30 Μαΐου 1941: Η νύχτα που Γλέζος και Σάντας κατέβασαν τη ναζιστική σημαία από την Ακρόπολη
Μανώλης Γλέζος και Απόστολος Σάντας έμειναν στην ιστορία για την ηρωική τους πράξη σε ηλικία 19 ετών όταν κατέβασαν την σημαία των Ναζί από την Ακρόπολη
Στην υπό γερμανική κατοχή Αθήνα του 1941 ο φόβος και η απελπισία κυριαρχούσαν. Παρά την ηρωική απόκρουση των ιταλικών στρατευμάτων στα βουνά της Αλβανίας, ο στρατός του Τρίτου Ράιχ είχε επέμβει και εξολόθρευσε την αντίσταση των Ελλήνων. Οι Ναζί μπήκαν στην Αθήνα τον Απρίλιο του 1941 και ύψωσαν το σύμβολό τους, τη ναζιστική σημαία με τον μαύρο, αγκυλωτό σταυρό στο αιώνιο, πανανθώπινο σύμβολο της Δημοκρατίας, την Ακρόπολη.
Χρειάστηκε όμως να περάσει μόλις ένας μήνας για να καταλάβουν ότι οι Έλληνες δεν επρόκειτο να υποταχθούν εύκολα και «απλά» στον Χίτλερ και τους εγκληματίες του κι αυτό χάρη σε δύο ανθρώπους, δύο νεαρούς που αψήφησαν κάθε κίνδυνο για τη ζωή τους και έκαναν την πρώτη και άκρως συμβολική πράξη αντίστασης στην Ελλάδα: Ο Μανώλης Γλέζος και ο Απόστολος Σάντας, δύο 19χρονοι, τη νύχτα της 30ής Μαΐου σκαρφάλωσαν στην Ακρόπολη και κάτω από τη μύτη της γερμανικής φρουράς, κατέβασαν τη ναζιστική σημαία!
Γλέζος και Σάντας κατεβάζουν τη σημαία
Όπως όλοι οι Αθηναίοι που αντίκρυζαν τη γερμανική σημαία να ανεμίζει στον Ιερό Βράχο, έτσι και οι νεαροί Απόστολος (Λάκης) Σάντας και Μανώλης Γλέζος πληγώνονταν και θύμωναν με το θέαμα. Η χιτλερική σβάστικα να κυματίζει στην Ακρόπολη ήταν μια προσβολή που δεν μπορούσαν να ανεχτούν.
Η ιδέα ήρθε στους δύο φίλους μέσα στον Μάιο: Θα σκαρφάλωναν στον βράχο και θα την κατέβαζαν! Δεν ήταν απλώς μια σκέψη, μια «τρελή» ιδέα δύο νέων, που πάνω στην παρόρμησή τους θα έκαναν την απόπειρα. Αντίθετα, οι δύο 19χρονοι προετοιμάστηκαν όσο καλύτερα μπορούσαν: Διάβασαν τα πάντα για τον Ιερό Βράχο της Ακρόπολης, εστιάζοντας όχι βεβαίως στο ίδιο το μνημείο, αλλά στη γεωλογική του οπτική.
Η Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια τους παρείχε την πληροφορία που χρειάζονταν και μέσα στις σελίδες της ανακάλυψαν όλες τις σπηλιές και τις τρύπες της Ακρόπολης. Παρακολουθώντας τις θέσεις και τις κινήσεις των Γερμανών φρουρών στον Βράχο, κατάλαβαν πως υπήρχε ένας τρόπος να ανέβουν και να κατέβουν και να μην γίνουν αντιληπτοί: Το Πανδρόσειο Άντρο μπορούσε να τους παρέχει την κάλυψη που χρειάζονταν.
Στις 30 Μαΐου, η είδηση πως έπεσε η Κρήτη καταρράκωσε το ηθικό των Ελλήνων και οι δύο φίλοι συνειδητοποίησαν πως το ίδιο κιόλας βράδυ έπρεπε να κάνουν πράξη το σχέδιό τους γι’ αυτή την υψηλού συμβολισμού κίνηση στο παγκόσμιας φήμης μνημείο.
Πράγματι, με όπλο τους ένα μικρό μαχαίρι και ένα φαναράκι για να βλέπουν, μόλις νύχτωσε πλησίασαν την Ακρόπολη. Οι φρουροί στη βάση «διασκέδαζαν» την επικράτηση στην Κρήτη και τα δύο παιδιά πέρασαν χωρίς να τα καταλάβει κανείς μέχρι το Πανδρόσειο Άντρο. Οι σκαλωσιές των αρχαιολόγων, που εκτελούσαν ανασκαφές στο σπήλαιο, βοήθησαν τον Γλέζο και τον Σάντα να φτάσουν ως την κορυφή του βράχου, πολύ κοντά στον ιστό. Κοιτώντας προσεκτικά γύρω τους, δεν είδαν ούτε έναν φρουρό και με όσο πιο γρήγορες και αποφασιστικές κινήσεις μπορούσαν, κατέβασαν από τον ιστό το σύμβολο του ναζισμού.
Αμέσως έκοψαν ένα κομμάτι από τη σημαία, δίπλωσαν το υπόλοιπο - διαστάσεων τεσσάρων επί δύο μέτρα - και την πέταξαν σε παρακείμενο βάραθρο, επιχειρώντας να διαφύγουν από την ίδια διαδρομή που είχαν φτάσει. Πράγματι, τα κατάφεραν χωρίς να αντιληφθεί κανείς το παραμικρό.
Μόνο αφότου ξημέρωσε το πρώτο φως της ημέρας, οι Ναζί αντιλήφθηκαν ότι από την Ακρόπολη, το σύμβολο της Δημοκρατίας έλειπε το δικό τους σύμβολο του μίσους…
Ο απόηχος της πράξης
Είναι χαρακτηριστικό πως χρειάστηκε να φτάσει σχεδόν μεσημέρι, για να ανεβάσουν νέα σημαία στον ιστό οι Ναζί. Μην μπορώντας να πιστέψουν τι είχε συμβεί, άρχισαν ανακρίσεις και μόνο την επόμενη ημέρα αποκάλυψαν τι είχε συμβεί: «Υπεξηρέθη η επί της Ακροπόλεως κυματίζουσα γερμανική πολεμική σημαία παρ' αγνώστων δραστών» ανέφερε η ανακοίνωση που εξέδωσαν οι γερμανικές αρχές. Οι άφαντοι δράστες καταδικάστηκαν ερήμην εις θάνατον και οι άντρες της γερμανικής φρουράς εκτελέστηκαν άμεσα.
Αυτή η συμβολική και τόσο παρακινδυνευμένη πράξη του Γλέζου και του Σάντα ήταν η πρώτη πράξη αντίστασης κατά της ναζιστικής κατοχής στην Ελλάδα και είχε τεράστιο αντίκτυπο, όχι μόνο στο φρόνημα των Ελλήνων αλλά όλης της Ευρώπης: Οι Έλληνες αντιστέκονταν στον κατακτητή και αυτό έγινε γνωστό σε όλο τον κόσμο.
Ποιοι ήταν οι δύο νέοι που δεν δίστασαν μπροστά στον κίνδυνο
Ο Μανώλης Γλέζος γεννήθηκε στην Απείρανθο της Νάξου στις 9 Σεπτεμβρίου 1922 και πέθανε στις 30 Μαρτίου του 2020. Το 1935 μετακόμισε με την οικογένειά του στην Αθήνα και εκεί τελείωσε το Γυμνάσιο, με τον αδερφό του Νίκο Γλέζο. Ενώ ήταν μαθητής Γυμνασίου εργάστηκε σε φαρμακείο, ενώ το 1939 ίδρυσε αντιφασιστική ομάδα νεολαίας ενάντια στην Ιταλική κατοχή της Δωδεκανήσου και τη δικτατορία του Ιωάννη Μεταξά.
Ο πόλεμος το ’40 τον βρήκε φοιτητή της Ανωτάτης Σχολής Οικονομικών και Εμπορικών Επιστημών. Ο ίδιος ζήτησε να καταταγεί και να πολεμήσει στο αλβανικό μέτωπο, αλλά απορρίφθηκε επειδή ήταν μικρότερος από την ηλικία στράτευσης. Εργάστηκε ως εθελοντής για το υπουργείο Οικονομικών και από το 1941 άρχισε να σπουδάζει στην ΑΣΟΕΕ.
Κατά τη διάρκεια της κατοχής εργάζεται στον δήμο της Αθήνας και στον Ελληνικό Ερυθρό Σταυρό, ενώ παράλληλα συμμετέχει ενεργά στην αντίσταση, μέσα από τις απελευθερωτικές οργανώσεις των νέων (ΟΚΝΕ, ΕΑΜ ΝΕΩΝ και ΕΠΟΝ). Φυλακίστηκε τρεις φορές, αλλά τελικά κατόρθωσε να το σκάσει από τους Ναζί και να γλιτώσει, αν και ο αδερφός του Νίκος εκτελέστηκε από τους κατακτητές στις 10 Μαΐου του 1944.
Συνομήλικος του Γλέζου ήταν και ο Λάκης (Απόστολος) Σάντας που είχε γεννηθεί στην Πάτρα το 1922 και πέθανε στην Αθήνα το 2011.
Ο πατέρας του ως δημόσιος υπάλληλος υπηρετούσε στην αχαϊκή πρωτεύουσα, όμως και οι δύο γονείς του κατάγονταν από τη Λευκάδα και τελικά εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα το 1934.
Το ’40 ο Σάντας ήταν φοιτητής στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, μια σχολή που ολοκλήρωσε μετά την απελευθέρωση. Το 1942 εντάσσεται στο Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (ΕΑΜ) και λίγο αργότερα στην Ενιαία Πανελλαδική Οργάνωση Νέων (ΕΠΟν), ενώ το 1943 βγαίνει στο βουνό με τον Ελληνικό Λαϊκό Απελευθερωτικό Στρατό (ΕΛΑΣ). Πήρε μέρος σε αρκετές μάχες στην Αιτωλοακαρνανία, τη Φθιώτιδα και την Αττικοβοιωτία και το 1944 τραυματίστηκε.
Πώς οι δύο ήρωες διηγούνταν την πράξη τους
Μανώλης Γλέζος και Λάκης Σάντας πέρασαν στην ιστορία για την πράξη τους αυτή και στη συνείδηση των Ελλήνων λογίζονται ως αληθινοί ήρωες.
Οι ίδιοι ποτέ δεν καυχήθηκαν για το κατόρθωμά τους και σε όσες συνεντεύξεις τους ρωτήθηκαν, μίλησαν με τα πιο σεμνά και ταπεινά λόγια:
«Πώς κατεβάσαμε τη σημαία; Έγινε ένα σκαρφάλωμα, αλλά δεν μπόρεσαμε να την κατεβάσουμε αρχικά. Κρεμαστήκαμε μαζί με τον Λάκη, αλλά υπήρχαν τρία συρματόσχοινα που έπρεπε να κόψουμε. Τα λύσαμε. Και τότε την ταρακουνήσαμε και μετά από λίγο, έπεσε πάνω μας. Μας κουκούλωσε. Η ώρα κόντευε μία το πρωί. Κόψαμε από ένα κομμάτι ο καθένας μας και το υπόλοιπο το ρίξαμε στο σπήλαιο της Αγραύλου όπως ήταν ως τότε γνωστό. Σήμερα οι αρχαιολόγοι το χαρακτηρίζουν ως Μυκηναϊκή Κρήνη [...] Η πιο έντονη ανάμνηση της ζωής μου, είναι η μάνα μου. Με ρωτάνε διαρκώς για τη σημαία. Εγώ όμως, ακόμα κι από την ιστορία της σημαίας, θυμάμαι τη μάνα μου. Όταν γυρίζαμε εκείνη την ημέρα στα σπίτια μας, η ώρα ήταν περασμένη, μετά τα μεσάνυχτα. Πάω στο σπίτι και βλέπω τη μάνα μου ένα κουβάρι στα σκαλοπάτια απ’ έξω. Με περίμενε. Την πλησιάζω και της λέω, “Μάνα!”. Σηκώνεται απότομα, με πιάνει από τον λαιμό, με πάει στην κουζίνα για να μην ακούσουν οι άλλοι και ξυπνήσουν και μου λέει, “Πού ήσουν;”. Τότε εγώ ανοίγω το σακάκι και της δείχνω το κομμάτι της σβάστικας που είχαμε κόψει. Με αγκαλιάζει, με φιλάει και μου λέει, “Πήγαινε κοιμήσου”. Την άλλη μέρα το πρωί, ακούω τον εξής διάλογο: Ο πατριός μου τη ρωτάει, “Πού ήταν χθες το βράδυ ο μεγάλος σου γιος;”. Του απαντάει, “Ανέβα στην ταράτσα και κοίταξε στην Ακρόπολη”. Ποτέ μου δεν τη ρώτησα πώς το κατάλαβε. Θα το θεωρούσα προσβολή στη νοημοσύνη της. Αλλά για μένα αυτό ήταν το πιο συγκινητικό συμβάν στην ιστορία μου. Η μάνα μου», είχε πει ο Μανώλης Γλέζος σε συνέντευξή του στο vice.com το 2017.
«Λύσαμε το συρματόσχοινο και τραβήξαμε για να την κατεβάσωμε. Μα την είχαν μπλέξει στην κάτω άκρη της με τρία συρματόσχοινα που στήριζαν τον κοντό. Κρεμιόμαστε και οι δυο για να την κατεβάσωμε, μα δεν κατέβαινε. Αρχίσαμε με τη σειρά να σκαρφαλώνουμε στο σιδερένιο κοντό για να τη φτάσωμε και να την κόψωμε. Μα ήταν αδύνατο να τη φτάσωμε. Κουρασμένοι σταθήκαμε για λίγο κι απογοητευτήκαμε, σκεφτόμαστε τι να κάνωμε. Να φύγωμε χωρίς τη σημαία – λάφυρο, δεν το σκεφτήκαμε ούτε στιγμή. Και μέσα στην ένταση της σκέψης μας, σκεφτήκαμε να σπάσωμε τα τρία συρματόσχοινα για να μπορέσωμε να τη σπάσωμε». Αρχισαν τότε «με χέρια και με δόντια» και σε λίγο το μισητό σύμβολο κατέβηκε. Εσκισαν τον αγκυλωτό σταυρό και την υπόλοιπη σημαία την έκαναν ρολό και την πέταξαν στη σπηλιά. «Ακούσαμε το γδούπο της και ησυχάσαμε», έγραψε κάποτε ο ίδιος ο Λάκης Σάντας σε κείμενό του, που υπάρχει στο αρχείο του Ηλία Πετρόπουλου.
Το 1982 οι δυο τους είχαν μιλήσει στον Φρέντυ Γερμανό και στην εκπομπή που τότε παρουσίαζε στην ΕΡΤ «Πρώτη Σελίδα». «Αισθανθήκαμε ότι είμαστε απόγονοι των μεγάλων προγόνων μας», λέει συγκινημένος ο Απόστολος Σάντας και ο Μανώλης Γλέζος συμπληρώνει: «Αυτή η ιστορία δεν ανήκει πια σε μας. Ανήκει στο λαό μας, στο έθνος μας». Στην ίδια συνέντευξη αποκάλυψαν άγνωστα έως τότε περιστατικά εκείνης της βραδιάς και των επόμενων ημερών, όπως τη συνάντηση τους με τον αστυφύλακα Παναγιώτη Βουτόπουλο, ο οποίος, παρόλο που την επόμενη μέρα κατάλαβε ποιοι ήταν, δεν πρόδωσε το μυστικό τους.
Στο ψηφιοποιημένο αρχείο της ΕΡΤ υπάρχει και το ντοκιμαντέρ με τίτλο «ΤΗ ΝΥΧΤΑ ΠΟΥ ΚΑΤΕΒΗΚΕ Η ΣΒΑΣΤΙΚΑ» όπου εκτός από συνεντεύξεις των δύο πρωταγωνιστών παρουσιάζεται και μία ασπρόμαυρη αναπαράσταση της νύχτας εκείνης.
Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Newsbomb.gr.