Ποιος σκότωσε τον Τζορτζ Πολκ; Η δολοφονία του Αμερικανού δημοσιογράφου στη Θεσσαλονίκη
Μέχρι και σήμερα παραμένει άγνωστο το ποιος σκότωσε τον Αμερικανό ανταποκριτή το 1948.
Συμπληρώνονται 73 χρόνια από την ημέρα που ένα ειδεχθές έγκλημα σόκαρε την Ελλάδα και τις ΗΠΑ. Ο βαρκάρης Λάμπρος Αντώναρος βρίσκει να επιπλέει στον θαλάσσιο χώρο της Θεσσαλονίκης ένα πτώμα με μια σφαίρα στο κρανίο και δεμένο χειροπόδαρα. Γρήγορα ανακαλύπτεται ότι το πτώμα ανήκει στον Αμερικανό δημοσιογράφο Τζορτζ Πολκ, απεσταλμένο του ειδησεογραφικού δικτύου CBS. Η είδηση κάνει τον γύρο του κόσμου.
«Τρέχα να ειδοποιήσεις όποιον βρεις, χωροφύλακα ή ναύτη» θα πει στον φίλο που βρισκόταν μαζί του ο Αντώναρος. Όταν προσεγγίζει το άψυχο κορμί, σοκάρεται. Το πτώμα φοράει σκουρόχρωμο κοστούμι και παπούτσια, είναι δεμένο χειροπόδαρα με σκοινί και τα χαρακτηριστικά του προσώπου έχουν αλλοιωθεί. Τα ψάρια όλες τις προηγούμενες ημέρες είχαν βρει μακάβρια τροφή. Την ώρα που δοκιμάζει να τον ανεβάσει με δυσκολία πάνω στη βάρκα δοκιμάζει μια ακόμη πιο οδυνηρή έκπληξη. Ο άγνωστος έχει δεχθεί σφαίρα στο πίσω μέρος του κρανίου. Είναι προφανές, κάποιοι τον έχουν δολοφονήσει.
Μέχρι να επιστρέψει στην παραλία έχουν καταφθάσει άνδρες της Χωροφυλακής αλλά και πλήθος κόσμου που με περιέργεια παρακολουθεί τα όσα συμβαίνουν.
Η ένοχη (;) συνέντευξη
Μέσα στις επόμενες ώρες θα γίνει γνωστό από το ραδιόφωνο ότι το πτώμα ανήκει στον 35χρονο Αμερικανό ανταποκριτή του ειδησεογραφικού δικτύου CBS, Τζωρτζ Πολκ, που ήταν παντρεμένος με Ελληνίδα αεροσυνοδό, την Ρέα Κoκκώνη.
Ο άτυχος δημοσιογράφος είχε μεταβεί αεροπορικώς από την Αθήνα στη συμπρωτεύουσα προκειμένου να πάρει συνέντευξη από τον Μάρκο Βαφειάδη, ηγετική μορφή του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδος και της Εθνικής Αντίστασης, που τώρα ήταν πρωθυπουργός της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης (γνωστής και ως «Κυβέρνησης του Βουνού») που είχε συσταθεί με πρωτοβουλία του Κ.Κ.Ε.
Κάποιοι όμως προφανώς δεν ήθελαν να δοθεί αυτή η συνέντευξη και έκριναν σκόπιμο ότι έπρεπε να τον σκοτώσουν. Έτσι, όταν τον είδαν να βγαίνει από το ξενοδοχείο «Αστόρια» όπου διέμενε (στη συμβολή των οδών Τσιμισκή και Αγίας Σοφίας), τον παρακολούθησαν και την κατάλληλη στιγμή τον ακινητοποίησαν χωρίς να προηγηθεί πάλι, όπως αποφάνθηκε ο ιατροδικαστής, του έδεσαν τα χέρια και τα πόδια, τον πυροβόλησαν εξ επαφής στον σβέρκο, η σφαίρα βγήκε από τη μύτη αφού πρώτα πέρασε και κατέστρεψε τον εγκέφαλο και ακολούθως τον έριξαν στη θάλασσα.
Βάσει της νεκροψίας, ο θάνατός του προήλθε από πνιγμό, κάτι που σημαίνει πως όταν έπεσε στο νερό ήταν ακόμη ζωντανός.
Από την εξέταση θα προκύψει επίσης ότι ο Πολκ είχε δολοφονηθεί 8 με 9 ημέρες νωρίτερα, βράδυ μέσα σε βάρκα και ότι οι δράστες ήταν τουλάχιστον δύο.
Η σύλληψη Στακτόπουλου
Η Χωροφυλακή Θεσσαλονίκης που επιλαμβάνεται την εξιχνίαση της υπόθεσης, αφήνει εξαρχής να εννοηθεί ότι θεωρείται υπεύθυνο το Κ.Κ.Ε. με το επιχείρημα ότι οι κομμουνιστές ήθελα να δυσφημήσουν μ’ αυτό τον τρόπο την ελληνική κυβέρνηση στα μάτια της διεθνούς κοινής γνώμης.
Στις 14 Αυγούστου 1948 οι αρχές συλλαμβάνουν ως κύριο ύποπτο τον 38χρονο συντάκτη της εφημερίδας «Μακεδονία» και ανταποκριτή του Ρόιτερς, Γρηγόρη Στακτόπουλο.
Ως εξόχως επιβαρυντικό κρίθηκε το γεγονός ότι είχε κομμουνιστικό παρελθόν και πως είχε συναντηθεί με τον Πολκ λίγες μέρες πριν τον σκοτώσουν.
Τον τρόπο με τον οποίο συνελήφθη τον αναφέρει ο ίδιος ο Στακτόπουλος στο βιβλίο «Υπόθεση Πολκ / Η προσωπική μου μαρτυρία» (εκδόσεις Γνώση):
Περίμενα το λεωφορείο στη στάση Αγίας Σοφίας – Τσιμισκή για να επιστρέψω σπίτι, όταν κάποιος χτύπησε τον ώμο μου. Γύρισα και είδα έναν άγνωστο.
– Πώς σε λένε;
– Γρηγόρη Στακτόπουλο.
– Έχεις ταυτότητα;
– Και βέβαια έχω.
– Μπορώ να τη δω;
– Ποια θέλετε, την αστυνομική ή την δημοσιογραφική; Αλλά τι τη θέλετε; Τι είστε;
– Τίποτα, μια αναγνώριση θέλω να κάνω.
Έβγαλα και τις δύο ταυτότητες. Τις έδωσα, μου τις επέστρεψε και είπε: «Πάμε μια στιγμή στην Ασφάλεια, για μια αναγνώριση».
Προθυμοποιήθηκα να τον ακολουθήσω. Στο δρόμο πιάσαμε κουβέντα και τον ρώτησα αν είχαν πιάσει τους κλέφτες. Απάντησε ότι τους πιάσανε και γι’ αυτό πηγαίναμε στην Ασφάλεια. Ο νους μου είχε γυρίσει σε μια κλοπή, που είχε γίνει μερικές ημέρες νωρίτερα στο σπίτι μας. Ήταν μονοκατοικία με μεγάλη αυλή και είχαν πάρει τη μπουγάδα με τα ρούχα. Νόμισα λοιπόν ότι είχαν πιάσει τους κλέφτες και ήμουν χαρούμενος.
Όταν φθάσαμε στη Γενική Ασφάλεια, ο συνοδός του με παρουσίασε στον υπαξιωματικό υπηρεσίας, ο οποίος αναφώνησε:
– Τον έφερες; Πρόβαλε αντίσταση;
– Όχι, μ’ ακολούθησε. Τον είχα από κοντά εδώ και μέρες.
Γύρισα και τον πρόσεξα καλύτερα. Μου φάνηκε, και δεν είχα άδικο, πως ήταν ο… υδραυλικός που όταν ξύπνησα ένα πρωινό για να πλυθώ, τον είδα μαζί με το θυρωρό, στο πλυσταριό, απέναντι από το δωμάτιο που έμενα, να κάνει πως καταπιάνεται με τις βρύσες. Ο διάλογος με εξέπληξε. Τι διάολο σκέφτηκα, λένε αυτοί. Τι αντίσταση να προβάλω και γιατί;
Η έκπληξή μου έγινε μεγαλύτερη όταν, με την αποχώρηση του συνοδού μου, με παρέλαβε ο υπαξιωματικός. Μου έκανε σωματική έρευνα, πήρε ό,τι είχα επάνω μου, έψαξε την τσάντα μου, την πέταξε σε μια καρέκλα και μόλις παραπονέθηκα για όλα αυτά, μ’ άστραψε στα μάγουλα δύο χαστούκια, μου ‘δωσε μια κλωτσιά, μ’ έπιασε από το λαιμό και μ’ έσπρωξε στο μπουντρούμι με τη φράση: «διαμαρτύρεσαι κιόλας κ*******ε…».
Από τη στιγμή αυτή αρχίζει η τραγωδία μου, το μεγάλο δράμα που εύχομαι να μην είχε όμοιό του και να μην έχει ποτέ, στη νεότερη ελληνική ιστορία. Το δράμα, που οδήγησε τη μητέρα μου στον πρόωρο θάνατο, τη μια αδελφή μου στην παραφροσύνη, την άλλη σε νευρικό κλονισμό και εμένα στα ισόβια δεσμά. Πέρασα κι εγώ ξυστά από την τρέλα, λένε οι συγγενείς μου».
Ομολόγησε μετά από βασανιστήρια
Ο Στακτόπουλος θα υποβληθεί σε φρικτά βασανιστήρια.
Υποχρεώνεται να παραμείνει επί ώρες όρθιος, του κάνουν ηλεκτροσόκ, τον χτυπούν σε όλο το σώμα με σιδερένιες γροθιές προκαλώντας του σημαντικές βλάβες, τον κρεμάνε από τα πόδια για ώρες, τον δένουν σφιχτά απ’ τα χέρια και τα πόδια σε καρέκλες και δεν τον αφήνουν να κοιμηθεί μέχρι να χάσει την αίσθηση του χώρου και του χρόνου. Υπό την πίεση της ανάκρισης, των πολυήμερων απάνθρωπων ψυχικών και σωματικών βασανιστηρίων και της απειλής ότι θα καταδικαστεί εις θάνατον, «ομολογεί» την ανάμειξή του στο έγκλημα.
Σε μια καλοστημένη συνέντευξη Τύπου που στήνεται τον Οκτώβριο του 1948, οι υπουργοί Δημοσίας Τάξεως Κωνσταντίνος Ρέντης και Δικαιοσύνης Γεώργιος Μελάς, παρόντων και των ανώτατων αξιωματικών της Χωροφυλακής, ανακοινώνουν ότι ο φόνος σχεδιάστηκε από την Κομινφόρμ (γνωστή και ως «Συντονιστικό Γραφείο Πληροφοριών των Κομμουνιστικών Κομμάτων» ανά την Ευρώπη, που θεωρήθηκε ως μια προσπάθεια μεταπολεμικής ανασύστασης της Κομμουνιστικής Διεθνούς) που είχε ιδρυθεί πριν από ένα χρόνο. «Το έκαναν για να εκθέσουν την πατρίδα μας στο εξωτερικό, να πλήξουν τις ελληνοαμερικανικές σχέσεις και να εμποδίσουν τη βοήθεια που μας παρέχει η υπερδύναμη» θα πουν.
Δολοφόνος ένας... νεκρός!
Βάσει του σεναρίου που ξετύλιξαν μπροστά τους εκπροσώπους των μέσων ενημέρωσης, ο αδικοχαμένος Πολκ πριν τη δολοφονία συνέφαγε με τον Στακτόπουλο στο πλαίσιο των επαφών που είχε με άτομα τα οποία θα τον βοηθούσαν να φθάσει στον συνεντευξιαζόμενο πρωθυπουργό της παράτυπης «Κυβέρνησης του Βουνού».
Ακολούθως μπήκαν και οι δύο μαζί σε μια βάρκα, στην οποία ήδη βρισκόντουσαν μέσα τα ηγετικά στελέχη του Κ.Κ.Ε. Αδάμ Μουζενίδης και Βαγγέλης Βασβανάς, με το πρόσχημα ότι θα βοηθούσαν το θύμα να προσεγγίσει την περιοχή που έλεγχε ο αριστερόφρων Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδος.
«Ο Μουζενίδης πυροβόλησε τον Πολκ και μετά τον έριξε στη θάλασσα» τονίζουν με έμφαση. Η ιστορία τους όμως χωλαίνει για τον απλούστατο λόγο ότι ο Μουζενίδης είχε σκοτωθεί στο βουνό αρκετές ημέρες πριν έρθει ο Πολκ στην Ελλάδα και ο Βασβανάς όπως θα αποδειχθεί δεν βρισκόταν στη Θεσσαλονίκη την ημέρα του φόνου.
Σε παρωδία θα εξελιχθεί όμως και η δίκη του Γρηγόρη Στακτόπουλου που θα έχει ως αποτέλεσμα ο ίδιος να καταδικαστεί σε ισόβια κάθειρξη και ο Μουζενίζης που δεν ήταν παρών, σε θάνατο.
Στο εδώλιο κάθισε και η μητέρα του Στακτόπουλου, επειδή φέρεται να είχε ταχυδρομήσει έναν φάκελο που σχετιζόταν με την υπόθεση, αλλά αθωώθηκε αφού αποδείχθηκε γραφολογικά ότι δεν ήταν δικά της τα γράμματα. Τα πρώτα τέσσερα χρόνια ο καταδικασμένος δημοσιογράφος θα τα περάσει στα κρατητήρια της Γενικής Ασφάλειας και αμέσως μετά θα μεταφερθεί στις φυλακές.
Παράλληλα και οι Αμερικανοί κάνουν τις δικές τους έρευνες για τον δολοφόνο του Πολκ. Ο Τζέιμς Κέλις που ερευνά την υπόθεση για λογαριασμό του δικηγορικού γραφείου της Νέας Υόρκης Ντόνοβαν, γνωστού για τις διασυνδέσεις του με την αμερικανική κυβέρνηση, αποφαίνεται ότι οι αντάρτες δεν είχαν τη δυνατότητα να διαπράξουν το έγκλημα και επιρρίπτει τις ευθύνες σε δεξιούς παρακρατικούς κύκλους. Αμέσως, η έρευνά του διακόπτεται και ο Κέλις ανακαλείται στις ΗΠΑ.
Το έτος 1956 η ποινή του θα μετριαστεί στα 20 χρόνια. Εν τέλει θα αποφυλακιστεί το 1960 καθώς ο τότε υπουργός Δικαιοσύνης μείωσε την ποινή του στα 17 έτη.
Θα πεθάνει το 1998 σε βαθιά γεράματα. Μέχρι την τελευταία στιγμή όμως ζητούσε αναψηλάφηση της δίκης καθώς ήθελε να για να φύγει από τον μάταιο τούτο κόσμο. Ο Άρειος Πάγος όμως αρνήθηκε πεισματικά να κάνει δεκτό το αίτημά του.
Τελικά ποιος σκότωσε τον Πολκ;
Τρεις κατηγορίες εκδοχών: οι ξένες, οι εγχώριες και οι μεικτές.
Στην πρώτη κατηγορία, οι εκδοχές είναι οι ακόλουθες:
-Τον σκότωσαν οι Βρετανοί
Ήταν η πιο διαδεδομένη εκδοχή την Ελλάδα όλα τα χρόνια αφότου άρχισε σιγά – σιγά να αποκαλύπτεται η σκευωρία και ουσιαστικά στηριζόταν σ’ ένα πραγματικό γεγονός. Πως ο τελευταίος άνθρωπος που είδε τον Πολκ ζωντανό και μίλησε μαζί του […] ήταν ο Ράντος Κόουτ, αξιωματούχος προϊστάμενος του αγγλικού Γραφείου Πληροφοριών της Θεσσαλονίκης, ο οποίος εξαφανίστηκε μυστηριωδώς μετά τη δολοφονία. […] Ο Κόουτ ήταν ο μόνος που είχε συμφέρον να μισεί τους Αμερικανούς στο πλαίσιο ενός ακήρυχτου αγγλοαμερικανικού πολέμου.
-Τον σκότωσαν οι Σοβιετικοί.
Η δολοφονία έγινε από τον Κόουτ, σχεδιάστηκε όμως στην Κωνσταντινούπολη από τον […] Κιμ Φίλμπυ, τον φοβερό Βρετανό πράκτορα των Σοβιετικών.
Τον σκότωσαν πράκτορες κάποιων άλλων δυνάμεων (εκτός από τους Αγγλοαμερικάνους) για θέματα Μέσης Ανατολής. Είναι η λιγότερο γνωστή και ελάχιστα ερευνημένη εκδοχή.
-Τον σκότωσαν οι Αμερικανοί
Οργανωτής της συνωμοσίας ήταν ο συνταγματάρχης Χάρβι Σμιθ, στρατιωτικός ακόλουθος της πρεσβείας των Η.Π.Α. στην Αθήνα. Αρχές του 1948 το αμερικανικό πολιτικο-στρατιωτικό κατεστημένο προσδιόρισε την Ελλάδα του Εμφυλίου σαν τον «πειραματικό σωλήνα» που θα μπορούσε να επωασθεί και να αναπτυχθεί ένα παγκόσμιο αντικομμουνιστικό μοντέλο. Η Θεσσαλονίκη ήταν η πρωτεύουσα της βόρειας Ελλάδας, μιας μεγάλης περιοχής που συνόρευε με τρεις διαφορετικές χώρες του σοβιετικού μπλοκ. Τη Γιουγκοσλαβία, τη Βουλγαρία και την Αλβανία.
Ο Εντμουντ Κίλι στο βιβλίο του «The Salonica Bay Murder» υπογραμμίζει ότι μετά τη δολοφονία του Πολκ και τη δίκη που ακολούθησε περιορίστηκε και τελικώς σίγησε στην Αμερική κάθε κριτική εναντίον του «διεφθαρμένου βασιλικού καθεστώτος στην Ελλάδα» και της υποστήριξης που του παρείχαν οι Ηνωμένες Πολιτείες.
Ο Ελίας Βλάντον και ο Ζακ Μέτγκερ στο βιβλίο τους «Ποιος σκότωσε τον Τζορτζ Πολκ» υποστηρίζουν την εκδοχή του οργανωμένου εγκλήματος. Ο Πολκ, αναφέρουν οι συγγραφείς, δεν βρισκόταν στη Θεσσαλονίκη για να συναντήσει τους ηγέτες του ΔΣΕ, αλλά για να ερευνήσει την κακοδιαχείριση της αμερικανικής βοήθειας προς την Ελλάδα. Οι μαυραγορίτες που είχαν την ανοχή στελεχών της Χωροφυλακής έναντι ανταλλαγμάτων και οι Αμερικανοί συνεργάτες τους αποφάσισαν να του κλείσουν το στόμα.
Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Newsbomb.gr.