Εθνικός Ύμνος: Ο Ύμνος εις την Ελευθερία που έγραψε ο Σολωμός και μελοποίησε ο Μάντζαρος
Στις 4 Αυγούστου 1865 ο «Ύμνος εις την Ελευθερίαν» του Διονύσιου Σολωμού καθιερώθηκε ως ο εθνικός ύμνος της Ελλάδας.
Το ποίημα «Ύμνος εις την Ελευθερίαν» γράφτηκε από τον Διονύσιο Σολωμό τον Μάιο του 1823 στη Ζάκυνθο και έναν χρόνο αργότερα τυπώθηκε στο Μεσολόγγι. Πέντε χρόνια μετά, ένας άλλος Επτανήσιος, ο Κερκυραίος Νικόλαος Μάντζαρος το μελοποίησε.
Χρειάστηκε να περάσουν 42 χρόνια και πέντε μελοποιήσεις του Μάντζαρου για να γίνει ο «Ύμνος εις την Ελευθερίαν» ο εθνικός ύμνος της Ελλάδας. Ο Μάντζαρος υπέβαλε την 4η μελοποίηση στον Βασιλιά Όθωνα τον Δεκέμβριο του 1844 και παρόλο που τόσο ο ίδιος όσο και ο Σολωμός τιμήθηκαν, το έργο δεν υιοθετήθηκε ως ύμνος από τον Όθωνα. Ο Μάντζαρος το 1861 επανεξέτασε για 5η φορά το έργο, αυτή τη φορά σε ρυθμό εμβατηρίου κατά παραγγελία του υπουργού Στρατιωτικών.
Όταν ο Βασιλιάς Γεώργιος Α’ επισκέφθηκε την Κέρκυρα το 1865 μετά την ενσωμάτωση των Επτανήσων με την Ελλάδα, άκουσε την εκδοχή για ορχήστρα πνευστών της αρχής της πρώτης μελοποίησης που έπαιζε η μπάντα της Φιλαρμονικής Εταιρείας Κέρκυρας και του έκανε εντύπωση.
Ακολούθησε Βασιλικό Διάταγμα του υπουργείου Ναυτικών, που το χαρακτήρισε «επίσημον εθνικόν άσμα» και διατάχθηκε η εκτέλεσή του «κατά πάσας τας ναυτικάς παρατάξεις του Βασιλικού Ναυτικού». Επίσης ενημερώθηκαν οι ξένοι πρέσβεις, ώστε να ανακρούεται και από τα ξένα πλοία στις περιπτώσεις απόδοσης τιμών προς τον Βασιλιά της Ελλάδος ή την ελληνική σημαία. Από τότε θεωρείται ως εθνικός ύμνος της Ελλάδας.
Ο αντισυνταγματάρχης ε.α. Μαργαρίτης Καστέλλης, πρώην διευθυντής του Μουσικού Σώματος, διασκεύασε τον «Εθνικό Ύμνο» για μπάντα κι αυτή η μεταγραφή ανακρούεται από τις στρατιωτικές μπάντες ως σήμερα.
Το ποίημα «Ύμνος εις την Ελευθερίαν» αποτελείται από 158 τετράστιχες στροφές. Από αυτές οι 24 πρώτες καθιερώθηκαν ως εθνικός ύμνος το 1865. Οι δύο πρώτες ανακρούονται και συνοδεύουν πάντα την έπαρση και την υποστολή της σημαίας και ψάλλονται σε επίσημες στιγμές και τελετές.
Οι 14 πρώτοι στοίχοι του «Ύμνου εις την Ελευθερίαν»
Σε γνωρίζω από την κόψη του σπαθιού την τρομερή, σε γνωρίζω από την όψη, που με βιά μετράει τη γη. Απ’ τα κόκκαλα βγαλμένη των Ελλήνων τα ιερά, και σαν πρώτα ανδρειωμένη, χαίρε, ω χαίρε, ελευθεριά.
Εκεί μέσα εκατοικούσες πικραμένη, εντροπαλή, κι ένα στόμα ακαρτερούσες, «έλα πάλι», να σου πει. Άργειε να ‘λθει εκείνη η μέρα, και ήταν όλα σιωπηλά, γιατί τά ‘σκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά.
Δυστυχής! Παρηγοριά μόνη σου έμενε να λες περασμένα μεγαλεία και διηγώντας τα να κλαις.
Και ακαρτέρει, και ακαρτέρει φιλελεύθερη λαλιά, ένα εκτύπαε τ’ άλλο χέρι από την απελπισιά.
Κι έλεες: «πότε, α! πότε βγάνω το κεφάλι από τσ’ ερμιές;» Και αποκρίνοντο από πάνω κλάψες, άλυσες, φωνές.
Τότε εσήκωνες το βλέμμα μες στα κλάιματα, θολό, και εις το ρούχο σου έσταζ’ αίμα, πλήθος αίμα Ελληνικό.
Mε τα ρούχα αιματωμένα ξέρω ότι έβγαινες κρυφά να γυρεύης εις τα ξένα άλλα χέρια δυνατά.
Mοναχή το δρόμο επήρες, εξανάλθες μοναχή· δεν είν’ εύκολες οι θύρες, εάν η χρεία τες κουρταλή.
Άλλος σου έκλαψε εις τα στήθια, αλλ’ ανάσασιν καμιά· Άλλος σού έταξε βοήθεια και σε γέλασε φρικτά.
Άλλοι, οϊμέ! στη συμφορά σου, οπού εχαίροντο πολύ, σύρε να βρης τα παιδιά σου, σύρε, ελέγαν οι σκληροί.
Φεύγει οπίσω το ποδάρι και ολογλήγορο πατεί ή την πέτρα ή το χορτάρι που τη δόξα σού ενθυμεί.
Tαπεινότατη σού γέρνει η τρισάθλια κεφαλή, σαν πτωχού που θυροδέρνει κι είναι βάρος του η ζωή.