ΑΦΙΕΡΩΜΑ
Βλάσης Γαβριηλίδης: Ο πατέρας της ελληνικής δημοσιογραφίας
Ο Βλάσης Γαβριηλίδης γεννήθηκε το 1848 στην Κωνσταντινούπολη και ήταν γιος του χρυσοχόου Γαβριήλ Γαβριηλίδη. Αποφοίτησε από τη Μεγάλη του Γένους Σχολή και σπούδασε πολιτικές επιστήμες και φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο της Λειψίας, με υποτροφία του βαρώνου Γεωργίου Σίνα.
Στο χώρο των γραμμάτων πρωτοεμφανίστηκε μετά την επιστροφή του στην Κωνσταντινούπολη από τις σελίδες του περιοδικού «Επτάλοφος», στο οποίο δημοσίευσε σειρά άρθρων με τον τίτλο «Γενική Ιστορία της Ελληνικής Τραγωδίας» και μία μελέτη για τον «Άμλετ» του Σέξπιρ (1868).
Την ίδια χρονιά εξέδωσε την εφημερίδα «Ομόνοια», η οποία στη συνέχεια συγχωνεύτηκε με την εφημερίδα «Νεολόγος». Επόμενο εκδοτικό του εγχείρημα η εφημερίδα «Μεταρρύθμισις», ένα μαχητικό όργανο των προσωπικών του ιδεών. Με αφορμή τη δημοσίευση ενός άρθρου του σχετικά με την καταπίεση των Ελλήνων της Πόλης διώχτηκε από το Σουλτάνο Αβδούλ Χαμίτ Β' και καταδικάστηκε ερήμην σε θάνατο από τουρκικό δικαστήριο.
Μεταμφιεσμένος, έφυγε κρυφά από την Κωνσταντινούπολη το 1877 και ήρθε στην Αθήνα, όπου πέρασε το υπόλοιπο της ζωής του. Αρχικά εργάστηκε ως συντάκτης στην «Εφημερίδα των Συζητήσεων», που ήταν δημοσιογραφικό όργανο του αρκάδα πολιτικού Επαμεινώνδα Δεληγεώργη.
Πνεύμα ανήσυχο, ο Γαβριηλίδης εγκατέλειψε την εφημερίδα και τον επόμενο χρόνο εξέδωσε το πολιτικοσατιρικό φύλλο «Ραμπαγάς» μαζί με τον παλιό του συνεργάτη από τα χρόνια της Κωνσταντινούπολης, Κλεάνθη Τριαντάφυλλο, που και αυτός είχε διωχθεί από τις Οθωμανικές αρχές. Το πρώτο φύλλο της νέας εφημερίδας, που πήρε τον τίτλο της από το ομώνυμη κωμωδία του Γάλλου θεατρικού συγγραφέα και λιμπρετίστα (Τόσκα) Βικτοριέν Σαρντού, εκδόθηκε στις 12 Αυγούστου του 1878, με στόχο να αφυπνίσει του Έλληνες από τη νωχέλεια και την αδιαφορία για τα κοινά, όπως έγραψε στο πρωτοσέλιδο άρθρο του «Διατί Ραμπαγάς». Οι δύο εκδότες θα συλληφθούν για εξύβριση του βασιλιά και θα προφυλακιστούν. Στις 16 Δεκεμβρίου του 1879 θα αθωωθούν πανηγυρικά από το Κακουργιοδικείο Αθηνών.
Το 1880 ο Γαβριηλίδης αποχωρεί από τον «Ραμπαγά» και εκδίδει τη δισεβδομαδιαία πολιτικοσατιρική εφημερίδα «Μη Χάνεσαι». Τον τίτλο τον δανείστηκε από την παροιμιώδη φράση του Αλέξανδρου Κουμουνδούρου, με την οποία ο μετριοπαθής μεσσήνιος πολιτικός συνήθιζε να απαντά είτε στη γυναίκα του για την εναντίον του πολεμική, είτε στους πολιτικούς του φίλους, όταν τα πράγματα γίνονταν δύσκολα και περίπλοκα. Ανάμεσα στους συνεργάτες της νέας εφημερίδας ήταν και ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, που δημοσίευσε σε συνέχειες το ιστορικό του μυθιστόρημά «Οι Έμποροι των Εθνών».
Τρία χρόνια αργότερα το «Μη Χάνεσαι» μετατρέπεται σε ημερήσια πρωινή εφημερίδα γνώμης με τίτλο «Ακρόπολις» (1 Νοεμβρίου 1883), μία εφημερίδα που έγραψε ιστορία στον ελληνικό Τύπο με τη μαχητική αρθρογραφία της και την πρωτοποριακή για την εποχή της εμφάνιση και ύλη. Θαυμαστής του αγγλοσαξωνικού τύπου, ο Γαβριηλίδης καθιέρωσε στην ελληνική δημοσιογραφία το ρεπορτάζ, την καμπάνια, τις δημοσιογραφικές αποστολές και τις συνεντεύξεις με πρόσωπα της επικαιρότητας. Παράλληλα, έφερε στην Ελλάδα τα τελευταίου τύπου εκτυπωτικά μηχανήματα, όπως το κυλινδρικό ταχυπιεστήριο, που ονομάσθηκε «Μαμούθ», στο οποίο τυπώνονταν για πολλά χρόνια όχι μόνο η «Ακρόπολις», αλλά και άλλες εφημερίδες και έντυπα.
Σ’ ένα από τα τελευταία φύλλα του «Μη Χάνεσαι», ο Γαβριηλίδης έδωσε το στίγμα της νέας εκδοτικής του προσπάθειας:
Την “Ακρόπολιν” θέλωμεν καταστήσει εκ των κυριωτέρων οργάνων του κοινωνικού πολιτισμού και οικονομικού αγώνος, ον η Κοινή Γνώμη οφείλει να αγωνίζεται επ’ αγαθώ της Πατρίδος. Το έμβλημα ημών είναι το παλαιόν έμβλημα: Ένωσις και Μεταρρύθμισις. Περιττόν να είπωμεν ότι ούτε τώρα θα ανήκωμεν εις Κόμμα, εναλλάξ υποστηρίζοντες και πολεμούντες, εναλλάξ συμπολιτευόμενοι και αντιπολιτευόμενοι. Τούτο τινές ονομάζουσιν αστάθειαν, αλλ’ ημείς, οίτινες μέχρι τούδε ουδέποτε εγνωρίσαμεν την πίστιν και την σταθερότητα των συμφερόντων, φανερά προκηρύσομεν την αστάθειαν αυτήν ως σημαίαν μας”. Ο Γαβριηλίδης επιδίωκε να γίνει η “Ακρόπολις” όργανο του κοινωνικου και πολιτικού πολιτισμού. “Όταν ο καραγωγεύς και ο θυρωρός του ξενοδοχείου και ο επιστάτης μιάς πλατείας θα εμφανίζεται κάθε πρωί με την εφημερίδα στο χέρι, τότε θα μπορούμε να πούμε πως είναι πολιτισμένος τόπος η Ελλάδα.
Ο ριζοσπαστισμός του και οι συχνά ακραίες θέσεις του εναντίον θεσμών και προσώπων προκάλεσαν αντιδράσεις, με αποκορύφωμα την καταστροφή των γραφείων της «Ακροπόλεως» στις 20 Αυγούστου του 1894 από εξοργισμένους αξιωματικούς της Φρουράς Αθηνών. Ο Γαβριηλίδης με σειρά άρθρων του ζητούσε την αναδιοργάνωση του Στρατού και την παύση της ανάμιξης των στρατιωτικών στην πολιτική.
Το 1904 ο Γαβριηλίδης συνελήφθη εκ νέου, διότι μέσα από τις στήλες της «Ακροπόλεως» κατηγόρησε τον βασιλιά για υπερβολικές δαπάνες και καταστρατήγηση του Συντάγματος. Δικάστηκε στις 12 Ιανουαρίου του 1905 στο Κακουργιοδικείο Σύρου και αθωώθηκε από τους ενόρκους. Υποστήριξε με θέρμη το κίνημα στου Γουδή (1909) και ήταν ένας από τους υποστηρικτές του Ελευθερίου Βενιζέλου, αν και στην αρχή τήρησε επιφυλακτική στάση απέναντί του.
Από το 1915 άρχισε να αντιμετωπίζει μεγάλα οικονομικά προβλήματα εκ του λόγου ότι ήταν πάνω απ' όλα δημοσιογράφος και καθόλου επιχειρηματίας. «Δεν ήξευρε πρόσθεσιν» έλεγε χαρακτηριστικά για τον Γαβριηλίδη ο Σπύρος Τσαγγάρης, ιδρυτής του Πρακορείου Εφημερίδων. Η κυκλοφορία της «Ακροπόλεως» ήταν χαμηλή, ενώ και οι άλλες του εκδοτικές απόπειρες δεν πέτυχαν, όπως η εφημερίδα «Πατριώτης» (η πρώτη εφημερίδα στη δημοτική), η «Εσπερινή Ακρόπολις» (η πρώτη απογευματινή εφημερίδα) και τα περιοδικά «Κυριακή» και «ΑΟΔΟ» («Απ’ Όλα Δια Όλους»). Αν και του προσφέρθηκε, ο ίδιος δεν δέχτηκε καμία οικονομική βοήθεια, προκειμένου να διατηρήσει την ανεξαρτησία γνώμης της εφημερίδας του.
Ο Βλάσης Γαβριηλίδης προσβλήθηκε από καρκίνο του ήπατος και άφησε την τελευταία του πνοή στις 12 Απριλίου του 1920 μέσα στα γραφεία της «Ακροπόλεως» στην Πλατεία Κλαυθμώνος.
Πηγή: SanSimera.gr