Καταγγελία-βόμβα από ΗΠΑ: Η Ρωσία μεταφέρει όπλα στη Συρία μέσω Ελλάδας
"Η Ελλάδα αρνήθηκε να συμμορφωθεί σε αίτημα των Ηνωμένων Πολιτειών, να κλείσει τον εναέριο χώρο της (FIR Αθηνών) για πτήσεις στα ρωσικά αεροπλάνα με ανθρωπιστική βοήθεια στη Συρία", αναφέρει το ρωσικό ειδησεογραφικό πρακτορείο RIA Novosti, επικαλούμενο διπλωματική πηγή από την Αθήνα.
Σύμφωνα με τον διπλωμάτη, το Σάββατο 5 Σεπτεμβρίου, οι Ηνωμένες Πολιτείες έστειλαν ειδοποίηση στο ελληνικό υπηρεσιακό υπουργικό συμβούλιο, με το αίτημα να απαγορεύσουν τις πτήσεις των ρωσικών αεροσκαφών στο FIR Αθηνών.
Η κυβέρνηση, ωστόσο, αρνήθηκε να συμμορφωθεί, επικαλούμενη τυχόν επιδείνωση των σχέσεων μεταξύ Ελλάδας και Ρωσίας.
Η πηγή αναφέρει ότι πολύ πριν, η Μόσχα, είχε ζητήσει και έλαβε την άδεια από την Ελλάδα- για πτήσεις ρωσικών αεροσκαφών με ανθρωπιστική βοήθεια στη Συρία κατά την περίοδο από την 1η ως την 24η Σεπτεμβρίου.
Το δημοσίευμα των «Νόβοστι», υπογραμμίζεται πως δεν ακόμα επισήμως διαβεβαιωθεί.
Οι ΗΠΑ έκαναν ένα ακόμη βήμα προς την επιδείνωση των σχέσεων με τη Ρωσία
Οι ΗΠΑ συνεχίζουν να αυξάνουν την πίεση μέσω των κυρώσεων απέναντι στη Ρωσία, χρησιμοποιώντας σαν αφορμή όχι μόνο την κρίση στην Ουκρανία, αλλά και το θέμα της μη διάδοσης των όπλων μαζικής καταστροφής, αναφέρει "Η Ρωσία Τώρα".
Συγκεκριμένα, κυρώσεις επιβλήθηκαν σε πέντε μεγάλους κατασκευαστές αεροπορικών και πυραυλικών συστημάτων από τη Ρωσία με την κατηγορία της μεταφοράς πυραυλικών τεχνολογιών στο Ιράν, τη Συρία και τη Βόρεια Κορέα.
Απαντες διερωτώνται γιατί οι συγκεκριμένες εταιρίες διώκονται ειδικά τώρα, εφόσον τις υποψιάζονταν από καιρό για παραβίαση του καθεστώτος μη διάδοσης. Το μέλος της επιτροπής της ρωσικής Κάτω Βουλής για θέματα άμυνας, Φραντς Κλιντσέβιτς, από το κόμμα Ενιαία Ρωσία, δήλωσε στο πρακτορείο ειδήσεων «Η Ρωσία σήμερα» ότι η υιοθέτηση νέων κυρώσεων κατά των ρωσικών εταιριών αποτελεί τη συνέχεια της στρατηγικής γραμμής των ΗΠΑ για επιδείνωση των σχέσεων με τη Ρωσία.
Αντιρωσική πολιτική
Σύμφωνα με την ανακοίνωση του υπουργείου Εμπορίου των ΗΠΑ, τα νέα φυσικά και νομικά πρόσωπα μπαίνουν στους καταλόγους επειδή οι πληροφορίες γι’ αυτά εμφανίστηκαν μόλις τώρα. Παρ’ όλα αυτά, αρκετοί αναλυτές συνδέουν την επέκταση των κυρώσεων με μια μακροπρόθεσμη αντιρωσική πολιτική από πλευράς Ουάσιγκτον.
Ο Ίγκορ Ιστόμιν, από τους παλαιότερους καθηγητές της έδρας εφαρμοσμένης ανάλυσης διεθνών θεμάτων του Κρατικού Πανεπιστημίου Διεθνών Σχέσεων της Μόσχας, επισημαίνει ότι «υπάρχουν τουλάχιστον δυο ακόμα λόγοι που εξηγούν τις ληφθείσες αποφάσεις. Πρώτον, το παρόν διάστημα επέκτεινε τις κυρώσεις κατά της Ρωσίας η ΕΕ και οι παράλληλες ενέργειες της Ουάσιγκτον τη δεδομένη στιγμή, αποτελούν ένα βήμα στήριξης των συμμάχων της. Δεύτερον, υπό το φως του πρόσφατου σκανδάλου σχετικά με την έκδοση βίζας στην πρόεδρο της ρωσικής Άνω Βουλής Βαλεντίνα Ματβιένκο, το πεδίο της διπλωματικής αντιπαράθεσης μεταξύ Ρωσίας και ΗΠΑ γίνεται πιο ευρύ».
Οι πραγματικές απειλές για τις ΗΠΑ
Τη χειρότερη γνώμη των Ρώσων πολιτών για τις ΗΠΑ- ακόμη και από την εποχή της περεστρόικα- αποτυπώνει μεγάλη δημοσκόπηση που πραγματοποίησε το Κρατικό Κέντρο Έρευνας Κοινής Γνώμης (VTsIOM).
Διαφορετική άποψη εκφράζει ο καθηγητής πολιτικών επιστημών του πανεπιστημίου της Αριζόνα Τόμας Βόλτζι, ο οποίος σχολίασε στην RBTH ότι «οι σημερινές ενέργειες αποτελούν τη συνέχεια της πολιτικής των κυρώσεων της ΕΕ και των ΗΠΑ απέναντι στη Ρωσία, η οποία συνεχίζει τη δραστηριότητά της στην Ουκρανία, και δεν θα πρέπει να ερμηνεύονται ως μια νέα αντιρωσική πολιτική».
Ο Βόλτζι διαφωνεί με την άποψη ότι η Ρωσία πρέπει να μπει στην ίδια κατηγορία με το Ισλαμικό Κράτος και τον ιό Έμπολα, από απόψεως απειλής για τις ΗΠΑ. Όπως αναφέρει, «υπάρχουν πολλές ουσιαστικές απειλές για την ασφάλεια των ΗΠΑ, συμπεριλαμβανομένων και των διεθνών τρομοκρατικών οργανώσεων όπως η Αλ Κάιντα και το Ισλαμικό Κράτος, καθώς και ορισμένων κρατών, κατά πρώτο λόγο το Ιράν και η Βόρεια Κορέα. Η Ρωσία, που βρέθηκε στον κατάλογο αυτό λόγω της Ουκρανίας και της δραστηριότητάς της κοντά στα σύνορα με το ΝΑΤΟ στην Ευρώπη, δεν αποτελεί στην πραγματικότητα τον τύπο εκείνο της ύψιστης απειλής, τον οποίο αντιπροσωπεύουν οι άλλοι στον κατάλογο αυτό».
Ο Ντέιβιντ Σπίντι του συμβουλίου του Ιδρύματος Κάρνεγκι, ο οποίος είναι διευθυντής του προγράμματος παγκόσμιας συνεργασίας των ΗΠΑ, αναφέρει στην RBTH ότι «η πιο λυπηρή πτυχή στη διαμορφωθείσα κατάσταση, είναι η διατύπωση από την κυβέρνηση Ομπάμα λεκτικών υπερβολών με αποδέκτη τη Ρωσία, καθώς και η ανάρμοστη εικόνα που καλλιεργείται για τον πρόεδρο Πούτιν από τα αμερικανικά ΜΜΕ». Όπως σημειώνει, «η σημερινή αντιρωσική ρητορική είναι χειρότερη από ό,τι στις πιο τεταμένες ημέρες του Ψυχρού πολέμου».
Ελπίδα για βελτίωση των σχέσεων
Απαντώντας στην ερώτηση για αν υπάρχει ελπίδα για βελτίωση των ρωσο-αμερικανικών σχέσεων στο εγγύς μέλλον, ο Τόμας Βόλτζι φάνηκε αρκετά αισιόδοξος, λέγοντας ότι σίγουρα υπάρχει, καθώς παρά τις ουκ ολίγες διαφωνίες, η συνεργασία μεταξύ Ρωσίας - ΗΠΑ συνεχίζεται, με εύγλωττο παράδειγμα την επίτευξη της συμφωνίας για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν. Την επιθυμία του να δει κάποια περιθώρια για βελτίωση των διμερών σχέσεων στο άμεσο μέλλον εξέφρασε ο Ντέιβιντ Σπίντι, σημειώνοντας ότι αυτό είναι αρκετά απλό, αρκεί να ξαναρχίσει ο διάλογος σε ανώτατο επίπεδο για το θέμα των στρατιωτικών ασκήσεων στις περιοχές της Βαλτικής και της Μαύρης θάλασσας, καθώς και για την Ουκρανία, σε σχέση με την οποία τα συμφωνηθέντα του Μινσκ πρέπει να επανεξεταστούν και να ενισχυθούν.
Ο Ίγκορ Ιστόμιν τονίζει ότι δεν θα πρέπει να κρίνεται ως υπερβολικό το βάθος της κρίσης στις σχέσεις Μόσχας και Ουάσιγκτον, καθώς παρά την πολύ σκληρή ρητορική και των δυο πλευρών και την προσπάθειά τους να «βάζουν τρικλοποδιές» η μια στην άλλη, στα σημαντικά θέματα που τα συμφέροντά τους συμπίπτουν, διατηρούν μια αξιοθαύμαστη ικανότητα να συνεννοούνται. Αυτό εμφανίζεται και στο θέμα του Ιράν, όσο και σε αυτό της Συρίας και σε πολλά άλλα. Επομένως, κατά τον ίδιο, δεν υφίσταται μια συνολική, ολοκληρωτική αντιπαράθεση.
πηγη Novοsti/Bαλκανικό Περισκόπιο