«Αναγκάστηκα να σκοτώσω Τούρκο με ένα μαχαίρι»

«Πάντα στην πρώτη γραμμή για την πατρίδα...», αυτό είναι το «πιστεύω» του 63χρονου σήμερα Βασίλη Ευσταθόπουλου από το Κλαδέο της Αρχαίας Ολυμπίας.
11'

Ο άνθρωπος αυτός πολέμησε το 1974 στην Κύπρο υπηρετώντας στην ΕΛΔΥΚ και όπως ο ίδιος περιγράφει σε συνέντευξη του στo patrisnews, είδε δίπλα του να χάνονται συμπολεμιστές του. Ήρθε πρόσωπο με πρόσωπο με το θάνατο, αναγκάστηκε να σκοτώσει, δηλώθηκε νεκρός, βρέθηκε σε χαρακώματα. Κατάφερε ωστόσο να επιστρέψει και να συνεχίσει τη ζωή του και παρά την απογοήτευση που έχει για τους κυβερνώντες όλα αυτά τα χρόνια, εξακολουθεί να βάζει την πατρίδα και τη σημαία πάνω απ’ όλα...

Ξεφυλλίζοντας το βιβλίο της ΕΛΔΥΚ (Ελληνική Δύναμη Κύπρου), οι μνήμες ζωντανεύουν και πάλι, αν και για τον κ. Ευσταθόπουλο δεν έσβησαν ποτέ και η μαρτυρία του για όσα έζησε τότε προκαλούν ανάμεικτα συναισθήματα. Σίγουρα γι’ αυτόν που ακούει και αυτόν που διαβάζει, το κυρίαρχο συναίσθημα είναι θαυμασμός γι’ αυτούς που στις μεγάλες και τις μικρές στιγμές, ήταν και είναι ήρωες.

Ζωντανές μνήμες

Ο Βασίλης Ευσταθόπουλος παρουσιάστηκε τον Ιούλιο του 1972 στο 9ο Σ.Π. Καλαμάτας, μετατέθηκε στο 569 Σ.Π. Σιδηροκάστρου και στις 16 Ιουλίου του 1973 πήγε στην Κύπρο. Η σειρά του 103 θα απολυόταν στις 15 Ιουλίου 1974, όταν ο Βασίλης ήταν σε ηλικία 20 ετών. Όμως τα γεγονότα τους πρόλαβαν...

«Ήμασταν με τις βαλίτσες μας έξω από τους λόχους για να φύγουμε για το λιμάνι στην Αμμόχωστο, για να επαναπατριστούμε. Ενώ περιμέναμε να απολυθούμε, βλέπαμε μία μεγάλη κινητικότητα με τους αξιωματικούς και όταν άρχισαν να μας λένε βγάλτε τα ρούχα σας, βάλτε τις φόρμες σας και περιμένετε, εμείς νομίζαμε ότι θα μας κάνουν καψόνι την τελευταία ημέρα. Δυστυχώς όμως προέκυψε το πραξικόπημα και μας κράτησαν μέσα για ασφάλεια του στρατοπέδου. Τελικά φύγαμε στις 19 Ιουλίου το απόγευμα, για Αμμόχωστο και μπήκαμε στο αρματαγωγό ‘Λέσβος’ και στις 20 του μήνα έγινε ο πόλεμος» περιγράφει ο κ. Ευσταθόπουλος.

-Όταν ακούσατε ότι έγινε πραξικόπημα πως νιώσατε;

«Ο καθένας από εμάς ήθελε να πάει να υπηρετήσει για την πατρίδα του, να τελειώσει και να επιστρέψει στο σπίτι του. Εάν ήταν λανθασμένη ή σωστή κίνηση, αυτοί που τα έκαναν όλα τα γεύτηκαν. Τους κρίνει και θα τους κρίνει η ιστορία. Εμείς απογοητευτήκαμε από όλο αυτό, γιατί δεν ήταν ότι το καλύτερο αδελφός να σκοτώνει τον αδελφό» λέει και συνεχίζει:

«Ενώ στις 19 του μήνα κάναμε ανταλλαγή της σειράς μας με την 107 και ήμασταν επάνω στο κατάστρωμα του ‘Λέσβος’ το πρωί στις 20 του μηνός ακούγαμε τα εμβατήρια και μάθαμε ότι βομβαρδίζουν το στρατόπεδο της ΕΛΔΥΚ και εκεί αρχίσαμε να φωνάζουμε στους αξιωματικούς “Γυρίστε μας πίσω, γυρίστε μας πίσω”».

-Θέλατε από μόνοι σας να γυρίσετε;

«Ναι το θέλαμε όλοι, γιατί σκεφτόμασταν τους φίλους μας, όλα αυτά τα παιδιά που ήμασταν μαζί και έτσι άρχισε η διαδικασία της απόβασης».

-Όταν κατεβήκατε από το καράβι, πώς ποια ήταν τα συναισθήματα;

«Πηγαίναμε με έναν ενθουσιασμό να πολεμήσουμε με τους Τούρκους γιατί η ιστορία εμάς μας είχε διδάξει αυτό. Στο δρόμο που πηγαίναμε είχαν βγει άνθρωποι και νόμιζαν ότι είχε έρθει βοήθεια από την Ελλάδα, δεν ήξεραν ότι επιστρέψαμε. Ο κόσμος έβγαινε στους δρόμους και μας έδινε σταφύλια, τομάτες, χαλούμια. Στην πορεία αυτή εκείνο που μου έμεινε χαρακτηριστικό ήταν όπως τρέχαμε με την αεροπορία από πάνω μας, κάποια στιγμή ένιωσα ένα χέρι στο στήθος μου και με πέταξε μέσα σε ένα όρυγμα. Δεν κατάλαβα τι ακριβώς έγινε και από το βάθος του ορύγματος ακούω κάποια στιγμή « Πανίκο χτύπησες;». Εκείνη την ώρα γυρίζω πίσω μου και βλέπω άλλους τρεις Κύπριοι συμπολεμιστές, οι οποίοι ήταν του πυροβολικού. Το παιδί που με έσωσε, του πήρε το βλήμα το χέρι. Μετά από δέκα- δώδεκα χρόνια πήγα στην Κύπρο με τη γυναίκα μου και όταν πήγαμε ένα πρωί στη ‘Λαϊκή τράπεζα’ στη Λεμεσό, αμέσως βλέπω τον ταμία με το χέρι κομμένο και το μυαλό μου πήγε σε αυτή την εικόνα. Τον ρώτησα τότε εάν το τραύμα στο χέρι του είναι από τον πόλεμο, μου είπε ναι, τον ρώτησα αν τον λένε Πανίκο, με ρώτησε ποιος είμαι, του είπα ποιος ήμουν και το παιδί λιποθύμησε. Μου έχει μείνει αυτή η εικόνα του χεριού του».

-Ήσασταν είκοσι χρονών. Πιστέψατε κάποια στιγμή ότι μπορεί να πεθάνετε;

«Πολλές φορές. Κάθε φορά λέγαμε: ‘αυτή είναι για μένα’. Γιατί ξέραμε τον ήχο του όλμου. Και ετοιμαζόμασταν και λέγαμε: «άντε τώρα ήρθε η σειρά μας». Ο φόβος ήταν στην αρχή. Είχαμε την αεροπορία από πάνω μας και δεν ξέραμε πότε θα μας κάνει κομμάτια. Και φοβηθήκαμε, αλλά μετά το ξεπεράσαμε και συνηθίσαμε, μπήκαμε σε αυτό, στη μάχη του πολέμου. Όλα για την πατρίδα, τα πάντα. Φθάσαμε σε σημείο που σηκωθήκαμε όρθιοι με τα πολυβόλα και ρίχναμε. Δεν υπολογίζαμε τίποτα. Το βράδυ της εκεχειρίας, ξημερώνοντας 23 του μήνα, εκεί έγινε μεγάλη σφαγή. Το βράδυ άρχισαν να μας κάνουν καταδρομικές επιθέσεις».

Είναι το βράδυ που ο Βασίλης Ευσταθόπουλος ήρθε πρόσωπο με πρόσωπο με τον εχθρό και περιγράφει τη στιγμή που αφαίρεσε μία ανθρώπινη ζωή:

«Εγώ ήμουν σε ένα όρυγμα στα μαγειρεία αγκαλιά στο πολυβόλο και παρακολουθούσαμε με τους άλλους όλη την κίνηση. Κάποια στιγμή είδαμε κάποια χέρια επάνω στα συρματοπλέγματα και αρχίσαμε να ρίχνουμε και εκεί άρχισαν όλα, πήρε ο κάμπος φωτιά. Κατά τις 3 η ώρα πήγα σε άλλο όρυγμα να δω τι γίνεται. Αντιληφθήκαμε δύο έρποντας να προσπαθούν να πλησιάσουν. Τότε, έπεσα επάνω στην πλάτη του ενός και όταν σήκωσε το κεφάλι του είδα ότι είχε το μαχαίρι στο χέρι του. Όπως πήγε να καρφώσει, με πήρε στο χέρι αλλά όχι η λάμα. Είχα προλάβει και του είχα πιάσει το κεφάλι και τον καθάρισα εγώ με το δικό μου το μαχαίρι».

-Αφαιρέσατε μία ανθρώπινη ζωή, τι νιώσατε;

«Εκείνη την ώρα δεν το σκέφτεσαι. Εκεί είναι: ‘ο θάνατός σου, η ζωή μου’. Εκεί εφαρμόζεις αυτό».

-Φαντάζομαι είναι διαφορετικό το συναίσθημα στο ‘πυροβολώ’ και άλλο όταν υπάρχει άμεση επαφή με τον εχθρό;

«Ναι, στον πυροβολισμό δεν ρίχνω μόνο εγώ, ρίχνουν και άλλοι και δεν ξέρει κανείς ποιος σκότωσε, ποιον σκότωσε. Με το μαχαίρι έρχεσαι αντιμέτωπος πρόσωπο με πρόσωπο και πιάνεσαι στα χέρια. Αλλά δεν υπάρχει άλλος δρόμος».

-Είναι κάτι που το σκέφτεστε ακόμη και σήμερα;

«Ένα χρόνο είχα εφιάλτες, πεταγόμουν στον ύπνο μου. Δεν κοιμόμουν τα βράδια, είχα πολλά νεύρα. Δύο γαϊδούρια τα σκότωσα στο χωριό. Με ενοχλούσε ο κάθε θόρυβος. Ακόμη και σήμερα πάντως, όταν έρχεται το καλοκαίρι το μυαλό μας έχει φύγει από τη θέση του, είναι κάτω εκεί. Το ίδιο συμβαίνει σε όλους».

-Χάσατε και φίλους σας στη μάχη; (Είναι μία από τις στιγμές που ο κ. Ευσταθόπουλος βουρκώνει)

«Είδα και διαμελισμένα πτώματα. Είδα καμένα από βόμβες ναπάλ. Αλλά συνεχίζαμε γιατί είχαμε το μίσος απέναντι στον εχθρό. Θέλαμε να πάρουμε εκδίκηση».

Ο κ, Ευσταθόπουλος εκείνο το μαρτυρικό πεντάμηνο έζησε όχι απλώς έναν τραυματισμό, αλλά βίωσε τον ίδιο του το θάνατο, όταν ένα βράδυ έπεσε σε μία μικρή χαράδρα στο βουνό που βρισκόταν με το λόχο του. Η περιγραφή του είναι συγκλονιστική.

«Είχα σφηνώσει σε κάτι αγριοκυπάρισσα και είχα χάσει τις αισθήσεις μου. Κατάλαβα το λοχία που ήρθε και με τραβούσε, αλλά δεν μπορούσα να μιλήσω. Από εκεί βρέθηκα σε ένα σχολείο που το είχαν κάνει Νοσοκομείο εκστρατείας και πήγαιναν όλους τους τραυματίες και τους νεκρούς. Τους νεκρούς τους πήγαιναν σε ένα νεκροθάλαμο και εκεί βρέθηκα και εγώ. Εκεί ξύπνησα κάποια στιγμή την επόμενη ημέρα από την πτωμαΐνη, που μύριζε. Ακόμη νομίζω θα μου έρθει αυτή η μυρωδιά. Ξύπνησα κάποια στιγμή και πονούσε το κεφάλι μου, σκεπασμένος με κουβέρτα. Είπα να ξυπνήσω τους άλλους, ήθελα να κάνω ένα τσιγάρο και είπα αν έχει κανένας. Κάτω από την κουβέρτα ήμασταν τέσσερις σκεπασμένοι. Όπως τράβηξα την κουβέρτα του ενός για να δω εάν έχει μέσα στο πουκάμισό του τσιγάρα, είδα ότι εκείνος δεν είχε κεφάλι. Εκείνη την ώρα με έπιασε αμόκ, πετάχτηκα επάνω, χτυπούσα την πόρτα, φώναζα και δεν με άκουγε κανείς, ήταν κλειδωμένα. Πήρα το φορείο, το έβαλα διαγώνια στον τοίχο σε ένα παραθυράκι, ίσα που χωρούσα. Πήρα φόρα από τη μία άκρη στην άλλη, πάτησα επάνω στο φορείο και βγήκα με το κεφάλι έξω».

Ήταν τότε που δηλώθηκε νεκρός και οι δικοί του στο χωριό ενημερώθηκαν από αξιωματικό της ΣΕΤΤΗΛ για το θάνατό του. Την ημέρα που θα έκαναν την κηδεία του, εκείνος κατάφερε και επικοινώνησε μαζί τους από το τηλέφωνο ενός μοναστηριού και περιγράφει το περιστατικό:

«Κάλεσα πρώτα την αδελφή μου στην Αθήνα και μου είπε ότι στο χωριό γίνεται η κηδεία μου. Τη μέρα που ήταν να γίνει η κηδεία πήρα στο καφενείο του χωριού και συμπτωματικά σήκωσε το τηλέφωνο ο πατέρας μου και δεν πίστευε ότι ήμουν εγώ. Μου έκανε ολόκληρη ανάκριση για να πειστεί και μετά λιποθύμησε».

Μαρτυρική ήταν η 6η Αυγούστου, ανήμερα του Σωτήρος, όταν ο κ. Ευσταθόπουλος και συμπολεμιστές του έχασαν το λόχο τους και κατάφεραν να μπουν σε έναν αγωγό που τους έβγαλε στη θάλασσα και έτσι σώθηκαν.

«Ο λοχαγός μας δεν πίστευε ότι ζούσαμε, μας είχαν δώσει τη διμοιρία μας όλους νεκρούς».

Η αναχώρηση από την Κύπρο έγινε τη Δευτέρα 28 Νοεμβρίου και στην επιστροφή τους οι στρατιώτες τραγουδούσαν το ‘πότε θα κάνει ξαστεριά’.

Ο κ. Ευσταθόπουλος μετά το 1978 επισκέφθηκε πολλές φορές την Κύπρο και εξακολουθεί να την επισκέπτεται, αφού όπως λέει θεωρεί την Κύπρο πραγματικό σπίτι του.

Ο ίδιος, στιλβωτής επίπλων στο επάγγελμα, είναι άνεργος από το 2000, ωστόσο βάζει πάνω απ’ όλα την οικογένειά του και την πατρίδα του και δεν διστάζει να πει ότι θα βρισκόταν και πάλι στην πρώτη γραμμή και ας νιώθει πικραμένος:

«Με πίκρανε πολύ η προδοσία. Μας πήγανε αμνούς στη σφαγή, είκοσι χρονών παιδιά. Γιατί; Και γιατί η πατρίδα μετά από 41 χρόνια δεν μας έχει αναγνωρίσει επισήμως; Υπάρχει ένα γιατί σε όλα. Εγώ πιστεύω ότι ο σκοπός τους ήταν να μην γυρίσει ούτε ένας πίσω ζωντανός. Να πέσουμε για την τιμή των όπλων και του στρατοπέδου. Λέω καμιά φορά, αξίζει;».

-Θα το ξανακάνατε;

«Θα το κάνω και τώρα, αλλά ξέρω ποιος είναι ο εχθρός και ποιον θα χτυπήσω πρώτα. Πάντα στην πρώτη γραμμή για την πατρίδα. Εμείς δώσαμε όρκο για τη σημαία και τον κρατήσαμε. Άλλοι ορκίζονται και ξαναορκίζονται και δεν κρατούν ούτε το λόγο τους. Έχω απογοητευτεί από όλους και για όλα. Δεν μας έδωσαν ποτέ χέρι βοηθείας. Όχι λεφτά, ο άνθρωπος κάνει τα λεφτά και όχι τα λεφτά τον άνθρωπο. Όταν βγήκαμε δεν ήρθε κανένας για ψυχολογική υποστήριξη. Γιατί τόσα παιδιά σε τρελάδικα; Τα δώσαμε όλα για την πατρίδα και η πατρίδα δεν έδωσε τίποτα. Μας άφησαν στο έλεος των Τούρκων και των Άγγλων. Αλλά η πατρίδα είναι πάνω απ’ όλα. Δύο πατρίδες, Κύπρος και Ελλάδα».

Όσο για το εάν έχει εμπιστοσύνη στους Έλληνες, εν μέσω οικονομικής κρίσης, θα πει:

«Στους Έλληνες έχω εμπιστοσύνη, στους πολιτικούς όχι».