Η Μήδεια του Καλαμακίου: Έπνιξε τα τρία της παιδιά - Το έγκλημα που σόκαρε την Ελλάδα
Το ημερολόγιο έδειχνε 27 Μαΐου του 1961, όταν στο Καλαμάκι, η 28χρονη Νίτα Μπέικερ πέρασε στην ιστορία ως «Η Μήδεια του Καλαμακίου». Η Ελλάδα βρισκόταν μπροστά σε μια τραγωδία που ούτε ο Ευριπίδης δεν θα μπορούσε να είχε φανταστεί όταν έγραφε τη «Μήδεια»...
Το βράδυ της 27ης Μαΐου του 1961 ο Αμερικανός λοχίας Τζόελ Μπέικερ επέστρεψε στο σπίτι του στο Καλαμάκι συνοδευόμενος από έναν συνάδελφό του. Η πόρτα της μονοκατοικίας ήταν φρακαρισμένη με μια εφημερίδα και χρειάστηκε να βάλει αρκετή δύναμη για να καταφέρει να την ανοίξει.
Μέσα στο σπίτι επικρατούσε νεκρική σιγή. Πράγμα πολύ περίεργο καθώς ήταν Σάββατο και τα τρία παιδιά του δεν κοιμόντουσαν ποτέ νωρίς. Φώναξε τα ονόματά τους. Καμία απάντηση. Κατευθύνθηκε στην κουζίνα, όπου πάνω στο τραπέζι βρήκε μια Βίβλο, με σημεία για τη μοιχεία υπογραμμισμένα.
Στο πάτωμα, μέσα σε μια λίμνη αίματος, η σύζυγός του, Νίτα...
Το χρονικό της φρίκης
Ο Τζόελ έτρεξε στην κρεβατοκάμαρα των παιδιών.
Ο μικρός του γιος Τζο βρισκόταν μπρούμυτα στο κρεβάτι του και όταν τον ακούμπησε κατάλαβε πως δεν ανέπνεε. «Τον αναποδογύρισα και με τρόμο είδα τα αίματα», θα πει αργότερα ο άνδρας, περιγράφοντας πως βρήκε νεκρή την κόρη του Σουζάνα, «το πρόσωπο της ήταν κάτασπρο», αλλά και την Κίτυ.
Ο Μπέικερ ξέσπασε σε δάκρυα, τα οποία έγιναν ουρλιαχτά. Και τα 3 παιδιά του ήταν νεκρά.
Πάνω στο τραπέζι της κουζίνας υπήρχε έναν ανατριχιαστικό σημείωμα:
«Ελπίζω τώρα να είσαι ευχαριστημένος με αυτό που έγινε. Στα παιδιά μας εξασφάλισα ένα ήσυχο και χριστιανικό καταφύγιο, ώστε να μείνουν μακριά από το βούρκο μέσα στον οποίο είχε κυλιστεί ο πατέρας τους. Βαρέθηκα, φίλε, να ζω σε αυτό το σπίτι με τον εφιάλτη των καθημερινών οργίων του. Είναι βέβαια τρομερό αυτό που έκανα και μεγάλη ντροπή για μένα να αναγκάζομαι να αφαιρέσω τη ζωή από αυτά τα τόσο όμορφα και καλά παιδιά, για τα οποία ξέρεις πόσο υπέφερα και υποφέρω στον άλλο κόσμο, γιατί με έσπρωξες να τους κόψω το νήμα της ζωής τους για να μην τα αφήσω να μεγαλώσουν και μάθουν τι έκανες (…). Έκανα υπομονή χρόνια ολόκληρα. Πίστευα στα λόγια σου πως δεν ήταν τίποτα και ότι εξακολουθούσες να μου είσαι πιστός. Με γελούσες με τα γλυκόλογα σου, τώρα όμως, πάνε τα ψέματα. Είναι καιρός που τα ξέρω όλα, δεν με γελάς. Ξέρω τι έκανες κάθε βράδυ με εκείνη ή εκείνες. Τώρα που δεν έχεις κανέναν να ασχοληθείς μπορείς χα! χα! να συνεχίσεις τα όργια σου. Κανείς δεν θα σε γκρινιάζει. Γλέντα όσο θέλεις και όπως θέλεις. Εγώ και τα παιδιά θα είμαστε μακριά και δεν θα βλέπουμε το κατάντημα σου».
Η Νίτα είχε προσπαθήσει να αυτοκτονήσει, γιατί έμαθε πως την απατούσε ο σύζυγός της, αλλά δεν τα κατάφερε. Όταν είδε το αίμα της να τρέχει έχασε τις αισθήσεις της. Λίγα λεπτά νωρίτερα, όμως, είχε βάλει τέλος στη ζωή των τριών παιδιών της, πνίγοντας τα με ένα κορδόνι, την ώρα που κοιμόντουσαν.
Μόνο ο γιος της προσπάθησε να αντισταθεί και την γρατζούνισε στο χέρι αλλά τελικά δεν κατάφερε να της ξεφύγει.
Μια φαινομενικά, άψογη ζωή
Οι συγγενείς και οι φίλοι πίστευαν πως το ζευγάρι ζούσε αρμονικά. Η Νίτα ήταν υπόδειγμα συζύγου και μητέρας και ο γοητευτικός Τζόελ Μπέικερ έμοιαζε να νοιάζεται για εκείνη. Είχαν παντρευτεί όταν ο Νίτα ήταν μόλις 18 ετών.
«Το αίσθημα μας ήταν δυνατό και σχεδόν αμέσως παντρευτήκαμε», περιέγραψε ο Μπέικερ στους αστυνομικούς. Τα τρία τους παιδιά συμπλήρωναν την ευτυχία της καθημερινότητας τους.
Όμως, όπως ισχυρίστηκε αργότερα ο λοχίας, η καθημερινότητα τους ήταν, μάλλον, αδιάφορη… «Η διασκέδαση της γυναίκα μου δεν ήταν άλλη από το να διαβάζει θρησκευτικά βιβλία. Μας χώριζε ένα μεγάλο και αγεφύρωτο ψυχικό χάσμα. Περνούσαμε μια ζωή ήσυχη και αδιάφορη, χωρίς να υπάρχει η απαιτούμενη ανταπόκριση εκ μέρους της γυναίκας μου. Αν δεν υπήρχαν τα παιδιά θα είχαμε χωρίσει. Εκείνη ήταν κλεισμένη στον εαυτό της και εγώ την αντιμετώπιζα με αδιαφορία (…) Οι συζυγικές μας υποχρεώσεις ήταν απόλυτα ομαλές, αλλά δεν συναντούσα ανταπόκριση εκ μέρους της. Πάντως, από αρκετά χρόνια κοιμόμασταν χωριστά».
Δεν ανταποκρινόταν στο άγγιγμά του και για χρόνια, κοιμόντουσαν σε διαφορετικά κρεβάτια....
Η Νίτα δήλωνε ευτυχισμένη μέχρι τη στιγμή που έμαθε πως ο σύζυγος της διατηρούσε παράνομο δεσμό με μια Ελληνίδα, η οποία εργαζόταν μαζί του στην αμερικάνικη βάση και του μάθαινε την ελληνική γλώσσα.
Η αποκάλυψη του ένοχου μυστικού έγινε όταν η γυναίκα πήγε το αυτοκίνητο του συζύγου της στο συνεργείο για επισκευή. Φεύγοντας πήρε μαζί της τα πράγματα που είχε εκείνος στο πορτμπαγκάζ, μεταξύ αυτών και ένα φάκελο που περιείχε φωτογραφίες στις οποίες είχε απαθανατίσει στιγμές από τις εκδρομές με την ερωμένη του.
«Πριν έξι μήνες ήμουν η πιο ευτυχισμένη μητέρα του κόσμου. Μετά έμαθα ότι ο άντρας μου με απατούσε με μια άλλη γυναίκα. Δεν έπρεπε να ζήσουμε πια ούτε εγώ ούτε τα παιδιά μου» είπε η 28χρονη στην απολογία της ενώπιον της δικαιοσύνης. Όπως περιέγραψε, τους τελευταίους μήνες η ζωή της είχε αρχίσει να αλλάζει «να γίνεται μια κόλαση». Ο άντρας της, ισχυρίστηκε, της φερόταν «σκληρά και ψυχρά» και όταν εκείνη παραπονιόταν, την απειλούσε πως θα ζητήσει μετάθεση για να επιστρέψουν στην Αμερική. «Τα βιβλία μου με έκαναν να ηρεμώ και να σκέφτομαι λογικά». Η αποκάλυψη, όμως, της παράνομης σχέσης την έκανε να σκεφτεί πως «δεν είχαμε θέση στον κόσμο ούτε εγώ ούτε τα παιδιά μου».
«Λύτρωσα τα παιδιά μου»
Η δίκη της Νίτα Μπέικερ ξεκίνησε στις 24 Σεπτεμβρίου του 1961.
Το δικαστήριο, δέχτηκε την άποψη των ψυχιάτρων πως η γυναίκα διέπραξε το τριπλό φονικό σε πλήρη σύγχυση και διέταξε τον εγκλεισμό της στο ψυχιατρείο. Δεν έδειξε καμία μεταμέλεια πιστεύοντας πως λύτρωσε τα παιδιά της από τη στεναχώρια που τα περίμενε.
Ο εισαγγελέας, όμως, ζήτησε να κηρυχθεί η απόφαση πεπλανημένη, αίτημα το οποίο έγινε δεκτό, με αποτέλεσμα να αποφασιστεί η επανάληψη της δίκης. Την Άνοιξη του 1962 η Νίτα Μπέικερ βρέθηκε και πάλι αντιμέτωπη με τη δικαιοσύνη. Αυτή τη φορά ο σύζυγό της ισχυρίστηκε πως δεν διατηρούσε παράνομο ερωτικό δεσμό αλλά φιλική σχέση με την νεαρή Ελληνίδα.
Η κατηγορούμενη, στην απολογία της, άλλαξε το αφήγημα της ισχυριζόμενη πως ο σύζυγο της ήταν βίαιος μαζί της και ότι ήθελε να επιστρέψει στην Αμερική με τα παιδιά της, αλλά εκείνος δεν την άφηνε.
«Σκότωσα τα παιδιά μου γιατί ήθελα να αναγκάσω τον άντρα μου να μην με χτυπά» είπε η γυναίκα στο δικαστήριο.
Και όμως: Έμεινε ελεύθερη!
Η Νίτα Μπέικερ καταδικάστηκε σε 16 χρόνια κάθειρξη, αλλά πήρε χάρη το 1963 και επέστρεψε στην Αμερική.
Λίγα χρόνια μετά, έστειλε γράμμα στο δικηγόρο της, Σταύρο Τριανταφύλλου, όπου του έλεγε ότι είχε γίνει καλά και της έλειπε η Ελλάδα...