Ανησυχία για τον Κορινθιακό Κόλπο: «Αργά ή γρήγορα έρχεται ισχυρός σεισμός στην περιοχή»
Για την σεισμολογική συμπεριφορά του Κορινθιακού Κόλπου και τους σεισμούς που καταγράφονται μίλησε στην εφημερίδα Πελοπόννησος ο καθηγητής Σεισμολογίας, Γιώργος Καβύρης.
Ο Γιώργος Καβύρης είναι αναπληρωτής καθηγητής Σεισμολογίας – Σεισμικής Ανισοτροπίας στον τομέα Γεωφυσικής – Γεωθερμίας του Τμήματος Γεωλογίας και Γεωπεριβάλλοντος του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών καθώς επίσης και μέλος της Μόνιμης Επιστημονικής Επιτροπής Σεισμοτεκτονικής του ΟΑΣΠ.
Ο κ. Καβύρης θεωρείται ως εξπέρ στον τομέα των σεισμών και ένας από τους κορυφαίους επιστήμονες στην Ελλάδα. Μάλιστα ένα μεγάλο κομμάτι της ερευνητικής δραστηριότητας του στον Κορινθιακό Κόλπο.
Όπως εξήγησε μεταξύ άλλων ο καθηγητής Σεισμολογίας ο Κορινθιακός Κόλπος είναι ένα από τις πλέον σεισμικά ενεργές περιοχές της χώρας που στο παρελθόν έχει δώσει ισχυρούς και καταστρεπτικούς σεισμούς. Ο καθηγητής απάντησε επίσης και σε άλλα ερωτήματα όπως αν υπάρχει ανησυχία για την Πάτρα, το Αίγιο και τη Ναύπακτο αλλά για τον αν ισχύει η «φήμη» ότι επίκεται μεγάλος σεισμός.
Δείτε παρακάτω τι απάντησε στις ερωτήσεις της εφημερίδας «Πελοπόννησος» ο καθηγητής Σεισμολογίας, Γιώργος Καβύρης.
Είναι αληθές, κύριε Καβύρη, ότι ο Κορινθιακός Κόλπος αποτελεί μία από τις πιο σεισμογενείς περιοχές της χώρας μας;
Η Ελλάδα είναι μία χώρα που έχει μάθει να ζει με τους σεισμούς, καθώς το 50% περίπου της ετήσιας σεισμικής ενέργειας στην Ευρώπη, εκλύεται στην Ελλάδα. Η πλέον σεισμογενής περιοχή του Ελλαδικού χώρου είναι τα κεντρικά Ιόνια Νησιά, δηλαδή η Κεφαλονιά, η Ιθάκη, η Λευκάδα και η Ζάκυνθος. Ακολούθως, ο Κορινθιακός Κόλπος αποτελεί όντως μία από τις πλέον σεισμικά ενεργές περιοχές της χώρας μας με ισχυρούς και καταστρεπτικούς σεισμούς να έχουν συμβεί από την αρχαιότητα. Ο πρώτος σεισμός που αναφέρθηκε κατά τους ιστορικούς χρόνους είναι ο σεισμός της Ελίκης, μεγέθους 6.8, το 373 π.Χ. Αυτός ήταν ένας από τους πιο καταστρεπτικούς σεισμούς της αρχαιότητας, καθώς προκάλεσε την καταβύθιση του τοπικού δέλτα και οδήγησε στην καταστροφή της πόλης της Ελίκης. Σημαντικός ήταν επίσης ο σεισμός του 1858 που ερείπωσε την παλαιά Κόρινθο, καθώς και του 1928, που κατέστρεψε τη νέα Κόρινθο.
Η υψηλή σεισμικότητα του Κορινθιακού Κόλπου αποτυπώνεται και στον ισχύοντα Εθνικό Αντισεισμικό Κανονισμό (ΕΑΚ). Ολόκληρος ο Κορινθιακός ανήκει στη ζώνη II, με μέγιστη αναμενόμενη τιμή επιτάχυνσης σχεδιασμού 0.24 g για συνήθεις κατασκευές και περίοδο επανάληψης 475 ετών.
Ποιο ακριβώς κομμάτι του Κορινθιακού θεωρείτε εσείς πιο «επίφοβο»;
Ολόκληρος ο Κορινθιακός Κόλπος αποτελεί ένα «φυσικό εργαστήριο» για τη σεισμολογία και την τεκτονική, καθώς είναι μια περιοχή υψηλής σεισμικότητας. Το δυτικό τμήμα είναι περισσότερο ενεργό σεισμικά από το ανατολικό, λόγω υψηλότερου ρυθμού παραμόρφωσης. Παρόλα αυτά, έχουν παρατηρηθεί σημαντικοί σεισμοί και στα δύο άκρα.
Στον ανατολικό Κορινθιακό Κόλπο ξεχωρίζει η σεισμική ακολουθία των Αλκυονίδων 1981, η οποία είναι από τις σημαντικότερες στη σύγχρονη σεισμολογική ιστορία της Ελλάδας. Οι εκτεταμένες βλάβες, οι 20 νεκροί και το γεγονός ότι ήταν η πρώτη ακολουθία, στη σύγχρονη εποχή, που έπληξε σοβαρά την Αθήνα, εγκαινίασε μια νέα εποχή αντισεισμικών μέτρων στη χώρα και αναζωπύρωσε το ενδιαφέρον για τα σεισμολογικά θέματα.
Αντίστοιχα, ο πιο πρόσφατος ισχυρός σεισμός στον δυτικό Κορινθιακό Κόλπο είναι ο σεισμός του Αιγίου στις 15 Ιουνίου 1995, μεγέθους 6.2. Παρόλο που το επίκεντρο του σεισμού εντοπίστηκε στη βόρεια ακτή του Κορινθιακού Κόλπου, προκλήθηκαν έντονες βλάβες στην πόλη του Αιγίου. Αυτό αποδίδεται στην κατευθυντικότητα των σεισμικών κυμάτων που δημιουργήθηκαν από τον κύριο σεισμό, δηλαδή της διάρρηξης που εξελίχθηκε προς Νότο. Ο σεισμός προκάλεσε την εμφάνιση εδαφικών ρωγμών.
Υπάρχει επιστημονική εξήγηση γι’ αυτή την «κατάσταση» του Κορινθιακού; Θα ήθελα, με όσο πιο απλά και κατανοητά λόγια να μου τη δίνατε.
Η σεισμική δραστηριότητα της περιοχής του Κορινθιακού Κόλπου χαρακτηρίζεται από συχνούς και ισχυρούς σεισμούς. Ο κύριος λόγος είναι οι έντονες εφελκυστικές τάσεις που παρατηρούνται σε διεύθυνση περίπου Βορράς-Νότος. Αυτές έχουν αποτέλεσμα ο βόρειος και νότιος Κορινθιακός Κόλπος να απομακρύνονται μέχρι και 15 χιλιοστά ανά έτος, φαινόμενο μοναδικό στην Ευρώπη, αλλά και στην υφήλιο, για περιοχές που δεν βρίσκονται κοντά σε όρια λιθοσφαιρικών πλακών. Αυτές οι κινήσεις είχαν ως αποτέλεσμα τη δημιουργία κανονικών, ενεργών σεισμικά ρηγμάτων κατά μήκος των ακτών, διεύθυνσης περίπου Ανατολή-Δύση. Τα ρήγματα αυτά έχουν σημαντικό μήκος, ώστε να μπορούν να φιλοξενήσουν ισχυρούς σεισμούς. Επιπλέον, είναι υπεύθυνα για το έντονο χερσαίο και υποθαλάσσιο ανάγλυφο του Κορινθιακού Κόλπου.
Συμφωνείτε με την εκτίμηση του τέως διευθυντή Ερευνών και σεισμολόγου κ. Παπαδόπουλου ότι «τα δεδομένα δείχνουν ότι ισχυροί σεισμοί, 6 Ρίχτερ και μεγαλύτεροι, στον Κορινθιακό Κόλπο επαναλαμβάνονται κάθε 25 με 30 χρόνια. Τώρα είμαστε στα 27 χρόνια, από τον τελευταίο μεγάλο σεισμό που ήταν στο Αίγιο το 1995»; Αρα, να το πω απλά, κύριε Καβύρη, είμαστε εν αναμονή ισχυρού σεισμού στην περιοχή μας;
Γενικά, η περίοδος επανάληψης ισχυρών σεισμών στον Κορινθιακό Κόλπο είναι της τάξης των 30-40 ετών και όντως έχουν περάσει 29 χρόνια από τον σεισμό του Αιγίου και 43 χρόνια από τους σεισμούς των Αλκυονίδων. Πρέπει όμως να σημειωθεί ότι η περίοδος επανάληψης εκτιμάται με στατιστικές μεθόδους, με το ανάλογο σφάλμα. Μπορεί, δηλαδή, ο επόμενος ισχυρός σεισμός να γίνει σύντομα, αλλά και μετά από μερικά χρόνια. Επειδή, όμως, κάποια στιγμή θα συμβεί ισχυρός σεισμός στην περιοχή, θα πρέπει όλοι οι πολίτες να είναι ενημερωμένοι και προετοιμασμένοι για το φαινόμενο του σεισμού και για τα μέτρα προστασίας που πρέπει να λαμβάνουμε πριν, κατά τη διάρκεια και μετά από έναν ισχυρό σεισμό.
Όσον αφορά στο κομμάτι του Πατραϊκού προς Αντίρριο, Ναύπακτο, είναι και αυτό μέσα στις «επικίνδυνες περιοχές» για ισχυρό σεισμό;
Το τμήμα του δυτικού άκρου του Κορινθιακού Κόλπου προς Ναύπακτο και Αντίρριο είναι και αυτό σεισμικά ενεργό. Μάλιστα, λόγω της υψηλής σεισμικότητας της περιοχής, στις αρχές της δεκαετίας του 2000, δημιουργήθηκε το δίκτυο του Corinth Rift Laboratory, το οποίο καλύπτει πλέον μια περιοχή 30 km×30 km στον δυτικό Κορινθιακό Κόλπο. Το δίκτυο αναπτύχθηκε σταδιακά προς τα δυτικά, με τη συμμετοχή πολλών πανεπιστημίων και ινστιτούτων, κυρίως ελληνικών και γαλλικών. Για να αναδειχθεί η σεισμικότητα της περιοχής, αξίζει να αναφερθεί και η σεισμική ακολουθία του δυτικού Κορινθιακού Κόλπου 2020-2021. Η σεισμική «κρίση» ξεκίνησε στις 23 Δεκεμβρίου 2020. Η ακολουθία ήταν χρονικά παρατεταμένη και περιλάμβανε πολλούς σεισμούς ενδιαμέσου μεγέθους, με τον μεγαλύτερο να είναι ο σεισμός μεγέθους 5.3 στις 17 Φεβρουαρίου 2021. Η πρώτη φάση της ακολουθίας ξεκίνησε με σεισμό μεγέθους 4.6 στις 23 Δεκεμβρίου 2020 κοντά στον Μαραθιά, πυροδοτώντας μια μετασεισμική ακολουθία με κατεύθυνση προς τα ανατολικά σε μια τεκτονική δομή συνολικού μήκους 5 km. Η δεύτερη φάση ξεκίνησε με μια σύντομη προσεισμική δραστηριότητα στις 11 Ιανουαρίου 2021, κοντά στο νησί Τριζόνια. Στις 12 Ιανουαρίου 2021, η εκδήλωση σεισμού μεγέθους 5.0 προκάλεσε σεισμικότητα που μετανάστευσε τόσο προς τα ανατολικά όσο και προς τα δυτικά σε μια ευθεία μήκους 12 km. Η τρίτη φάση ξεκίνησε με τη γένεση του ισχυρότερου σεισμού της ακολουθίας, μεγέθους 5.3, στις 17 Φεβρουαρίου 2021. Υπήρξε μετανάστευση επικέντρων προς τα δυτικά και καταγράφηκε μικρή συστάδα σεισμών κοντά στη διασταύρωση μεταξύ του ρήγματος του Ψαθόπυργου και της ρηξιγενούς ζώνης Ρίου-Πατρών. Συνολικά, σε λιγότερο από τρεις μήνες, η ενεργοποιημένη περιοχή είχε έκταση μεγαλύτερη από 20 km, σε κατεύθυνση περίπου Α-Δ.
Οι περισσότεροι εκτιμούν πως η χώρα μας είναι ανοχύρωτη κτιριακά. Πολλά κτίρια έχουν να ελεγχθούν χρόνια και δεν τηρούν τους επικαιροποιημένους αντισεισμικούς κανόνες. Συμφωνείτε;
Μετά από τους ισχυρούς σεισμούς του τρέχοντος αιώνα, τα κτίρια στη χώρα μας έχουν ανταποκριθεί ικανοποιητικά, ειδικά συγκρινόμενα με τα κτίρια της γειτονικής Ιταλίας, όπου σεισμοί αντίστοιχου μεγέθους με τους ελληνικούς προκάλεσαν πολύ μεγαλύτερες καταστροφές. Θεωρώ ότι τα κτίρια της χώρας μας που έχουν κατασκευαστεί με τους πρόσφατους, μετά το 1981 και τον ισχύοντα από το 2004 Εθνικό Αντισεισμικό Κανονισμό, είναι αρκετά ασφαλή. Βέβαια, απαιτείται και επικαιροποίηση του ΕΑΚ, η οποία δρομολογείται από τον ΟΑΣΠ.
Με πληροφορίες από pelop.gr