Τορπιλισμός - οιωνός για την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης

Πώς το επίτευγμα του υποπλοιάρχου Νικολάου Βότση αναπτέρωσε το ηθικό του Ελληνικού Στρατού, καταρράκωσε τον Οθωμανό διοικητή κι άνοιξε το δρόμο για την αμαχητί απελευθέρωση της πόλης
9'

Του Χ.Κ. Λαζαρόπουλου

Ένα γεγονός που σημειώθηκε στις 18 Οκτωβρίου 1912 αποτέλεσε τον καλό οιωνό για την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης λίγες ημέρες αργότερα, ανήμερα του Αγίου Δημήτριου. Ήταν ο τορπιλισμός του «Φετχί Μπουλέντ», ενός πολεμικού πλοίου για το οποίο καμάρωναν οι Οθωμανοί αξιωματικοί.

Την ιστορία του τορπιλισμού μέσα από τα αρχεία του Γενικού Επιτελείου Ναυτικού αλλά και την καταδυτική έρευνα στο σημείο που ναυάγησε το «Φετχί Μπουλέντ» έχει συγκεντρώσει σε μία μοναδική έκδοση ο έμπειρος καταδρομέας και καταδύτης κ. Κώστας Νιζάμης. Στο βιβλίο «Ήρεμα έλξον», το οποίο είχα την τιμή να επιμεληθώ, μελέτησα άγνωστες πτυχές αυτής της ιστορίας.

Πρωταγωνιστής ήταν ένας πατριώτης 35χρονος υποπλοίαρχος από την Ύδρα. Ήταν ο γιος του Ιωάννη και της Μαρίας Βότση, το γένος Κουντουριώτου, ο Νικόλαος Βότσης. Εγγονός και ανηψιός δύο μεγάλων μορφών του Πολεμικού Ναυτικού, του καπεταναίου Νικολάου Βότση που διέπρεψε κατά τη διάρκεια της Επαναστάσεως αλλά και του Παύλου Κουντουριώτου, του εμβληματικού ναυάρχου των Βαλκανικών Πολέμων.

Μόνος του είχε ζητήσει να τοποθετηθεί σε μια μικρή μονάδα του στόλου, στο τορπιλοβόλο «Τ-11», για να έχει σχετική ελευθερία κινήσεων και δράσεως. Μετά την επιθεώρηση του βασιλέως Γεωργίου Α’, το απόγευμα της 6ης Οκτωβρίου 1912, ο Βότσης δεν έκρυψε προς το πλήρωμα της μονάδας του ότι ήθελε πολεμική δράση παρότι απέπλευσαν συνοδεύοντας το αγγλικό φορτηγό «Βοσνία», το οποίο μετέφερε πυρομαχικά του στόλου.

Ο Βότσης γνώριζε πολύ καλά ότι οι αξιωματικοί και οι στρατιώτες που βρίσκονταν σε όλες τις μονάδες εκστρατείας περίμεναν ένα γεγονός, το οποίο θα ανύψωνε το ηθικό τους. Σύμφωνα με παλαιότερη έκδοση της Διευθύνσεως Ιστορίας Στρατού, πίστευε ότι εάν η ελληνική πλευρά κατακτούσε το ηθικό πλεονέκτημα, τίποτε δεν θα ανέκοπτε την νικηφόρα προέλασή της. Άλλωστε ο ψυχολογικός παράγοντας είχε κρίνει μια άλλη μελανή πτυχή της νεώτερης ιστορίας, το όνειδος του 1897.

Πολυμήχανος αξιωματικός

Οι αρχικές εντολές ήταν να ξεκαθαριστεί ο Θερμαϊκός από κάθε πλοίο προκειμένου να φθάσει το οπλιταγωγό «Σφακτηρία», από το οποίο θα γινόταν εκφόρτωση υλικού και πολεμοφοδίων, καθώς και ανδρών για την ενίσχυση των επιχειρουσών μονάδων στην Κατερίνη.

Το πρωί της 18ης Οκτωβρίου ο 35χρονος υποπλοίαρχος ήταν έτοιμος για το μεγάλο βήμα. Απέστειλε τηλεγράφημα προς το υπουργείο Ναυτικών αναφέροντας τα ακόλουθα: «Παρακαλώ Υπουργείον όπως μοι εγκρίνη, εάν τυχόν παρουσιασθή ευνοϊκή περίστασις, κατά τας διαταχθείσας περιπολίας, είσπλουν εις λιμένα Θεσσαλονίκης, όπου θωρηκτόν «Φετχί Μπουλέντ».

Η απάντηση ήταν λιτή, σαφής και λακωνική: «Εκτελέσατε επίθεσιν κατά του εν Θεσσαλονίκη ορμούντος τουρκικού πλοίου, συμφώνως με πρωινήν τηλεγραφικήν συνεννόησιν μετά Αρχηγού Γενικού Επιτελείου».

Ο υποπλοίαρχος Νικόλαος Βότσης είχε ήδη προετοιμάσει τις κινήσεις του. Είχε ζητήσει αναλυτική πληροφόρηση από τον πρώην ναυτικό ακόλουθο της Ελλάδος στην Κωνσταντινούπολη, τον Υδραίο αξιωματικό Αντώνιο Κριεζή. Στόχος ήταν το «Φετχί Μπουλέντ», το οποίο θεωρείτο το καμάρι του οθωμανικού Ναυτικού εξ ου και το όνομά του που σημαίνει «σπουδαίο καλλιτέχνημα».

Ο πλους του «Τ-11» αλλάζει. Από το Λιτόχωρο αρχίζει να κατευθύνεται προς τον Θερμαϊκό. Το συνόδευαν δύο καΐκια με επικεφαλής του καπεταναίους Νικόλαο Βλαχόπουλο και Μιχαήλ Κουφό, οι οποίοι είχαν το ρόλο του πλοηγού.

Λίγες ώρες αργότερα, στις 21:20’ της 18ης Οκτωβρίου 1912, το «Τ-11» έβαλε πλώρη για το Καραμπουρνού. Ο Βλαχόπουλος με το καΐκι του προηγείτο για να κάνει το βόλισμα και να εντοπίσει τις νάρκες που είχαν διασκορπισθεί στις εκβολές του Αξιού μέχρι το Καραμπουρνού, το Μεγάλο Έμβολο. Εκείνη τη βραδιά, ο υποπλοίαρχος Βότσης και το πλήρωμά του ήταν τυχεροί.

Πέρασαν μπροστά στο λιμάνι τις Θεσσαλονίκης χωρίς να γίνουν αντιληπτοί. Μόνο που εκτός από το «Φετχί Μπουλέντ», εκεί βρίσκονταν αγκυροβολημένα δύο ακόμα πολεμικά σκάφη, ένα αγγλικό κι ένα ρωσικό. Το χτύπημα έπρεπε να σχεδιαστεί άμεσα και γρήγορα, αλλά κυρίως με «χειρουργική ακρίβεια» ώστε να αποφευχθεί πιθανό διπλωματικό επεισόδιο.

Χτύπημα και απεμπλοκή

Οι περιγραφές του τορπιλισμού μεγαλώνουν την αγωνία. Από τον πυργίσκο μάχης του «Τ-11» ο υποπλοίαρχος Βότσης ξεχώρισε μέσα από τις διόπτρες το «κόσμημα» του οθωμανικού στόλου στο αριστερό του κυματοθραύστη. Από το Καραμπουρνάκι, οι τορπιλοσωλήνες ήταν γεμισμένες, έτοιμες.

«Ήρεμα έλξον» ήταν η διαταγή του Βότση στον τορπιλητή καθώς το «Τ-11» είχε πλησιάσει 150 μέτρα από το «Φετχί Μπουλέντ». Οι δύο τορπίλες έσκισαν τα νερά, αμέσως ο ύπαρχος Χατζίσκος διατάχθηκε να ρίξει την τορπίλη του καταστρώματος ενώ από τους άνδρες της γέφυρας ζητήθηκε να κάνουν «ανάποδα ολοταχώς».

Από τις εκρήξεις φωτίστηκε ολόκληρη η Θεσσαλονίκη ενώ άρχισαν να ακούγονται φωνές φρουρών και καμπάνες. Οι προβολείς άναψαν σε χρόνο μηδέν αναζητώντας το πλοίο που έπληξε τον τουρκικό θωρακοδρόμωνα.

Ο Βότσης, ωστόσο, είχε σχεδιάσει τις κινήσεις του. Ήδη είχε απομακρυνθεί από το λιμάνι της Θεσσαλονίκης και είχε προετοιμαστεί για το δεύτερο μέρος του σχεδίου του. Περνώντας ολοταχώς κάτω από τα φοβερά κανόνια που ήταν εγκαταστημένα στο Καραμπουρνού, διέταξε να ρίξουν προς τα εκεί μια χαιρετιστήρια κανονιά, σαν νικητήρια ιαχή, για να γιορτάσει την ολοκλήρωση του εγχειρήματός του.

Λίγες ώρες αργότερα κι αφού είχε απελευθερωθεί η Κατερίνη, ο Βότσης τηλεγράφησε: «11.35, χθες Πέμπτην, ετορπιλίσαμεν επιτυχώς εις λιμένα Θεσσαλονίκης τουρκικόν θωρηκτόν “Φετχί Μπουλέντ”. Πλοίον βυθιζόμενον έκλινε δεξιά. Πλήρωμα και πλοίον ημών αβλαβή».

Ο τότε υπουργός Ναυτικών Νικόλαος Στράτος απάντησε:

«Συγχαίρω εγκαρδίως διά ναυτικόν κατόρθωμα.

Προς τιμήν σας διατάσσω όπως έκθεσις υμών ανακοινωθή δι’ ημερησίας διαταγής προς άπαντα τα πλοία του στόλου Αιγαίου και Αμβρακικού. Ετιμήσατε την πατρίδα και ένδοξον Ναυτικόν της.

»Θα προτείνω ηθικήν αμοιβήν υμών και υπάρχου, εν καιρώ δε ολοκλήρου του πληρώματος. Γνωστοποιήσατέ μας ονόματα πλοηγών, προς παροχήν ηθικής και υλικής αμοιβής προς αυτούς.

»Τα συγχαρητήριά μου ανακοινώσατε εις το υφ’ υμάς πλήρωμα δι’ ημερησίας διαταγής».

Το ραδιοτηλεγράφημαα αυτό μεταδόθηκε την ίδια στιγμή που ο θείος του Βότση, ο ναύαρχος Παύλος Κουντουριώτης αγκυροβολούσε με το θωρηκτό «Αβέρωφ» στον λιμένα του Μούδρου, στην απελευθερωμένη Λήμνο.

Καταρρακώθηκε ο Ταχσίν Πασάς

Ο Κενάν Μεσαρέ ήταν υπασπιστής του τότε Οθωμανού διοικητή Χασάν Ταχσίν Πασά. Από το ημερολόγιό του αντιγράφουμε: «Εκεί που συζητούσαμε ησύχως με την παρουσία του Φρουράρχου (σ.σ. του πασά Χασάν Ταχσίν) η συνομιλία μας διακόπηκε από έναν εκκωφαντικό κρότο ο οποίος δόνησε ολόκληρη την πόλη. Τραντάχτηκε το Διοικητήριο. Ο αιφνιδιασμός ήταν τέτοιος ώστε μείναμε με ανοικτό το στόμα και την αναπνοή κρατημένη (…)

»Κάτωχρος και με μάτια κλειστά (σ.σ. ο Χασάν Ταχσίν) ψιθύρισε: “Ετορπιλίσθη το Φετχί Μπουλέντ”. Έμεινε ακίνητος, κοιτάζοντας τώρα σαν τρελλός το ακουστικό που κρατούσε ακόμα στα χέρια του».

Η επόμενη ημέρα, 19 Οκτωβρίου 1912, έφερε κι άλλα άσχημα νέα στον τότε Οθωμανό διοικητή της Θεσσαλονίκης. Ο Ελληνικός Στρατός ανέκοψε την πορεία του προς το Μοναστήριο και άλλαξε τα σχέδιά του.

Επιτέθηκε με σφοδρότητα στα Γιαννιτσά. Το σημείο όπου οχυρώθηκαν οι Τούρκοι έδινε το πλεονέκτημα στον αμυνόμενο, καθώς η επάνδρωσή του δεν απαιτούσε μεγάλες δυνάμεις, ενώ ταυτόχρονα, ήταν σχεδόν αδύνατη η υπερκέρασή του από τα πλάγια. Πέντε μεραρχίες και μία ταξιαρχία ιππικού των Ελλήνων κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν τις τουρκικές δυνάμεις που αποτελούνταν από έξι πυροβολαρχίες και πέντε μεραρχίες.

Παρ’ όλα αυτά, ο τορπιλισμός του «Φετχί Μπουλέντ» είχε αναπτερώσει το ηθικό των αξιωματικών και των στρατιωτών. Παρά τις μεγάλες απώλειες στις 20 Οκτωβρίου απελευθερώθηκαν και τα Γιαννιτσά ενώ οι Τούρκοι οπισθοχώρησαν στη Θεσσαλονίκη.

Ο δρόμος για την πόλη ήταν ανοικτός αν και οι Τούρκοι είχαν προκαλέσει εμπόδια στον Ελληνικό Στρατό έχοντας καταστρέψει γέφυρες και περάσματα. Οι πληροφορίες περί επικείμενης άφιξης των Βουλγάρων στη Θεσσαλονίκη ανησύχησαν τον τότε διάδοχο και αρχιστράτηγο Κωνσταντίνο καθώς και τον τότε πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο.

Ο στρατός στην πόλη

Στις 25 Οκτωβρίου ο Ελληνικός Στρατός πέρασε τον Αξιό ποταμό. Ο αρχιστράτηγος Χασάν Ταχσίν Πασάς προτίμησε να παραδώσει αμαχητί την πόλη στους Έλληνες από τους οποίους οι Οθωμανοί την κατέκτησαν στις 29 Μαρτίου 1430. Σύμφωνα με την αφήγηση του υπασπιστή (και πρωτότοκου γιου του) Κενάν Μεσαρέ, ο Ταχσίν πασάς είπε: «Μου φαίνεται πως τελειώσαμε. Ό,τι κι αν γίνει, εγώ δεν έχω πλέον μέλλον σε τούτη την πόλη. Μου φαίνεται ότι δεν έχω θέση πουθενά. Έτσι ήταν γραπτό… Ας είναι όμως. Πες στους Έλληνες να περάσου. Απ’ αυτούς πήραμε την πόλη, σ’ εκείνους θα την παραδώσουμε. Ας γίνει το θέλημα του θεού».

Ο αλβανικής καταγωγής και άριστος γνώστης των ελληνικών Οθωμανός αξιωματικός δέχθηκε τους όρους της ελληνικής πλευράς. Ανήμερα της γιορτής του πολιούχου και προστάτη της πόλης Άγιου Δημητρίου, η Θεσσαλονίκη απελευθερώθηκε από τον ελληνικό στρατό. Σημειώθηκε είκοσι ημέρες μετά την κήρυξη του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου και λίγες ώρες προτού ο βουλγαρικός στρατός αφιχθεί στην - ήδη ελληνική – Θεσσαλονίκη.

Ο Χασάν Ταχσίν Πασάς παρέμεινε στη Θεσσαλονίκη φρουρούμενος έως τον Ιούλιο του 1913 οπότε έφυγε για το Εβιάν της Γαλλίας για λόγους υγείας με έξοδα της ελληνικής κυβέρνησης. Στη συνέχεια πήγε στη Λωζάννη και απεβίωσε το 1918 στην ελβετική Τεριτέ, στη λίμνη Λεμάν. Ετάφη στη Λωζάννη, τα οστά του μεταφέρθηκαν στο αλβανικό νεκροταφείο Θεσσαλονίκης το 1936.

Το 2002 ετάφη στην αυλή της τέως επαύλεως Μοδιάνο, στο σημερινό Στρατιωτικό Μουσείο Βαλκανικών Πολέμων, εκεί που υπεγράφη η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης κι άρχισε ο επιθανάτιος ρόγχος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας…