούς στρατηγικούς δεσμούς φιλίας και συνεργασίας όχι μόνο με χώρες παραδοσιακούς εταίρους και συμμάχους αλλά και με χώρες όπως το Ισραήλ, η Σαουδική Αραβία κ.ά.» εξηγεί.

Επιπροσθέτως, επισημαίνει πως η Ελλάδα σήμερα αποτελεί κράτος-μέλος με ουσιαστική συμμετοχή στον πυρήνα των εξελίξεων και των αποφάσεων της ΕΕ και σημειώνει πως «υποστηρίξαμε σθεναρά την ανάγκη ενσωματώσεως στην ευρωπαϊκή οικογένεια των "γειτόνων" μας στη βαλκανική χερσόνησο και εγκαινιάσαμε την προσέγγιση με τα κράτη της αφρικανικής ηπείρου».

Αναλυτικά το άρθρο του Νίκου Δένδια:

100 χρόνια αντοχή στον χρόνο. Η συνέχεια στην εξωτερική πολιτική (1922-2022).

«Στα 100 χρόνια από την κυκλοφορία της εφημερίδας «Το Βήμα», με τον τίτλο τότε «Ελεύθερον Βήμα», η Ελλάδα και ο κόσμος άλλαξαν, ενώ συνεχείς ήταν και οι αλλαγές στο εκάστοτε πρόσημο, θετικό ή αρνητικό, στις σχέσεις της Ελλάδας με τις γειτονικές της χώρες και ιδίως με την Τουρκία.

Το 1922 τέμνει με δραματικό τρόπο τις σχέσεις της Ελλάδας με την Τουρκία, λόγω της Μικρασιατικής Καταστροφής. Από τότε και επί έναν αιώνα, το εκκρεμές των ελληνοτουρκικών σχέσεων πραγματοποιεί την ταλάντωσή του σε ένα φάσμα που καθορίζεται από προσεγγίσεις, κρίσεις και ρήξεις. Μετά τη Μικρασιατική Τραγωδία, η Ελλάδα θα βρεθεί απέναντι σε μία νέα πραγματικότητα, που προσδιορίστηκε από τη Συνθήκη της Λωζάννης, το 1923.

Η Ελλάδα θα αναζητήσει νέο διπλωματικό βηματισμό, με κύριο μέλημα πλέον την κατοχύρωση της εδαφικής ακεραιότητας και την προστασία της εθνικής ανεξαρτησίας. Η περίοδος του Μεσοπολέμου διέπεται από την εμπέδωση της πολιτικής που έφερε τη σφραγίδα του Βενιζέλου και του Κεμάλ, οι οποίοι συνεργάσθηκαν για την επικράτηση πνεύματος συνεννόησης και την ενίσχυση των διμερών δεσμών. Την επαύριο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, οι δύο χώρες θα βρεθούν σε διαφορετικές πλευρές και αφετηρίες, λόγω της στάσης που επέλεξαν να τηρήσουν κατά τη διάρκεια του πολέμου. Η Ελλάδα, με μεγάλες θυσίες, αγωνίστηκε ενάντια στον Άξονα, ενώ η Τουρκία τήρησε μία επαμφοτερίζουσα, φαινομενικά ουδέτερη στάση. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, Ελλάδα και Τουρκία, μέσα από την ενσωμάτωσή τους σταδιακά στον δυτικό συνασπισμό δυνάμεων και την ένταξη στο ΝΑΤΟ (1952), φαίνεται ότι πιάνουν και πάλι το νήμα της συνεργασίας.

Την εξέλιξη αυτή θα επισκιάσει η πορεία του Κυπριακού ζητήματος, από το 1955 ως την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, τον Ιούλιο του 1974. Παράλληλα, από τις αρχές της δεκαετίας του ’70, η Τουρκία εγείρει σειρά διεκδικήσεων εις βάρος της εδαφικής κυριαρχίας και των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας, σηματοδοτώντας τη διεύρυνση της ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης, πέραν του Κυπριακού, στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο. Επί σχεδόν μισό αιώνα, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με τον διαρκώς εντεινόμενο τουρκικό αναθεωρητισμό, υπό τη δαμόκλειο σπάθη της απειλής πολέμου, και με την προσπάθεια της τουρκικής πλευράς να επιβάλλει ένα νέο «υπόδειγμα» διμερών και περιφερειακών σχέσεων, ασύμβατο με κάθε έννοια καλής γειτονίας και σεβασμού σε θεμελιώδεις αρχές του Διεθνούς Δικαίου.

Σήμερα, η ελληνική Κυβέρνηση, απαλλαγμένη από στερεότυπα και αγκυλώσεις, έχει επιλέξει να μην συρθεί σε μία άγονη αντιπαράθεση και στις συνθήκες πόλωσης που διαμορφώνει το καινοφανές τουρκικό αφήγημα. Παράλληλα, όμως, καθιστά σαφές ότι δεν προτίθεται να απεμπολήσει τα εθνικά της συμφέροντα, όπως αυτά προσδιορίζονται από το Διεθνές Δίκαιο και το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας. Είναι εκπεφρασμένη, άλλωστε, η βούληση της Ελλάδας για έναν εποικοδομητικό διάλογο με την Τουρκία, στη βάση των θεμελιωδών αρχών και κανόνων που προαναφέρθηκαν, για την οριοθέτηση της Υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο.

Η σύντομη αναδρομή στον αιώνα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής μετά το 1922, θα ήταν ελλιπής αν περιοριζόταν στο πεδίο των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Αυτά τα 100 χρόνια αντοχής σίγουρα δεν ήταν 100 χρόνια μοναξιάς. Κύριος νοηματικός ιστός της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής είναι η προσήλωση στα διπλωματικά ερείσματα που προσφέρει στη χώρα μας η Διεθνής Κοινότητα, αλλά και η Δύση.

Η Ελλάδα με τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, υπήρξε ένα από τα 51 ιδρυτικά μέλη του ΟΗΕ. Στο διάστημα αυτό, συμμετέχουμε ενεργά στις δράσεις του, προσηλωμένοι στα ιδανικά και στις αξίες του Χάρτη του OHE. Στην ειρηνική επίλυση των διαφορών, στον σεβασμό των κανόνων του Διεθνούς Δικαίου και του Δικαίου της Θάλασσας, στον σεβασμό των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Mε την διορατικότητα που διέκρινε τον Κωσταντίνο Καραμανλή, αποκτά ιδιαίτερη σημασία για την ενίσχυση του διπλωματικού ρόλου της χώρας μας και για την αναβάθμιση της αμυντικής και αποτρεπτικής ικανότητάς της, η ένταξη, το 1981, στην τότε Ευρωπαϊκή Κοινότητα.

Η Ελλάδα σήμερα αποτελεί κράτος-μέλος με ουσιαστική συμμετοχή στον πυρήνα των εξελίξεων και των αποφάσεων της ΕΕ. Τα τελευταία χρόνια δόθηκε μια νέα δυναμική στην εξωτερική μας πολιτική, αλλάζοντας το υπόδειγμα άσκησής της. Μέσω ενός πλέγματος 300 Διμερών Συμφωνιών που υπογράψαμε από το 2019 μέχρι και σήμερα. Συμπεριλαμβανομένων, της Συμφωνίας Στρατηγικής Εταιρικής Σχέσης με τη Γαλλία, της Συμφωνίας Αμοιβαίας Αμυντικής Συνεργασίας με τις ΗΠΑ καθώς και της Κοινής Διακήρυξης Στρατηγικής Εταιρικής Σχέσης με τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα. Επιπλέον, υπογράψαμε τις Συμφωνίες Οριοθέτησης ΑΟΖ με την Ιταλία και την Αίγυπτο.

Ενώ έχουμε συμφωνήσει με την Αλβανία να παραπέμψουμε το ζήτημα της οριοθέτησης ΑΟΖ στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Η Ελλάδα, μέσα σε τρία χρόνια, μεγάλωσε με βάση το Διεθνές Δίκαιο και το Δίκαιο της Θάλασσας. Επιπλέον, καταφέραμε να σφυρηλατήσουμε ισχυρούς στρατηγικούς δεσμούς φιλίας και συνεργασίας όχι μόνο με χώρες παραδοσιακούς εταίρους και συμμάχους αλλά και με χώρες όπως το Ισραήλ, η Σαουδική Αραβία κ.ά.

Υποστηρίξαμε σθεναρά την ανάγκη ενσωματώσεως στην Ευρωπαϊκή Οικογένεια των «γειτόνων» μας στη Βαλκανική χερσόνησο και εγκαινιάσαμε την προσέγγιση με τα κράτη της Αφρικανικής ηπείρου.

Αν το 1922 μπορεί να θεωρηθεί ορόσημο για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, το 2022 αποτελεί έτος-σταθμό για τις διεθνείς σχέσεις, στο ασφυκτικό πλαίσιο των εξελίξεων που απορρέουν από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Η νέα αυτή πραγματικότητα ανοίγει ένα νέο κεφάλαιο στην εξωτερική πολιτική της χώρας μας. Επιδεικνύοντας ανθεκτικότητα και ικανότητα προσαρμογής στις εξελίξεις, η Ελλάδα μπορεί να κατοχυρώσει τη θέση της ανάμεσα στους διεθνείς δρώντες που θα δώσουν τις λύσεις και τις απαντήσεις, σε ένα ολοένα και πιο σύνθετο διεθνές περιβάλλον.

Λύσεις και απαντήσεις τις οποίες ευελπιστώ ότι θα συνεχίσει να καταγράφει με εγκυρότητα η εφημερίδα «Το Βήμα», μία από τις πλέον ιστορικές εφημερίδες στη χώρα μας, στη νέα 100ετία της.

Σχετικές ειδήσεις