Άγνωστες πτυχές της Επανάστασης του 1821: Τα οικονομικά του Αγώνα, η Αστυνομία και οι κατάσκοποι

Άγνωστες πτυχές της Επανάστασης του 1821 με αφορμή την εθνική μας επέτειο 
Φωτ.: Eurokinissi
10'

Βαθυστόχαστα μηνύματα, βαρύγδουπες ομιλίες, συγκρίσεις με το σήμερα και άλλα πομπώδη μηνύματα κατακλύζουν κάθε χρόνο τα μέσα ενημέρωσης με αφορμή την επέτειο από την Επανάσταση του 1821.

Σήμερα το Newsbomb.gr θα τα αφήσει πίσω όλα αυτά κι ανακατεύοντας λίγο τις ιστορικές πηγές, θα καταπιαστεί με κάποιες πληροφορίες που δεν είναι ευρέως γνωστές. Για παράδειγμα τι γνωρίζουμε για τα οικονομικά του αγώνα; Ή πόσα μας έχουν μάθει για την αστυνομία ή και για την κατασκοπία εκείνη την περίοδο;

Τα στοιχεία που παραθέτουμε βασίζονται κατά βάση σε έγγραφα από το αρχείο του Υπουργείου Αστυνομίας κατά την περίοδο 1822-1827 και αναφέρονται στο βιβλίο «Η κατασκοπία κατά την Επανάσταση του 1821» του Χρήστου Ρέππα. Περιλαμβάνονται ακόμη αποσπάσματα κειμένων από το βιβλίο του «Υποθέσεις κατασκοπίας κατά την Επανάσταση του 1821-Αρχειακά κείμενα».

Η πρώτη αστυνομία και οι κατάσκοποι

Αμέσως μετά την κήρυξη του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα ανέκυψε, ως πρωταρχική ανάγκη, η τήρηση της έννομης τάξης και ασφάλειας. Τον Μάϊο του 1821 η νεοσύστατη Πελοποννησιακή Γερουσία ανέθεσε στους τοπικούς εφόρους αστυνομικά καθήκοντα και τους παραχώρησε το δικαίωμα της εκδίκασης πταισματικών ποινικών παραβάσεων και μικροδιαφορών αστικού χαρακτήρα. Οι σοβαρές υποθέσεις της μιας ή της άλλης κατηγορίας εκδικάζονταν από τις λεγόμενες επιτροπές αιρετοκρίτων.

Η Α΄Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου επιχείρησε να ρυθμίσει ριζικά το όλο θέμα με την σύσταση ειδικού υπουργείου του «Μινιστερίου της Αστυνομίας» και Τοπικών Γενικών Αστυνομιών. Όσες λειτουργούσαν σε παραλιακές περιοχές ασκούσαν και λιμενικά καθήκοντα. Πρώτος υπουργός Αστυνομίας διορίστηκε ο Λειβαδίτης Λάμπρος Νάκος, άλλοτε κατώτερος υπάλληλος της Αστυνομίας της Πετρούπολης, ο οποίος αναφέρεται ως απηνής διώκτης των παραβατών του νόμου και τιμωρός κάποιων κακοποιών με την ποινή του ραβδισμού.

Από τα σωζόμενα ελάχιστα έγγραφα εκείνης της εποχής πληροφορούμεθα πως έως τα μέσα του 1822, αστυνομικές υπηρεσίες λειτουργούσαν σε: Αθήνα, Ύδρα, Κόρινθο, Άργος, Τριπολιτσά, Μονεμβασιά, Τήνο, Νάξο και άλλα μη αναφερόμενα νησιά των Κυκλάδων.

Οι πληροφορίες για την εξέλιξη του αστυνομικού θεσμού στην επαναστατημένη Ελλάδα, αναφαίνονται στο αρχείο του Υπουργού Αστυνομίας από τις 31 Οκτωβρίου 1822 με επίκεντρο την Ερμιόνη, όπου είχε μεταφερθεί η έδρα της διοίκησης.

Αστυνομικά καθήκοντα σε υπουργικό επίπεδο ανέλαβε ο Ιωάννης Κωλέττης, υπουργός Εσωτερικών και προσωρινός του Πολέμου. Μετά την εγκατάσταση της διοικήσεως στην Τριπολιτσά διορίστηκε μια πλειάδα Γενικών Αστυνόμων στις περιοχές Πελοποννήσου, Στερεάς, Εύβοιας, Μαγνησίας, Κυκλάδων, Δωδεκανήσου και Βορείων Σποράδων.

Επί τρία και πλέον χρόνια μετά την ίδρυση των πρώτων αστυνομικών υπηρεσιών δεν υπήρχε κανονισμός λειτουργίας τους. Μόλις τον Σεπτέμβριο του 1825 το Υπουργείο Αστυνομίας εξέδωσε έναν Κανονισμό με θέμα «Προσωρινά Καθήκοντα των Γενικών Αστυνόμων». Στο κείμενο αυτού δεν αναφέρονται οι όροι «κατασκοπία» και «κατάσκοπος», υπάρχουν όμως διατάξεις για αντιμετώπιση κατασκοπευτικής ενέργειας.

«Πηγές» κατηγορίας περί κατασκοπείας ήταν αρκετές. «Συνήθεις ύποπτοι» έμποροι, οι ξένοι αξιωματικοί, φυγάδες και αυτόμολοι στρατιώτες, αλλά ενίοτε και ίδιοι αστυνομικοί. Για παράδειγμα τον Ιούνιο του 1823 αποπέμφθηκε ο Γενικός Αστυνόμος Πάτμου Αντώνιος Μελισσηνός «δυσφημισθείς ως κατάσκοπος του Ελληνικού Γένους» με την πληροφορία ότι είχε κάνει περιτομή. Η διαπίστωση περιτομής του κάθε συλλαμβανομένου ή αυτόμολου στρατιώτη τον καθιστούσε αυτομάτως ύποπτο κατασκοπίας. Βέβαια όλοι οι εξισλαμισμένοι ανέφεραν ότι υποβλήθηκαν σε περιτομή με την βία.

Το Υπουργείο Αστυνομίας απασχόλησαν και περιπτώσεις ξένων στρατιωτικών υπόπτων κατασκοπίας. Ένα παράδειγμα ήταν μια καταγγελία για τον κυβερνήτη γαλλικής φρεγάτας στο Ναύπλιο τον Μάρτιο του 1824. Ένα άλλο αφορούσε Γάλλους αξιωματικούς που είχαν επισκεφθεί το φρούριο του Ναυπλίου τέλη Ιουνίου της ίδιας χρονιάς. Βέβαια, αυτή η τελευταία καταγγελία έγινε από Άγγλους αξιωματικούς.

Τα οικονομικά του αγώνα

Ενδιαφέροντα είναι τα οικονομικά στοιχεία τόσο για την διάρκεια της Επανάστασης, όσο και για την μετεπαναστατική περίοδο.

Ο Γερμανός G.Maurer, Βαυαρός καθηγητής του Πανεπιστημίου του Μονάχου και μέλος της τριμελούς Αντιβασιλείας του Όθωνα στο νεοσύστατο Βασίλειο της Ελλάδος, ασχολήθηκε με τα οικονομικά του αγώνα και συγκέντρωσε τα ποσά που προσέφεραν οι πλούσιοι, προεστοί, καραβοκυραίοι κλπ. και γράφει: «Είναι μα την αλήθεια συγκινητικό όταν διαβάζει κανείς με πόση προθυμία βοήθησαν οι άνθρωποι αυτοί τον τόπο τους.... Μόνο τα αδέλφια Κουντουριώτη έδωσαν 1.500.000 φράγκα. Οι αδελφοί Βουδούρη 550.000 ο καθένας, οικογένεια Τσαμαδού 400.000, Τομπάζης 350.000, Ιωάννης Ορλάνδος 300.000, Μιαούλης 250.000, ο πεθερός του Σαχίνη 250.000. Όσοι δεν είχαν μετρητά έδιναν σε είδος. Οι νησιώτες λόγου χάριν έδωσαν τα πλοία τους, οι Ρουμελιώτες ό,τι πολυτιμότερο είχαν μέσα στα σπίτια τους, κι άλλοι ολόκληρη την περιουσία τους» (Βιβλίο “Ο Ελληνικός λαός” σελ. 345-355).

Τα οικονομικά της επόμενης μέρας της Επανάστασης

Από το βιβλίο του Βαυαρού Maurer που γράφτηκε το 1835 μαθαίνουμε και τα παρακάτω περί των οικονομικών της επόμενης μέρας της Επανάστασης:

«Εφόσον πριν από τον Απελευθερωτικό Αγώνα δεν υπήρχε ελληνικό κράτος, ήταν πολύ φυσικό να μην υπάρχουν και ελληνικά οικονομικά, ούτε και ελληνική οικονομική διοίκηση. Κάθε κοινότητα αντιμετώπιζε τις ανάγκες της με φόρους που επέβαλε η ίδια στους κατοίκους, και χρησιμοποιούσε και την κοινοτική τους περιουσία. Ο κάθε Έλληνας όμως, εκτός από αυτούς τους κοινοτικούς φόρους, πλήρωνε στην τουρκική κυβέρνηση και κεφαλικό φόρο –το χαράτσι- καθώς και άλλους ακόμη έκτακτους φόρους.

Αλλά και σε αυτή την τελευταία περίπτωση, πάλι οι Έλληνες προύχοντες αναλάμβαναν να καταμερίσουν, κατά την κρίση τους το ποσό και να το εισπράξουν από τον κάθε Έλληνα φορολογούμενο. Μόλις όμως άρχισαν να απελευθερώνονται οι επαρχίες, σταμάτησε αυτόματα και η καταβολή φόρων προς την τουρκική κυβέρνηση, και έπρεπε τώρα να δημιουργηθεί νέο δημόσιο ταμείο για την ελληνική κυβέρνηση.

Η πρώτη Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου το 1822, καταπιάστηκε αμέσως με αυτό το θέμα. Ψηφίστηκε η φορολογική ισότητα όλων των πολιτών.

Αποφασίστηκε ότι τα κτήματα του Δημοσίου δεν θα μπορούσαν να απαλλοτριωθούν, παρά μόνον με την συγκατάθεση του Νομοθετικού Σώματος. Η κυβέρνηση όφειλε να διαπραγματευτεί δάνεια, αλλά δεν θα είχε το δικαίωμα να επιβάλλει κανέναν φόρο, αν δεν ψηφιζόταν σχετικός νόμος.

Όλες γενικά οι Εθνοσυνελεύσεις -και ιδιαίτερα του Άργους το 1829- ασχολήθηκαν με το ζωτικό αυτό πρόβλημα της αντιμετώπισης των οικονομικών, αλλά τα ταμεία του κράτους παρέμεναν άδεια.

Τα μόνα εισοδήματα στα οποία μπορούσε να υπολογίζει το νεοδημιούργητο κράτος ήταν τα εθνικά κτήματα, οι δημόσιοι φόροι, τα δάνεια και ακόμη οι εισφορές και δωρεές. Όλη η εδαφική επιφάνεια της Ελλάδας ανήκε, σύμφωνα με την τουρκική νομοθεσία, στον σουλτάνο. Μόλις όμως απελευθερώθηκε η χώρα, όλη αυτή η απέραντη ιδιοκτησία ήρθε στα χέρια του ελληνικού κράτους.

Δεν μπορεί να υπολογιστεί με ακρίβεια πόση ήταν ακριβώς η έκτασή της, πάντως θα πρέπει να ήταν οπωσδήποτε πάνω από το μισό της εδαφικής επιφάνειας. Μερικοί μάλιστα την υπολογίζουν, μαζί με τα εκκλησιαστικά και μοναστηριακά κτήματα, στα δεκαοχτώ ή δεκαεννιά εικοστά της εδαφικής έκτασης, και ότι μόνο το ένα εικοστό θα ανήκε σε ιδιώτες.

Όλα αυτά τα εθνικά κτήματα χωρίστηκαν –κατά έναν πολύ παράξενο τρόπο- σε δύο κατηγορίες, σε φθαρτά ελληνικά κτήματα και σε άφθαρτα.

Στα φθαρτά υπολογίστηκαν οι μύλοι, διάφορα οικήματα και άλλα χτίρια, που η Εθνική Συνέλευση της Επιδαύρου του 1826 τα παραχώρησε στην κυβέρνηση και της έδωσε το δικαίωμα να τα πουλήσει. Έτσι, πολύ γρήγορα, το ένα πίσω από το άλλο, πουλήθηκαν όλα σε ιδιώτες, αλλά η αξία τους δεν πληρώθηκε ποτέ.

Επανειλημμένα σχηματίστηκαν διάφορες επιτροπές για να ελέγξουν αυτούς τους τίτλους ιδιοκτησίας και να βεβαιώσουν αν τελικά πληρώθηκαν. Αλλά, μολονότι οι καταστάσεις γράφτηκαν και ξαναγράφτηκαν πολλές φορές, μολονότι οι επιτροπές αυτές κόστισαν αρκετά στο Δημόσιο, το μόνο αποτέλεσμα ήταν να εξακριβωθεί ότι πολλά εκατομμύρια οφείλονταν ακόμη, από τα οποία ούτε δραχμή δεν εισέπραξε ποτέ το κράτος.

Και όταν, μετά την παραίτηση του κόμητα Αυγουστίνου (σ.σ. αναφέρεται στον αδελφό του Ιωάννη Καποδίστρια, τον Αυγουστίνο Καποδίστρια) ανέλαβε η Διοικητική Επιτροπή, ακόμα πουλιόντουσαν τέτοια κτήματα, αλλά τα χρήματα πήγαιναν, λέει, σε διάφορες απαιτήσεις κατά του Δημοσίου. Εν πάση περιπτώσει, και μέχρι σήμερα ακόμη (σ.σ. το 1835), το θέμα παραμένει σε εκκρεμότητα.

Ας έρθουμε τώρα στα λεγόμενα άφθαρτα εθνικά κτήματα. Τα περισσότερα από αυτά ήταν έρημες και ακαλλιέργητες εκτάσεις, γι’αυτό και η πρώτη Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου αποφάσισε ότι αυτά πρέπει να πουληθούν, αλλά πάντα με την έγκριση του Νομοθετικού Σώματος. Αλλά, παρά τις ξεκάθαρες αυτές διατάξεις, πολλά από αυτά τα κτήματα βρέθηκαν σε χέρια ιδιωτών, χωρίς να εκδοθούν επίσημοι τίτλοι.

Επιπλέον, έμειναν και ακαλλιέργητα, γιατί όσοι τα πήραν, είχαν τόσα πολλά, που δεν προλάβαιναν να τα καλλιεργήσουν όλα μαζί. Έσπερναν λοιπόν πότε εδώ και πότε εκεί και τα υπόλοιπα τα χρησιμοποιούσαν για βοσκοτόπια. Η δεύτερη Εθνική Συνέλευση της Επιδαύρου του 1826 για να ξαναπάρει πίσω αυτά τα κτήματα που είχαν πουληθεί παράνομα, ακύρωσε όλες αυτές τις αγοραπωλησίες, αλλά παρ’ όλα αυτά, τα κτήματα παρέμειναν στους νέους κατόχους τους.

Επί Καποδίστρια έγινε νέα απόπειρα να τακτοποιηθεί το θέμα και συνάμα να εξασφαλιστούν από δω και πέρα οι νόμιμοι κάτοχοι. Με μια απόφαση της Εθνοσυνέλευσης του Άργους, το 1829, σχηματίστηκαν δύο επιτροπές, η μια για να ελέγξει τους τίτλους και να τακτοποιήσει συμβιβαστικά το πράγμα, και η άλλη για να κρίνει οριστικά τις περιπτώσεις που δεν μπορούσε να λύσει η πρώτη επιτροπή. Οι επιτροπές πράγματι συγκροτήθηκαν, αλλά παρέμειναν όπως ήταν.

Η ίδια Εθνοσυνέλευση πήρε και άλλες δύο αποφάσεις σχετικά με τα έσοδα από την πώληση των εθνικών κτημάτων.

Η μια, για να δοθεί μια ενίσχυση στους στρατιώτες και τους ναύτες και η άλλη για να βοηθηθούν οι κοινότητες και να καθορισθούν τα όρια της καθεμιάς.

Δεν εκτελέστηκε όμως ούτε η μία, ούτε η άλλη. Και ένα άλλο ακόμη ψήφισμα για διανομή γης στους κατοίκους των κοινοτήτων, έμεινε κι αυτό ανεκτέλεστο.

Τέλος, και μια άλλη απόφαση της ίδιας Εθνοσυνέλευσης σχετικά με την καταγραφή των εθνικών κτημάτων, ώστε να καταρτισθεί ένα γενικό κτηματολόγιο (από τότε!!!!) είχε την ίδια τύχη με τις προηγούμενες. Γιατί, ναι μεν ιδρύθηκε η επιτροπή, αλλά σύμφωνα με το πόρισμά της, η Πελοπόννησος και μόνο είχε χάσει τουλάχιστον τα 9/10 από την παλιά εδαφική της έκταση! Η δουλειά ξανάρχισε από την αρχή, αλλά κι εδώ δεν έγινε τίποτα».


Διαβάστε επίσης


Τι θα συνέβαινε σήμερα σε πόλεμο Ελλάδας-Τουρκίας και τι... «αύριο»; Το SOS των ειδικών αναλυτών

Ο Αίσωπος «ζωντανεύει» και τους ήρωες του 1821 με τη βοήθεια της Τεχνητής Νοημοσύνης

25η Μαρτίου στα νησιά των καπεταναίων και των ηρώων της Ελληνικής Επανάστασης

Δείτε όλο το Weekend Edition εδώ