Ο ήρωας Κων. Κουκκίδης θυσιάστηκε για την τιμή της σημαίας

Πέρασαν 72 χρόνια από την είσοδο των Γερμανών κατακτητών στην Αθήνα και την ηρωική ενέργεια του σημαιοφόρου στρατιώτη που υπέστειλε την ελληνική σημαία για να αντικατασταθεί από τη σβάστικα
11'

Επιμέλεια: Βελισσάριος Δραγάτσης

Στην Επίτομη Ιστορία του Ελληνοϊταλικού – Ελληνογερμανικού Πολέμου 1940 – 1941 της Διευθύνσεως Ιστορίας Στρατού οι αναφορές για την κάθοδο των Ούννων του Γ’ Ράιχ προς την Αθήνα είναι πολύ προσεκτικές. Η ιστορία του ήρωα εύζωνα Κωνσταντίνου Κουκκίδη αποτελεί ίσως μία ακόμα απόδειξη ηρωϊσμού και αυτοθυσίας για την πατρίδα, παρά την παραφιλολογία.

«Τάγμα Μοτοσυκλετιστών, που αποβιβάστηκε στην Εύβοια, διαπεραιώθηκε τη Βοιωτία και συνέχισε προς την Αθήνα, την οποία κατέλαβε χωρίς αντίσταση στις 27 Απριλίου», γράφει το σχετικό βιβλίο του ΓΕΣ.

Λίγες αράδες παρακάτω γράφει ότι εκείνη την ημέρα του 1941 συγκροτήθηκε επιτροπή για την παράδοση της πόλεως των Αθηνών στους Γερμανούς κατακτητές και τους περίμεναν στο τέρμα των Αμπελοκήπων. «Κατά τη διέλευση των γερμανικών στρατευμάτων, οι κάτοικοι των Αθηνών παρέμειναν κλεισμένοι στα σπίτια τους. Σε λίγο στον Ιερό Βράχο της Ακροπόλεως κυμάτιζε η σημαία με τον αγκυλωτό σταυρό», προσθέτει.

Με τις λέξεις αυτές κλείνει κάθε αναφορά στην παράδοση των Αθηνών. Ωστόσο έμεινε σαν θρύλος η θυσία του Κωνσταντίνου Κουκκίδη, για την οποία υπάρχουν διάφορες εκδοχές.

Η πιο γνωστή φέρει τον Κωνσταντίνο Κουκκίδη ως Εύζωνα – φρουρό της σημαίας στην Ακρόπολη την ημέρα που μπήκαν στην πόλη οι εχθροί στις 27 Απριλίου 1941. Το Τάγμα Μοτοσυκλετιστών βρέθηκε στο κέντρο της πρωτεύουσας κι ένα απόσπασμα Ναζί μετέβη στην Ιερό Βράχο. Επικεφαλής ήταν ο λοχαγός Πέτερ Γιάκομπυ και υποδιοικητής ο υπολοχαγός Γκέργκ Έλσνιτς, οι οποίοι πήγαν να αναρτήσουν την γερμανική σημαία ενώ ζήτησαν από τον Εύζωνα να κατεβάσειι την ελληνική.

Ηρωϊκή ενέργεια

Κατά την επικρατούσα εκδοχή, ο Κουκκίδης άκουσε τη διαταγή βουβός και βουρκωμένος υπέστειλε την ελληνική σημαία. Τύλιξε τη σημαία του μ’ αυτήν και πήδηξε στο κενό. Μια άλλη εκδοχή αναφέρει ότι αρνήθηκε τη διαταγή και μόνον όταν ένας Γερμανός στρατιώτης τού την παρέδωσε, ο Κουκκίδης έκανε έπεσε από τον βράχο.

Στα χρόνια που πέρασαν έγιναν έρευνες για να βρεθεί ποιος ήταν ο Κωνσταντίνος Κουκκίδης αλλά στα στρατιωτικά αρχεία δεν αναφερόταν ως στρατιώτης ή Εύζωνας. Στο βιβλίο «Μυστική Ακρόπολη» του συγγραφέα Ιωάννου Γεωργόπουλου δίδεται μία εξήγηση που απαντά σε όσους ισχυρίζονται ότι δεν προβλεπόταν η παρουσία φρουρού εφ’ όσον είχε συναφθεί συνθήκη ανακωχής-παράδοσης με την Γερμανία.

Ο Γιαννόπουλος γράφει ότι ο Κουκκίδης «είναι μόλις 17 χρονών και μέλος της Εθνικής Οργάνωσης Νεολαίας (ΕΟΝ). Μόλις χθες (σ.σ: 26 Απριλίου 1941), η τοπική επιτροπή της Νεολαίας του Θησείου απεφάσισε όπως τα νεαρά της μέλη εκτελούν τα καθήκοντα του φρουρού της σημαίας μέχρις ότου το κατοχικό κράτος θα απεφάσιζε -με την συνεργασία των κατοχικών δυνάμεων- το τι θα έμελλε να γίνει».

Η ενέργεια του στρατηγού φον Στούμε

Είναι γεγονός ότι ο Γερμανός στρατηγός φον Στούμε έδωσε διαταγή και στις 3 το μεσημέρι της ίδιας μέρας, της πρώτης μέρας της Κατοχής, υψώθηκε στην Ακρόπολη και στο Δημαρχείο η ελληνική σημαία δίπλα στη ναζιστική.

Για την απόφαση αυτή μείζονα ρόλο έπαιξε -κατά μια εκδοχή- το αίτημα προς τη διοίκηση της Βέρμαχτ από τους αξιωματικούς Γιάκομπυ και Έλσνιτς να επαίρεται και η ελληνική σημαία δίπλα στη ναζιστική, στον Ιερό Βράχο της Ακρόπολης.

Η εκδοχή όμως δεν φαίνεται να συμφωνεί με το γεγονός (που εμμέσως πάντως, επιβεβαιώνει το συμβάν) ότι γερμανική στρατιωτική διοίκηση Αθηνών υποχρέωσε την προδοτική κυβέρνηση Τσολάκογλου να δημοσιεύσει στον Τύπο ανακοίνωση, σύμφωνα με την οποία ο φρουρός της ελληνικής σημαίας υπέστη έμφραγμα από την συγκίνηση όταν του ζητήθηκε να την παραδώσει.

Τα ιστορικά στοιχεία

Σχετικά με τον Κουκκίδη υπάρχουν στοιχεία που συνηγορούν στην ηρωϊκή αυτοθυσία του. Για παράδειγμα, στα στρατιωτικά αρχεία μπορεί να μην εμφανίζεται εύζωνας με το ονοματεπώνυμο αλλά σύμφωνα με δήλωση παλιότερου διευθυντή της ΔΙΣ, από τα ντοκουμέντα της εποχής προκύπτει ότι «ο φρουρός στρατιώτης τής σημαίας ηυτοκτόνησεν περιβληθείς ταύτην».

Επίσης, ο τότε Αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος έγραψε στα απομνημονεύματά του «Ο Έλλην φρουρός τής Ελληνικής σημαίας επί τής Ακροπόλεως, μή θελήσας νά παραστή μάρτυς τού θλιβερού θεάματος τής αναρτήσεως τής εχθρικής σημαίας, ώρμησεν εκ τής Ακροπόλεως κρημνισθείς καί εφονεύθη. Εκάθησα στό γραφείον μου περίλυπος μέχρι θανάτου καί δακρύων…». Στις 9 Ιουνίου 1941, η εφημερίδα “Daily Mail” έγραψε: «A Greek carries his flag to the death» (Ένας Έλληνας φέρει την σημαία του έως τον θάνατο). Στο σχετικό δημοσίευμα ανέφερε: «Ο Κώστας Κουκίδης, Έλληνας στρατιώτης ο οποίος φρουρούσε το εθνικό σύμβολο των Ελλήνων πάνω στην Ακρόπολη, τυλιγμένος με την Γαλανόλευκη, εφόρμησε στο κενό και αυτοκτόνησε».

Ο καθηγητής τού Πανεπιστημίου τού Κέμπριτζ, Νίκολας Χάμοντ υπηρέτησε ως αξιωματικός Ειδικών Επιχειρήσεων Καΐρου στην Ελλάδα κατά την Κατοχή. Έγραψε στο ημερολόγιό του: «Την 27ην Απριλίου 1941, λίγο προτού χαράξει, όλα ήσαν κλειστά. Τότε έμαθα ότι οι Γερμανοί διέταξαν τον φρουρό τής Ακροπόλεως να κατεβάσει το ελληνικό σύμβολο. Πράγματι, εκείνος την υπέστειλε. Τυλίχθηκε με αυτήν και αυτοκτόνησε, πέφτοντας από τον βράχο…». Ανάλογη είναι και η αναφορά του λογοτέχνη Μενέλαου Λουντέμη στο διήγημά του «Τα άλογα του Κουπύλ», που γράφτηκε τον Οκτώβριο του 1944: «…την κατέβασε, τυλίχθηκε μέσα κι έπεσε χωρίς ηρωισμούς απ’ το βράχο».

Η έκδοση του ΚΚΕ και οι ερευνητές

Στο λεύκωμα «Έπεσαν για τη ζωή» του ΚΚΕ γράφτηκε το εξής: «Τη στιγμή που άλλοι έδιναν γη και ύδωρ στους χιτλερικούς, ο Έλληνας στρατιώτης, πιστός στα πατριωτικά ιδανικά, προτίμησε να αυτοκτονήσει τυλιγμένος με τη γαλανόλευκη, πέφτοντας από τον ιερό βράχο της Ακρόπολης, παρά ν’ ανεβάσει στον ιστό τη σβάστικα». Στο ίδιο πλαίσιο ο αντιστασιακός ερευνητής Κώστας Γ. Κωστόπουλος έγραψε: «Ο Ήρωας Στρατιώτης, χτυπώντας πάνω στα βράχια, στην διαδρομή τής πτώσεώς του στον γκρεμό από τον βράχο τής Ακροπόλεως, όταν τελικά κατατρακυλώντας, έπεσε στην οδό Θρασύλλου στήν Πλάκα, είχε πολτοποιηθεί και η στολή του ήταν καταξεσκισμένη. Όταν τον περιμάζεψαν δύο-τρεις κάτοικοι τής Πλάκας, δεν βρήκαν τίποτε επάνω του εκτός από ένα τσαλακωμένο ταχυδρομικό δελτάριο στο οποίο έγραφε πολύ κακογραμμένα το όνομα τού παραλήπτη: ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΟΥΚΙΔΗΣ. Αυτά τα στοιχεία είχαν καταθέσει δύο γέροντες (επιζώντες ακόμη) σχετικά με το ανωτέρω περιστατικό».

Στις 12 Μαΐου 2006, η τοπική εφημερίδα «Βήμα της Αιγιαλείας» δημοσίευσε προσωπική έρευνα του αντιστασιακού Χαράλαμπου Ρούπα. Ας δούμε τι έγραψε ο Ρούπας:

«Εγώ και οι φίλοι μου, περίεργοι και αργόσχολοι συνταξιούχοι, αρχίσαμε νά ψάχνουμε στην Πλάκα μέσα στα παραδοσιακά ταβερνάκια και καφενεία, μήπως βρούμε κάποιο γεροντάκι που να μάς έλεγε κάτι το σχετικό. Όλοι γνώριζαν το περιστατικό, αλλά μάς έλεγαν, “άκουσα… μού είπαν…”, δηλαδή αυτά πού γνωρίζαμε κι εμείς. Τελικά, ψάχνοντας καί κάνοντας με υπομονή την έρευνά μας, βρήκαμε μία γριούλα που μάς είπε: “Πηγαίνετε κάτω στού Μακρυγιάννη (μάς είπε περίπου την διεύθυνση), κι εκεί ζει ένας πρώην τσαγκάρης. Αυτός είναι ο γιος τού παγοπώλη ο οποίος μέ τό καροτσάκι του πήρε τον νεκρό στρατιώτη, και τον επήγε στο Α’ Νεκροταφείο καί τόν έθαψε”.

» Τελικά, συναντήσαμε τον γερο-τσαγκάρη. Δυσκολευθήκαμε όμως να τού δώσουμε να καταλάβει το τι θέλαμε να μας πει, διότι ούτε άκουγε, κι ούτε έβλεπε καλά. Στο τέλος, συγκινημένος, μάς είπε: “Εκείνη την ημέρα είχαμε κλεισθεί στα σπίτια μας, όπως κι όλη η Αθήνα. Εγώ τότε ήμουν 16 χρονών. Ακούσαμε στον δρόμο μία γριά που στρίγκλιζε. Πεταχθήκαμε τότε στον δρόμο δύο-τρεις, για να δούμε το τι συμβαίνει, και τότε είδαμε το τραγικό αυτό θέαμα: Ένα χιλιοστραπατσαρισμένο πτώμα ντυμένο στο χακί και μία σημαία γύρω του ματωμένη. Χαρτιά, πορτοφόλι κλπ. δεν βρέθηκαν επάνω του, εκτός από ένα δελτάριο που έγραφε το όνομά του. Τό δελτάριο το κράτησε ένας φίλος τού πατέρα μου. Επειδή ο πατέρας μου κι εγώ μοιράζαμε κολώνες πάγου στα σπίτια, είχαμε ένα καρότσι. Το έβαλαν το παλληκάρι μέσα μαζί με την σημαία, το σκέπασαν με μία κουβέρτα και το πήγαν μαζί με τον φίλο του στο Α΄ Νεκροταφείου και το έθαψαν.

» Εκεί βρήκαν έναν παπά και του είπαν τι είχε συμβεί. Αυτός τούς πήγε σε έναν ανοικτό τάφο, τύλιξαν το παλληκάρι με ό,τι είχε μείνει από την σημαία, είπε και δύο-τρία λόγια ο παπάς και το παράχωσαν. Εκείνο όμως που πρέπει να σας τονίσω, αυτό το τραγικό περιστατικό από στόμα σέ στόμα το είχε μάθει όλη η Αθήνα. Ο πατέρας μου φοβήθηκε και δεν με πήρε μαζί του. Εάν πήγαινα κι εγώ, τότε θα σας υπέδειχνα που ακριβώς είναι παραχωμένο το παλληκάρι. Τον πατέρα μου, τον έχασα τον Ιανουάριο τού 1942 στην μεγάλη πείνα.”».

Οι μάρτυρες

Από το βιβλίο «Μυστική Ακρόπολη» του Ιωάννη Γιαννόπουλου, παρατίθενται δύο ακόμα μαρτυρίες.

Ο Κυριάκος Γιαννακόπουλος, παιδί ακόμη, πουλούσε τσιγάρα στην Πλάκα, γεννημένος πριν ένδεκα χρόνια στο Θησείο. Έτυχε την στιγμή της θυσίας να στρέψει το βλέμμα του προς την Ακρόπολη.

«Την ώρα ακριβώς που έπεφτε το παιδί με την σημαία τυλιγμένο και κτυπούσε στους βράχους. Έκανα να τρέξω προς τα εκεί και δεν μπορούσα. Ναι προσπάθησα, να πάω και εγώ εκεί… Το παιδί… τρέξανε, χάλασε ο κόσμος, έγινε σεισμός εκείνη την ώρα που είδαν το παιδί, όλος ο κόσμος αναστατώθηκε. Πού να πάω εγώ παιδάκι τότε, να χωθώ, εκεί μέσα στην στοά της Ακροπόλεως, να μαζέψω… να προσφέρω τι; Απλώς πήρα τα πράγματά μου και έφυγα. Σκοτώθηκε εκείνη την ώρα. Κτύπησε στους βράχους και εκτινάχθηκε. Το θυμάμαι, το βλέπω σαν να το βλέπω τώρα. Αυτό το πράγμα δεν πρόκειται να φύγει ποτέ από τα μάτια μου, μόνο όταν πεθάνω!», φέρεται να αφηγήθηκε ο Γιαννακόπουλος.

Ένα άλλο παιδί που γνώριζε το περιστατικό ήταν ο Στάθης Αρβανίτης. Έδωσε τη δική του εκδοχή στον ερευνητή Γιαννόπουλο λέγοντας: «Ήμουνα τότε επτά χρονών. Μέναμε ακριβώς κάτω απ’ την Ακρόπολη. Εκείνη την ημέρα στις 27 Απριλίου -μια ημέρα ηλιόλουστη με καθαρότατο ουρανό- ο πατέρας μου είχε απαγορέψει και στον αδελφό μου και στην μητέρα μου να βγούνε απ’ το σπίτι. Εγώ ήμουνα στην ταράτσα και έπαιζα με το αυτοκινητάκι μου. Ξαφνικά βλέπω ένα σώμα, μάλλον πρέπει να ‘τανε τσολιάς, να πέφτει από την Ακρόπολη και να χτυπιέται στους βράχους. Κατέβηκα κάτω και το ανέφερα στον πατέρα μου, ο οποίος μέσα στην σύγχυση την στιγμή που έμπαιναν οι Γερμανοί, κάπως δεν με πίστεψε. Μετά 15 ημέρες έρχεται και μου λέει: “Μικρέ είχες δίκιο. Το είπε το BBC.”».

Στο σημείο που εικάζεται ότι έπεσε ο Κουκκίδης, ο Δήμος Αθηναίων συμβολικά έχει αναγείρει αναθηματική στήλη που μνημονεύει το όνομά του.

Ο αντιστασιακός Σπύρος Μήλας μίλησε στο περιοδικό «Ελλοπία» τον Μάιο του 1998. Ισχυρίστηκε ότι γνώριζε προσωπικά τον Κουκκίδη. Τον περιέγραψε ως έναν 20χρονο νέο, μάλλον κοντό κι αδύνατο, ακομμάτιστο, οικοδόμο στο επάγγελμα και κάτοικο Περάματος ή Κερατσινίου.

Λίγα χρόνια όμως αργότερα, ο 84χρονος -τότε- Μήλας σε τηλεοπτική εκπομπή (Τηλετώρα 21.4.2000) ισχυρίστηκε πως είδε με τα μάτια του την πτώση του Κουκκίδη. Λέγεται πάντως, χωρίς να επιβεβαιώνεται και να εξακριβώνεται, ότι στα αρχεία κάποιου νεκροταφείου των Αθηνών, υπάρχουν η ημερομηνία θανάτου και η ηλικία του Κωνσταντίνου Κουκκίδη.

Όπως επισημαίνουν ερευνητές που μελετούν το φαινόμενο Κουκκίδη, η δυστοκία και αναποτελεσματικότητα ως προς την εύρεση στοιχείων επιπλέον αποδεικτικών στοιχείων ή και αποδοχή των ήδη υπαρχόντων, οφείλεται εν πολλοίς στο ότι ο Κουκκίδης εμφανίζεται να ήταν μέλος της νεολαίας (ΕΟΝ) του δικτάτορα Ιωάννου Μεταξά, στοιχείο μάλλον «επιβαρυντικό» γι’ αυτόν των «άγνωστο στρατιώτη» και υποδειγματικό πατριώτη.

Διαβάστε επίσης:

ΒΙΝΤΕΟ - Ήρωες του 40': Όλοι μαζί αδέρφια για την Λευτεριά μας!

Βίντεο: 28η Οκτωβρίου: Ένα συγκινητικό ευχαριστώ σ΄ όσους πολέμησαν!

Μανώλης Γλέζος και Λάκης Σάντας, Μάης 1941