Η υπογεννητικότητα «απειλεί» την Ελλάδα: Οι αιτίες, οι συνέπειες και το μέλλον μας
Όλο και λιγότερα παιδιά γεννιούνται στην Ελλάδα, με οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες σε όλο το φάσμα της ζωής - Τι εκτιμούν οι επιστήμονες - Με ποια μέτρα και κίνητρα μπορεί να αναστραφεί το φαινόμενο
Η υπογεννητικότητα μαστίζει την Ελλάδα και το ελληνικό έθνος, καθώς όπως δείχνουν τα επίσημα στοιχεία, ο πληθυσμός της χώρας μας βαίνει μειούμενος και γηραιότερος, με την πάροδο του χρόνου. Η απογραφή του 2021 έδειξε ότι ο πληθυσμός της Ελλάδας, πράγματι, έχει μειωθεί κατά 3,11% σε σχέση με το 2011 και σήμερα ανέρχεται στα 10.482.487 άτομα.
Η Παγκόσμια Ημέρα Γονιμότητας, που γιορτάζεται κάθε χρόνο από την παγκόσμια κοινότητα στις 15 Ιουνίου, οφείλει να λειτουργεί ως «κώδωνας κινδύνου» κυρίως προς την επίσημη πολιτεία που απαιτείται να ενσκήψει στο ζήτημα, ούτως ώστε με πολιτικές, προγραμματισμό και στρατηγική, να επιχειρήσει να αναστρέψει τις συνέπειες.
Η μεγάλη, απότομη πτώση στον αριθμό των γεννήσεων στην Ελλάδα καταγράφηκε από τη δεκαετία του 1970 μέχρι του 1980 και συνεχίστηκε με γεωμετρική πρόοδο έως σήμερα. Τα στοιχεία πάντως δείχνουν πως την τελευταία πενταετία η κατάσταση έχει σταθεροποιηθεί, ενώ για πρώτη φορά μετά από δεκαετίες καταγράφηκε αύξηση των γεννήσεων το 2021, σε σχέση με το 2020 – μια τάση που εν μέρη αποδίδεται στα περιοριστικά μέτρα της πανδημίας.
Σύμφωνα με ανάλυση του καθηγητή Δημογραφίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, Βύρωνα Κοτζαμάνη, το 2025 ο πληθυσμός της Ελλάδας αναμένεται να κυμαίνεται μεταξύ 10.240,5 και 10.603,4, ενώ το 2035 από 9.514,5 έως 10.414,6. Αντίστοιχα, στοιχεία της «διαΝΕΟσις» δείχνουν ότι, εάν δεν ληφθούν άμεσα μέτρα για την ανάσχεση της υπογεννητικότητας, το 2050 ο πληθυσμός της Ελλάδας θα κυμαίνεται μεταξύ 8,3 εκατ. και 10 εκατ. άτομα, με μέση ηλικία τα 47-50 έτη, ενώ τα άτομα άνω των 65 ετών θα αποτελούν ποσοστό 30%-33% του πληθυσμού.
Σχολιάζοντας την απογραφή του 2021, ο μαιευτήρας – γυναικολόγος Στέφανος Χανδακάς, ιδρυτής της οργάνωσης HOPEgenesis που ασχολείται με την υπογεννητικότητα, αναφέρει στο Newsbomb.gr πως «αναδεικνύει την πτωτική τάση του πληθυσμού στην Ελλάδα από το 2001 και μετέπειτα. Παρατηρούμε ότι την τελευταία δεκαετία (2011-2021) έχουμε πτώση 3,5%, το οποίο μεταφράζεται σε περίπου 384.000 λιγότερα άτομα, ενώ εάν λάβουμε υπόψη την τελευταία εικοσαετία (2001-2021) η πτώση πλησιάζει το 5%, ήτοι περίπου 532.000 λιγότερα άτομα.
Όλα αυτά δυστυχώς επιβεβαιώνουν το σενάριο της δημογραφικής πορείας του πληθυσμού της χώρας μας, το οποίο εκτιμά να απαριθμούμε μόλις 8.000.000 κατοίκους το 2050. Εκτός από την αλματώδη μείωση, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη και την ηλικιακή δομή του πληθυσμού, καθώς αναμένεται το 36% των 8.000.000 κατοίκων να είναι άνω των 65 ετών. Όλοι μπορούμε να καταλάβουμε λοιπόν, τι επιπτώσεις έχει αυτό σε όλους τους τομείς της ζωής μας, όπως η κοινωνική πολιτική, η οικονομία, οι συντάξεις και η εκπαίδευση».
Οι αιτίες της υπογεννητικότητας
Όπως είναι σαφές, οι αιτίες της υπογεννητικότητας είναι πολλές, σύνθετες και κατά κύριο λόγο, βαθιά κοινωνικές. Καθώς οι γυναίκες έχουν σήμερα τη δυνατότητα να εξελιχθούν επαγγελματικά επιδιώκοντας την ισότητα στους χώρους εργασίας, έχουν την επιλογή στα χέρια τους. Ταυτόχρονα, η έλλειψη κινήτρων και στήριξης εκ μέρους της πολιτείας συμβάλλει δραματικά προς τη μία – την επαγγελματική – και όχι προς την άλλη κατεύθυνση. Μην έχοντας άλλο τρόπο στήριξης δηλαδή, οι γυναίκες επιλέγουν να εργάζονται και να χτίζουν την καριέρα τους και όχι να προχωρήσουν στη δημιουργία οικογένειας.
Η κυρία Άρτεμις Τσίτσικα, αναπληρώτρια Καθηγήτρια Παιδιατρικής-Εφηβικής Ιατρικής Ε.Κ.Π.Α. και πρόεδρος Ελληνικής Εταιρείας Εφηβικής Ιατρικής (ΕΕΕΙ), εξηγεί, μιλώντας στο Newsbomb.gr: «Το φαινόμενο της υπογεννητικότητας στη χώρα μας αποτελεί ένα αποτέλεσμα πολυπαραγοντικής έκφρασης και δεν αφορά μόνο την Ελλάδα, αλλά γενικότερα τον Δυτικό κόσμο. Είναι γεγονός ότι όταν αυξάνεται το βιοτικό επίπεδο μιας χώρας, ο δείκτης γονιμότητας (Δ.Γ.), δηλαδή ο αριθμός παιδιών ανά γυναίκα, μειώνεται. Στην Ελλάδα είναι κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, συγκεκριμένα περίπου 1.3 παιδιά ανά γυναίκα.
Οι λόγοι που συμβάλλουν σε αυτό σχετίζονται με τη μεγαλύτερη ηλικία τεκνοποίησης της γυναίκας για επαγγελματικούς ή/και ακαδημαϊκούς λόγους, τις οικονομικές δυσκολίες και την αβεβαιότητα των τελευταίων ετών, τον γενικότερο τρόπο ζωής και λόγους υπογονιμότητας, καθώς και τη σύγχρονη κουλτούρα σχετικά με την ανατροφή των παιδιών, την καθυστερημένη αποχώρηση από το γονεϊκό σπίτι και τον υπεργονεϊσμό.
Κοινωνικές συνθήκες που επηρεάζουν τον τρόπο ζωής των νέων, όπως η εξάρτηση από τις οθόνες, το άγχος της κλιματικής αλλαγής και το γενικότερο κλίμα οικονομικής αστάθειας τους απομακρύνουν από σκέψεις δημιουργίας οικογένειας και τεκνοποίησης».
Η υπογονιμότητα επίσης διαδραματίζει κρίσιμο ρόλο, αν και δεν αφορά μόνο στα ζευγάρια στην Ελλάδα, αλλά αντίθετα πρόκειται για παγκόσμιο πρόβλημα: Σύμφωνα με τον ΟΗΕ, ένα στα έξι ζευγάρια σε όλο τον κόσμο αντιμετωπίζει τέτοιο ζήτημα. Στη χώρα μας όμως, το κόστος αντιμετώπισης της υπογονιμότητας είναι συχνά δυσβάσταχτο, με αποτέλεσμα τα ζευγάρια αυτά να μην αποκτούν τελικά παιδιά ή να περιορίζονται μόνο σε ένα.
«Σύμφωνα με την έρευνα 'Διερεύνηση των παραγόντων που δημιουργούν το πρόβλημα της υπογεννητικότητας στην Ελλάδα', που διεξήγαγε η HOPEgenesis σε συνεργασία με το Εργαστήριο Διαχείρισης Κινδύνων & Ασφαλίσεων του Τμήματος Στατιστικής & Ασφαλιστικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Πειραιώς τον Οκτώβριο 2019, τα αίτια της μειωμένης γεννητικότητας στην Ελλάδα είναι αρχικά ο οικονομικός παράγοντας (οικονομική κρίση, οικογενειακό εισόδημα), η μη διαθεσιμότητα υπηρεσιών υγείας (δύσκολη πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας, ποιότητα των υπηρεσιών υγείας) και η αβεβαιότητα στον εργασιακό χώρο. Επιπλέον, η μελέτη 'Τεκνοποιία και μητρότητα στην Ελλάδα σήμερα: Στάσεις, αντιλήψεις, ανάγκες', η οποία πραγματοποιήθηκε το 2021 από την HOPEgenesis και τον Επίκουρο Καθηγητή του Πανεπιστημίου Πειραιώς, κ. Παναγιώτη Ξένο, ανέδειξε ως κυριότερο λόγο που οι συμμετέχοντες δεν είχαν τεκνοποιήσει μέχρι στιγμής την επαγγελματική σταδιοδρομία», επισημαίνει ο κ. Χανδακάς και προσθέτει: «Είναι γεγονός ότι η μέση ηλικία της μητέρας έχει αυξηθεί σημαντικά στην Ελλάδα τα τελευταία 50 χρόνια. Βάσει των στοιχείων της Ελληνικής Στατιστικής Υπηρεσίας η μέση ηλικία της μητέρας το 1975 ανερχόταν στα 26.8 έτη, ενώ το 2021 έφτασε τα 32,3 έτη. Επιπλέον, σύμφωνα με την Eurostat, το ποσοστό των γεννήσεων από μητέρες άνω των 40 ετών, επί του συνόλου των γεννήσεων σε ένα έτος υπερδιπλασιάστηκε μεταξύ του 2001 και του 2019 στην Ευρωπαϊκή Ένωση, με την Ελλάδα να αποτελεί την 3η κατά σειρά χώρα με το μεγαλύτερο ποσοστό γεννήσεων από μητέρες άνω των 40, αγγίζοντας το 8.4%.
Καθώς μετατίθεται η ηλικία έναρξης δημιουργίας οικογένειας, είναι πιθανότερο να συνυπάρχουν παράγοντες που επηρεάζουν αρνητικά́ τη γονιμότητα με κυριότερο το γεγονός ότι το ωοθηκικό απόθεμα σε ωάρια είναι πεπερασμένο, ενώ και η ποιότητα των ωαρίων φθίνει με την πάροδο των ετών, με αποτέλεσμα να αυξάνονται οι επιπλοκές, όπως οι αποβολές και οι χρωμοσωμικές ανωμαλίες. Το μέγιστο δυναμικό γονιμότητας των γυναικών είναι στα 25 έτη, ενώ μετά την ηλικία των 35 επέρχεται σημαντική μείωση.
Ζευγάρια με προβλήματα γονιμότητας, συχνά καταφεύγουν σε Τεχνικές Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής χωρίς όμως να είναι δεδομένη η επίτευξη κύησης. Συγκεκριμένα η ωοθηκική ανεπάρκεια της μεγαλύτερης γυναίκας είναι ανυπέρβλητος παράγοντας, με αποτέλεσμα, η πιθανότητα επιτυχίας εξωσωματικής γονιμοποίησης να φθίνει από περίπου 10% στην ηλικία των 41 και 42 στο περίπου 2% στην ηλικία των 44 και 45, ενώ θεωρείται απίθανο να επιτευχθεί κύηση χωρίς δωρεά ωαρίων μετά την ηλικία των 46.
Το 2020, η HOPEgenesis σε συνεργασία με την Α’ Μαιευτική και Γυναικολογική Κλινική του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και επιβλέπουσα την Επίκουρη Καθηγήτρια Μαιευτικής Γυναικολογίας, Παιδικής και Εφηβικής Γυναικολογίας, Δρ. Λίνα Μιχαλά, διεξήγαγε μελέτη με τίτλο «Υπογεννητικότητα και Γνώσεις Αναπαραγωγικής Υγείας στην Ελλάδα». Η συγκεκριμένη έρευνα εστιάζει στη διερεύνηση των τάσεων και των αντιλήψεων των νέων σε σχέση με τη γνώση της αναπαραγωγικής υγείας και την υποβοηθούμενη αναπαραγωγή και την ανάδειξη των τυχόν ελλείψεων στην ενημέρωσή τους. Δυστυχώς, το βασικό συμπέρασμα είναι το γεγονός ότι η γνώση περί φθίνουσας γονιμότητας της γυναίκας είναι ελλιπής, με αποτέλεσμα τον λάθος προγραμματισμό της οικογενειακής ζωής λόγω άγνοιας».
Η οικονομική κρίση που έπληξε βαθιά τα εισοδήματα των Ελλήνων επηρέασε και την τάση των ζευγαριών να αποκτούν παιδιά. Πολλοί ήταν οι νέοι άνθρωποι που στις αντίστοιχες έρευνες για τη δεκαετία 2010-2020 απαντούσαν πως η αβεβαιότητα στον εργασιακό τομέα – το αν θα συνεχίσουν να έχουν εργασία, δηλαδή – αλλά και το ύψος του μισθού και πώς αυτό τυχόν θα επηρεαζόταν, καθόρισε την απόφασή τους να αποκτήσουν ένα μόνο παιδί. Η αύξηση του μέσου όρου ηλικίας σύναψης γάμου και απόκτησης πρώτου παιδιού, η αύξηση του κόστους διαβίωσης, αλλά και ο σύγχρονος αστικός τρόπος ζωής, δεν ευνοούν τη γονιμότητα. Σύμφωνα με στοιχεία του 2019, το 44% των Ελληνίδων αποκτά μόνο ένα παιδί, ενώ μόλις το 4,8% περισσότερα από 4 παιδιά.
Σε αυτό το πλαίσιο, δεν πρέπει να ξεχνάμε και το φαινόμενο της μετανάστευσης των Ελλήνων στο εξωτερικό. Πέρα από το λεγόμενο Brain Drain, που αφορά στο ότι νέοι Έλληνες άφησαν την Ελλάδα για το εξωτερικό, όπου βρήκαν καλύτερες συνθήκες εργασίας, καταγράφεται έλλειμα και στον τομέα της υπογεννητικότητας. Οι Έλληνες αυτοί, που μετανάστευσαν σε χώρες της ΕΕ αλλά και στον υπόλοιπο κόσμο (Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, ΗΠΑ, Αυστραλία κλπ) απέκτησαν οικογένειες στον τόπο κατοικίας τους και δεν επιστρέφουν παρά μόνο για διακοπές.
Ο δείκτης γονιμότητας και τι σημαίνει για τη συνέχιση του έθνους
Ο δείκτης γονιμότητας είναι εκείνος που αποτυπώνει όχι απλώς το πρόβλημα υπογονιμότητας κάθε κράτους, αλλά και το κατά πόσο ένα έθνος έχει ή όχι συνέχεια στο μέλλον. Τυπικά πρόκειται για έναν αριθμό που δείχνει πόσα παιδιά αντιστοιχούν σε κάθε γυναίκα στη χώρα και η Επιστήμη θεωρεί πως ο κρίσιμος δείκτης που διασφαλίζει τη συνέχεια του έθνους είναι πάνω από το 2 – κάτι που η χώρα μας έχει απωλέσει εδώ και αρκετές δεκαετίες.
Συγκεκριμένα, η απόκτηση 2,1 παιδιών ανά γυναίκα σημαίνει ότι ο πληθυσμός μιας χώρας παραμένει σταθερός, η απόκτηση 1,5 παιδιών ανά γυναίκα σημαίνει ότι ο πληθυσμός μειώνεται στο μισό σε 65 χρόνια, ενώ με την απόκτηση 1,3 παιδιών ανά γυναίκα ο πληθυσμός μειώνεται στο μισό σε 44 χρόνια!
Στην Ελλάδα, ο δείκτης γονιμότητας ήταν άνω του 2 μέχρι και το 1980. Η πτώση την επόμενη δεκαετία όμως ήταν δραματική, καθώς από 2,23 παιδιά που γεννούσαν οι Ελληνίδες μέχρι το 1980, φτάσαμε στα 1,39 παιδιά το 1990! Έκτοτε, η Ελλάδα δεν πλησίασε ποτέ ξανά στο 2, ενώ το ιστορικό χαμηλό καταγράφεται το 2000, με μόλις 1,25 παιδιά ανά Ελληνίδα.
Αν και ο δείκτης έχει επιδείξει μια σταθεροποίηση ελαφρώς πάνω από τα χαμηλά (1,39 το 2020 και 1,43 το 2021), σε καμία περίπτωση δεν βρίσκεται σε ικανοποιητικό επίπεδο για τη χώρα μας, με αποτέλεσμα οι πολυσύνθετες συνέπειες της υπογεννητικότητας να αποτελούν ήδη πρόβλημα για το ελληνικό κράτος.
Η κυρία Τσίτσικα αναφέρει πως «οι βασικές δημογραφικές συνιστώσες κατά τη μεταπολεμική περίοδο -μετά το τέλος του εμφυλίου - στην Ελλάδα αναδεικνύουν θετικότατο φυσικό ισοζύγιο έως το 1980 (δείκτης γονιμότητας 2.3, αύξηση πληθυσμού). Ακολούθησε ταχύτατη συρρίκνωση των γεννήσεων και έντονη εσωτερική μετανάστευση έως το 1990, με θετικό ωστόσο ακόμη το φυσικό ισοζύγιο, δηλαδή περισσότερες γεννήσεις από θανάτους και αύξηση του πληθυσμού κατά 0.4 εκατομμύριο. Την εικοσαετία που ακολούθησε έως το “κραχ” του 2008 η αύξηση του πληθυσμού οφείλεται σχεδόν αποκλειστικά στην εισροή αλλοδαπών στη χώρα (τετραπλασιασμός του αριθμού τους). Από το 2008 οι γεννήσεις μειώνονται και το ισοζύγιο εμφανίζεται αρνητικό, με μείωση του πληθυσμού της Ελλάδος και πτώση του δείκτη γονιμότητας».
Η υπογεννητικότητα έχει πολυσύνθετες συνέπειες
Η διαπίστωση του προβλήματος, φυσικά, δεν αρκεί, καθώς οι συνέπειές του είναι πολυσύνθετες και αφορούν σε όλο το φάσμα της οικονομίας και τις κοινωνίας. Όταν οι νέοι άνθρωποι σε μια χώρα λιγοστεύουν, αυτό αυτομάτως σημαίνει λιγότερες νέες ιδέες, λιγότερη καινοτομία, χαμηλότερη οικονομική αύξηση, χαμηλότερη ανάπτυξη, μικρότερη πρόοδο – ένα γενικότερο τέλμα.
«Η υπογεννητικότητα απειλεί την διατήρηση του πληθυσμού της χώρας και αυτό σαφώς αποτελεί ένα σημαντικό ζήτημα προς συζήτηση, καθώς σχετίζεται με την διατήρηση της εθνικής ταυτότητας, αλλά και την ανάπτυξη, την οικονομική σταθερότητα και εν γένει το θετικό μέλλον. Ένα από τα σοβαρότερα θέματα προς επίλυση είναι η αναστροφή του “brain drain”, δηλαδή της μετανάστευσης νέων, ικανών, αλλά και αναπαραγωγικά ενεργών Ελλήνων στο εξωτερικό και η παραμονή τους εκεί με αποτέλεσμα να στερείται η χώρα αυτό το εξαιρετικό ανθρώπινο δυναμικό στο οποίο έχει επενδύσει με όλους τους τρόπους», τονίζει σχετικά η κ. Τσίτσικα.
Η δημογραφική μείωση στην Ευρώπη είναι μεν καθολική, όμως καθώς ο Νότος επλήγη ιδιαίτερα οικονομικά, χωρίς ακόμη να έχει αντιδράσει και επανακάμψει πλήρως, η ανισότητα με τον Βορρά εκτιμάται ότι πιθανώς θα μεγαλώσει τα επόμενα χρόνια. Οι χώρες της Βόρειας Ευρώπης αντιμετώπισαν νωρίτερα – θα μπορούσε κάποιος να υποστηρίξει σχηματικά – την υπογεννητικότητα και πλέον έχουν λάβει μέτρα προκειμένου να αναχαιτίσουν τις συνέπειές της, ιδίως μέσω της στήριξης, σε υποδομές, οικονομικό και επαγγελματικό επίπεδο, τους νέους ανθρώπους.
Τι μπορεί να σημαίνει – σε πρακτικό επίπεδο – πως γεννιούνται λιγότερα παιδιά; Καταρχάς, δημιουργία λιγότερων χώρων για τη φροντίδα και την ανάπτυξή τους: Λιγότερα σχολεία, λιγότερες παιδικές χαρές, ακόμα και λιγότερα παιδικά θέατρα και κάθε είδους θεάματα. Αυτό οδηγεί, ακολούθως, σε ερημοποίηση, ειδικά των απομακρυσμένων περιοχών της χώρας.
Υπάρχουν βεβαίως και οι προφανείς οικονομικές συνέπειες, καθώς η μείωση του εργατικού δυναμικού συνεπάγεται μείωση της παραγωγής και της κατανάλωσης, επομένως και αργή οικονομική ανάπτυξη, ενώ καταγράφεται μείωση και του βιοτικού επιπέδου συνολικά. Επιπλέον, αναμένεται ισχυρή επιβάρυνση των ασφαλιστικών ταμείων, με επακόλουθο τη μείωση μισθών και συντάξεων.
Τι πρέπει να αλλάξει
Δεν υπάρχει αντίρρηση πως η υπογεννητικότητα είναι αυτή τη στιγμή μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις της ελληνικής κοινωνίας, όμως ένα τόσο πολυσύνθετο πρόβλημα δεν έχει «εύκολες λύσεις». «Η προσπάθεια ανατροπής της δημογραφικής αυτής πραγματικότητας θα πρέπει να βασιστεί σε 3 κύριους πυλώνες, ώστε μακροχρόνια να αποφέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα στην δημογραφία της Ελλάδας:
- Υποστήριξη γηγενή πληθυσμού
- Οργανωμένη και προγραμματισμένη μεταναστευτική πολιτική και ενσωμάτωση
- Μηχανισμοί και προγράμματα υποστήριξης επιστροφής στην Ελλάδα - Brain Gain», τονίζει ο κ. Χανδακάς.
«Η Πολιτεία οφείλει να υιοθετήσει άμεσα και δραστικά μέτρα, όπως: η παροχή οικονομικών κινήτρων για την απόκτηση τρίτου παιδιού, η εφαρμογή πολιτικών για τη διευκόλυνση της εργαζόμενης μητέρας, η δημιουργία Κέντρων Συμβουλευτικής και Στήριξης της οικογένειας, η στήριξη ζευγαριών με πρόβλημα γονιμότητας, η μείωση των εργοδοτικών εισφορών για τους νέους εργαζόμενους γονείς, η σύσταση ειδικού Φορέα διαχείρισης δημογραφικής πολιτικής, αλλά και η γενικότερη ενίσχυση του μοντέλου της πολύτεκνης οικογένειας στη συνείδηση των νέων ανθρώπων», προσθέτει.
Από την πλευρά της, η κ. Τσίτσικα αναφέρεται σε παραδείγματα από το εξωτερικό: «Ο μέσος όρος του δείκτη γονιμότητας των Ευρωπαϊκών χωρών είναι 1.5 παιδιά ανά γυναίκα με τις Βορειότερες χώρες (Δανία, Ολλανδία, Σουηδία) να διατηρούν τον πολυπόθητο δείκτη αναπλήρωσης, δηλαδή περίπου 2.1 παιδιά/γυναίκα. Τα αποτελεσματικότερα κίνητρα για την τεκνοποίηση αποδεδειγμένα αφορούν την χορήγηση αδειών για την μητέρα και τον πατέρα, την λειτουργία βρεφικών και παιδικών σταθμών σε επαγγελματικούς χώρους, την φύλαξη στο σχολείο και την ανάλογη ενίσχυση μονογονεϊκών και πολύτεκνων οικογενειών. Τα οικονομικά κίνητρα (επιδόματα τοκετού, παιδιού, ενοικίου, “πριμ” γέννησης κ.λπ), καίτοι δεν έχουν την ίδια αποτελεσμάτικότητα από μόνα τους, συνεπικουρούν όταν χορηγηθούν παράλληλα με τα πρώτα μέτρα. Όλα τα παραπάνω μέτρα μπορεί να βοηθήσουν την τεκνοποίηση και να υπάρξει μεταβολή στον δείκτη γονιμότητας μακροπρόθεσμα (μετά από δεκαετία τουλάχιστον). Βραχυπρόθεσμα μέτρα ενίσχυσης του πληθυσμού είναι η ενίσχυση της εργασίας των νέων ανθρώπων και η αναστροφή του “brain drain” με δημιουργία κινήτρων και προοπτικής. Επίσης, το θετικό πρότυπο για την οικογένεια, η συμπερίληψη και η θετική, λειτουργική γονεϊκότητα αποτελούν έμπνευση για τους νέους και τους βοηθούν στην αυτονόμηση και την εν γένει προσωπική και κοινωνική εξέλιξή τους».
Στο ίδιο πνεύμα, ο κ. Χανδακάς επισημαίνει: «Όπως προανέφερα, ο μεγαλύτερος φόβος είναι ο οικονομικός παράγοντας, επομένως η προτεραιότητα για το ζήτημα της υπογεννητικότητας είναι η βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη της χώρας σε μακροχρόνια βάση, ώστε να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη των πολιτών στις προοπτικές των ιδίων και τω παιδιών τους. Εν συνεχεία, θα πρέπει να εφαρμοσθεί μία εθνική πολιτική ενίσχυσης των ζευγαριών και μητέρων για τις δαπάνες της εγκυμοσύνης και του τοκετού, των δαπανών για βρεφονηπιακούς σταθμούς, αλλά και επιπλέον μέριμνα των γυναικών, προκειμένου μετά την απόκτηση ενός παιδιού να πετύχουν την πλήρη επανένταξή τους στην αγορά εργασίας και τη συνέχιση της επαγγελματικής τους καριέρας.
Όσον αφορά στα κίνητρα προς τα νέα ζευγάρια, δεν χρειάζεται να ανακαλύψουμε τον τροχό, αλλά να ακολουθήσουμε παραδείγματα άλλων Ευρωπαϊκών χωρών που βρίσκονται σε αντίστοιχο δημογραφικό αδιέξοδο, οι οποίες έχουν υιοθετήσει άμεσα ριζοσπαστικές λύσεις.
Η Ιταλία, λόγου χάρη, χρηματοδοτεί με 500€ μηνιαίως κάθε παιδί που γεννιέται για 18 έτη, ανεξαρτήτως της οικονομικής κατάστασης των γονέων, ενώ η Ουγγαρία ενεργοποίησε μία διαδικασία με σημαντικές φοροαπαλλαγές, οι οποίες φτάνουν μέχρι και την πλήρη φοροαπαλλαγή δια βίου για τις περιπτώσεις τετραμελούς – πολυμελούς οικογένειας. Επομένως, υπάρχουν ισχυροί τρόποι με κοινωνικά και οικονομικά κριτήρια που ενδεχομένως να μπορούσαν να εφαρμοστούν και στην Ελλάδα, και να αποβούν λιγότερο δαπανηροί από το κόστος που τελικά θα κληθεί το κράτος να πληρώσει τις επόμενες δεκαετίες, μετά την κατάρρευση του ασφαλιστικού συστήματος.
θα ήθελα να τονίσω, όμως, ότι το πολυπαραγοντικό αυτό ζήτημα, δεν μπορεί να αντιμετωπισθεί με μεμονωμένες κινήσεις. Απαιτείται μια ουσιαστική προσπάθεια από τη σύμπραξη Δημοσίου και Ιδιωτικού φορέα, ακαδημαϊκών και της Κοινωνίας των Πολιτών στη διαμόρφωση ενός πλαισίου κοινής δράσης με σκοπό της αντιμετώπιση της υπογεννητικότητας και τη στήριξη της μητέρας και της οικογένειας γενικότερα στην Ελλάδα».
Η HOPEgenesis δίπλα στα ζευγάρια της ακριτικής Ελλάδας
Η HOPEgenesis είναι ένας μη κερδοσκοπικός οργανισμός που δραστηριοποιείται στον τομέα της υγείας και της κοινωνικής πρόνοιας και ασχολείται με το θέμα της υπογεννητικότητας στην Ελλάδα. Αποστολή της είναι να παρέχει ολοκληρωμένη ιατρική περίθαλψη και φροντίδα σε γυναίκες από τη στιγμή που μένουν έγκυες έως τη μέρα του τοκετού τους.
Η οργάνωση εργάζεται και επικεντρώνεται στις λύσεις για την ανατροπή του κλίματος της υπογεννητικότητας τόσο σε επίπεδο τοπικών κοινοτήτων - προκειμένου να παρέχει την απαραίτητη ασφάλεια στις γυναίκες που κυοφορούν ή επιθυμούν να μείνουν έγκυες- όσο και στον ευρύτερο κοινωνικό ιστό μέσα από τη γνωστοποίηση, ευαισθητοποίηση και μελέτη του ζητήματος.
Όπως δηλώνει ο κ. Χανδακάς, «η μεγαλύτερη επιβεβαίωση του έργου μας και η ικανοποίηση για την ομάδα της HOPEgenesis προέρχονται από τις αντιδράσεις των ζευγαριών όταν εντάσσονται στο πρόγραμμα και όταν φέρνουν στη ζωή το νέο μέλος της οικογένειάς τους. Μερικά από τα πολύ συγκινητικά λόγια που έχουμε ακούσει είναι τα παρακάτω:
«Ευχαριστούμε που μας χαρίσατε το όνειρό μας να γίνουμε γονείς. Χωρίς εσάς θα ήταν πολύ δύσκολο!» Ωφελούμενη από την Χάλκη
«Αυτό είναι το κοριτσάκι μας και εσείς είστε οι πρώτοι άνθρωποι που της προσφέρατε χωρίς αντάλλαγμα στο ξεκίνημα της ζωής της. Ευχαριστούμε πολύ που ήσασταν δίπλα μας σε όλο αυτό το υπέροχο ταξίδι και πάντα να προσφέρετε καλό!» Ωφελούμενη από τους Λειψούς
«Μπράβο σας για αυτό το υπέροχο δώρο που κάνετε σε οικογένειες που δεν μπορούν οικονομικά να ανταπεξέλθουν για να κάνουν ένα μωράκι!» Ωφελούμενη από τον Άγιο Ευστράτιο.
Επιπλέον, αξίζει να αναφερθούμε στο Κοινωνικό Αποτύπωμα της HOPEgenesis για το 2021, όπως αξιολογήθηκε από την εταιρία Center for Sustainability and Excellence (Κέντρο Αειφορίας):
- Για κάθε 1€ που δέχεται η HOPEgenesis ως χορηγία-δωρεά δημιουργείται κι επιστρέφεται αξία 5,69€ για την κοινωνία με επιπρόσθετα κοινωνικό-οικονομικά οφέλη για τις τοπικές κοινωνίες.
- Το οικονομικό αποτύπωμα της συνολικής δραστηριότητας της HOPEgenesis για την κοινωνία ανέρχεται σε 2.660.000€.
- Περισσότερες από 650 οικογένειες έχουν ωφεληθεί από το πρόγραμμα.
Καθώς και ότι τον Οκτώβριο 2018, ο οργανισμός μας βραβεύτηκε µε το «Βραβείο του Ευρωπαίου Πολίτη 2018» στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στις Βρυξέλλες, το οποίο απονέμεται κάθε χρόνο από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για εξαιρετικά επιτεύγματα και δράσεις πολιτών, ομάδων, σωματείων ή οργανώσεων σε τομείς ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος που προάγουν την κοινωνική συνοχή και την αμοιβαία κατανόηση μεταξύ των πολιτών».
Για το 2023, η οργάνωση δρομολογεί μια σειρά από δράσεις και εξελίξεις: «Η αποστολή της HOPEgenesis για το 2023 πραγματοποιείται μέσα από τους παρακάτω πυλώνες:
1. Υιοθεσίες ακριτικών περιοχών και απομακρυσμένων νησιών: καλύπτοντας όλα τα έξοδα κύησης, τοκετού, μεταφοράς και διαμονής των εγκύων σε συνεργαζόμενα νοσοκομεία και ιατρικά κέντρα.
- Παροχή υπηρεσιών θεραπείας υπογονιµότητας (IVF): καλύπτοντας τα έξοδα θεραπειών ivf για τις γυναίκες που επιθυμούν να κυοφορήσουν αλλά αντιμετωπίζουν προβλήματα γονιμότητας.
3. Απομακρυσμένη ιατρική παρακολούθηση ωφελούμενων: επιτυγχάνεται μέσω εξελιγμένων και πρωτοπόρων ιατρικών συσκευών Bluetooth και μιας ειδικά διαμορφωμένης πλατφόρμας, ώστε να εξασφαλίζεται η ασφάλεια των εγκύων και των μωρών τους ανά πάσα στιγμή.
4. Κέντρα απασχόλησης παιδιών προσχολικής ηλικίας και βρεφονηπιακοί σταθμοί: ίδρυση, κατασκευή και επάνδρωση κέντρων απασχόλησης παιδιών προσχολικής ηλικίας και παιδικών σταθμών στις περιοχές δράσης της HOPEgenesis. - Διεξαγωγή ερευνών: με σκοπό την τεκμηρίωση και στοιχειοθέτηση του ζητήματος της υπογεννητικότητας, η HOPEgenesis αναθέτει σε μεγάλα Ακαδημαϊκά Ιδρύματα την εκπόνηση μελετών.
6. Σχεδιασμός του προγράμματος "H νταντά της γειτονιάς": πρόγραμμα που αφορά στη στελέχωση της επιδοτούμενης φύλαξης παιδιών, προκειμένου να υποστηριχθούν οι εργαζόμενες μητέρες σε αστικές και ημιαστικές περιοχές. - Διοργάνωση ημερίδων και συνεδρίων: με σκοπό την ενημέρωση, ευαισθητοποίηση (raise awareness) και εκπαίδευση φορέων, καθώς και του γενικού πληθυσμού για το θέμα του δημογραφικού και τις επιπτώσεις του.
- Συμμετοχή στο Πρόγραμμα "Αναγέννηση" στις Εθνικής σημασίας περιοχές: το πρόγραμμα εφαρμόζεται με στόχο την αναβίωση των περιοχών αυτών και την ενίσχυση του γηγενούς Ελληνικού πληθυσμού το οποίο υλοποιείται, υπό την αιγίδα της Α.Ε. της Προέδρου της ∆ηµοκρατίας, Κατερίνας Σακελλαροπούλου, στα Αντικύθηρα, την Γαύδο, το Καστελλόριζο και τα Διαπόντια.
- Πρόγραμμα Fertility Awareness Campaign for Greece: στόχος μας είναι η ενημέρωση και ευαισθητοποίηση του ευρύτερου κοινού σε θέματα αναπαραγωγικής υγείας και η οικονομική στήριξη γυναικών που αντιμετωπίζουν θέματα υπογονιμότητας.
Μέχρι σήμερα περισσότερες από 650 οικογένειες έχουν ωφεληθεί από το πρόγραμμα σε περιοχές που για περισσότερα από τρία έως πέντε χρόνια υπήρχαν είτε ελάχιστες έως μηδενικές γεννήσεις, είτε μεγάλο αρνητικό ισοζύγιο γεννήσεων-θανάτων. Με αυτόν τον τρόπο, ενισχύεται άμεσα και ο οικονομικός και κοινωνικός ιστός των περιοχών αυτών».