«Παίζουν με την υγεία και το ψωμί μας»
«Τρέμω για το αύριο. Έχω δύο παιδιά και αν χάσω τη δουλειά μου, δεν ξέρω πώς θα καταφέρω να τους παρέχω ακόμη και τα βασικά, όπως φαγητό και στέγη να κοιμηθούν».
Η δήλωση αυτή ανήκει στον κ. Δημήτρη Κ., εργαζόμενο σε μεγάλη ελληνική φαρμακοβιομηχανία, τα τελευταία 20 χρόνια.
Για πρώτη φορά αντιμετωπίζει σοβαρά το φάσμα της ανεργίας.
Ο εφιάλτης αυτός είναι πιθανό να γίνει πραγματικότητα, αν την επόμενη εβδομάδα ψηφιστεί η διάταξη - έκτρωμα περί συνταγογράφησης βάσει δραστικής ουσίας. Πολλές ελληνικές φαρμακοβιομηχανίες δεν θα γλιτώσουν το λουκέτο και περισσότερες από 30.000 οικογένειες εργαζομένων σε αυτές θα βρεθούν στο δρόμο.
Σε απόγνωση βρίσκεται και ο Γιώργος Σ. Πριν από λίγους μήνες έγινε πατέρας, αλλά τη χαρά του έρχεται να επισκιάσει ο φόβος.
«Αγοράσαμε ένα μικρό διαμέρισμα με την σύζυγό μου για να στεγάσουμε τον έρωτά μας. Το νεογέννητο παιδί μας ήρθε να ολοκληρώσει την ευτυχία μας. Όμως σε σύντομο διάστημα όλα άλλαξαν. Η γυναίκα μου απολύθηκε από τη δουλειά της και έτσι ο μόνος μισθός που μπαίνει στο σπίτι είναι ο δικός μου, από τη φαρμακοβιομηχανία όπου δουλεύω. Μόνο η δόση του στεγαστικού δανείου είναι 600 ευρώ. Αν αύριο χάσω και εγώ τη δουλειά μου, επειδή θα κλείσει το εργοστάσιο εξαιτίας αυτού του νόμου, πώς θα μεγαλώσω το παιδί μου; Δεν θέλω καν να σκέφτομαι αυτό το ενδεχόμενο», δηλώνει στο newsbomb ο 36χρονος πατέρας.
Μάλιστα, όπως λέει, δεν ανησυχεί μόνο αν θα χάσει τη δουλειά του, αλλά και για την υγεία του παιδιού του. «Αν ψηφιστεί η συγκεκριμένη διάταξη θα έρχονται στην Ελλάδα αμφιβόλου ποιότητας φάρμακα από το Πακιστάν και το Μπαγκλαντές. Εγώ που είμαι στο συγκεκριμένο χώρο, γνωρίζω τους κινδύνους που εμπεριέχουν αυτά τα φάρμακα. Θα φοβάμαι να τα δώσω στο παιδί μου».
Αυτές είναι μόνο δύο από τις χιλιάδες περιπτώσεις εργαζομένων που κυριολεκτικά έχουν χάσει τον ύπνο τους, από την απόφαση της κυβέρνησης Παπαδήμου να αντικαταστήσει τα επιτυχημένα ελληνικά γενόσημα με άλλα τριτοκοσμικών χωρών αμφιβόλου ποιότητας.
Το newsbomb θα φέρει «φως» και άλλες μαρτυρίες πολιτών, που εύχονται έστω και την ύστατη στιγμή οι κυβερνώντες να ακούσουν το καμπανάκι του κινδύνου.